Ο τόπος είναι μια λέξη με μεγάλο ηλεκτρικό φορτίο. Σε οδηγεί, θέλεις δεν θέλεις, στον “γενέθλιο”, ακόμα κι όταν προσπαθείς να απεγκλωβιστείς από την ακινησία του, από την αφασία που προκαλεί μια τέτοια καθήλωση. Η λογοτεχνία βέβαια έχει κάνει θαύματα πάνω σ’ αυτό το μικρό αλλά πλούσιο σε ορυκτά οικόπεδο, και θα συνεχίσει να το σκάβει, όσο διαρκεί η ανάγκη του ανθρώπου να λύνει λογαριασμούς που δεν λύνονται. Στο θέατρο, με το οποίο έχω πιο μακροχρόνια σχέση απ΄ο,τι με την πεζογραφία, ο τόπος έχει άλλο χαρακτήρα, συμπαντικό. Ένα σαλονάκι με ένα σαμοβάρι είναι αρκετά για να φανερωθούν και να δράσουν οι τσεχοφικοί ήρωες, όχι στ’ αλήθεια βέβαια, αλλά επί σκηνής. Τεχνητός τόπος πάνω σε τεχνητό τόπο. Να ο μεγάλος πονοκέφαλος αλλά και η ασύλληπτη μαγεία της θεατρικής γραφής. Κάτι μου λέει όμως ότι έχω ξεφύγει από το θέμα μας. Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, έχω την εντύπωση ότι ο τόπος δεν είναι ντεκόρ του οικείου ή μοχλευτής αναμνήσεων και απώλειας μόνον, αλλά κυρίως και προπάντων “γλώσσα”. Το κατάλαβα αυτό με σχεδόν αποκαλυπτικό τρόπο τότε που διάβασα το “Ορθοκωστά” του Θανάση Βαλτινού. Μωραϊτης κι αυτός, μωραϊτες και οι σκανδαλώδεις ήρωές του, με πήραν και με σήκωσαν, μακριά από την αναγνωστική μικροψυχία της περιόδου που εκδόθηκε το πιο κακοδιαβασμένο, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο της ελληνικής πεζογραφίας. Ξέχασα αμέσως τον θόρυβο για “δεξιά” τάχαμου λογοτεχνία και θυμήθηκα με σωματικό σχεδόν τρόπο ότι είμαι κι εγώ μωραϊτισσα, κάτι που προσπαθούσα να θεραπεύσω απομακρυνόμενη κατά το δυνατόν από τον γενέθλιο πόνο. Η γλώσσα του “Ορθοκωστά” είναι μια μοναδική πραγματεία, μια ολιστική ανάλυση του πελοπονησιακού ψυχισμού, του σκοτεινού, του λιτού μισόλογου που ένα λέει και χιλιάδες κρατάει για τον εαυτό του. Μεταφέροντας αυτό το διόλου θελκτικό ψυχικό-γλωσσικό ιδίωμα ο Βαλτινός, με τα μασημένα λόγια του, τις αποσιωπήσεις του, τις κροπαρισμένες φράσεις που τους λείπει η αρχή και το τέλος, τη στιφάδα και την στοιχειώδη δομή του, εξιστορεί με τον καλύτερο τρόπο τον Εμφύλιο, τη μεγαλύτερη ασυνεννοησία της πρόσφατης Πολιτικής μας Ιστορίας. Εμένα όμως με εξοικείωσε με το οικείο, κι αυτό είναι μια υπόθεση σχεδόν ακατόρθωτη.
“(…)Τα σπίτια μας ήταν πέτρινα μα τα ψωμιά μας λίγα. Ένεκα τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού.
Είμαι κουρασμένη, είμαι κουρασμένη.
Ένα ζώο βλέπει τα όνειρά μου, κι εγώ δεν βλέπω τίποτα. Ένα μαστόδοντο με μνήμη ελέφαντα μου αστυνομεύει τη μνήμη, με κλείνει έξω από τον ύπνο μου.
(Κλείνει τα μάτια της με τις παλάμες και κρυφοκοιτάει μέσα από τα δάχτυλα)
-Έλα. Άνοιξέ μου να δω κι εγώ λιγάκι, δεν χάθηκε ο κόσμος αν δω.
- Αν έτρωγες κι εσύ δάση θα σ’ άνοιγα, μα εσύ τρως μόνον ψωμιά κι από πάνω φοβάσαι μην παχύνεις. Με ήξερε εμένα ο μικροσκοπικός ρινόκερος της Πεντέλης, οι πίθηκοι του Αιγαίου και η κοντούλα η καμηλοπάρδαλη. Μαζί τρυγούσαμε τα αρχαία πεύκα και από τα καουτσουκόδεντρα στο Σίγρι πίναμε το μέλι τους. Τη μέρα που η μεγάλη φτέρη σείστηκε κι έγιναν οι άνεμοι. (…)”
Μονόπρακτο “Η προβοσκίδα”. Από τη συλλογική παράσταση “7 αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού”. Χειμερινή περίοδος 2020, Δημοτικό θέατρο Πειραιά, με την Ρηνιώ Κυριαζή σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη.
* Η Ρούλα Γεωργακοπούλου γεννήθηκε το 1955 στην Καλαμάτα. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία, εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας και κατόπιν σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Έξι θεατρικά της έργα έχουν ανεβεί σε αθηναϊκές θεατρικές σκηνές της και ένα από αυτά (Οδός Πολυδούρη) έχει εκδοθεί στη Γαλλία. Από τις εκδόσεις Το Ροδακιό κυκλοφορούν δυο θεατρικά της έργα με τον ενιαίο τίτλο “Καρφίτσες στα γόνατα. Από τις εκδόσεις Πατάκη η συλλογή χρονογραφημάτων της “Γυναίκα μεσαίου αναστήματος. Από τις εκδόσεις Πόλις δυο νουβέλες της , “Δέντρα, πολλά δέντρα” και “Η μέθοδος της μπουρμπουλήθρας”, καθώς και αρκετές μεταφράσεις της.