Άλλες ιστορίες, άλλοι τόποι
Τόπος και αφήγηση είναι έννοιες αλληλένδετες. Συχνά η αφήγηση, οι ιστορίες που λέμε, δεν είναι παρά μια χειρονομία οικείωσης του τόπου, ο μόχθος που πρέπει να καταβάλουμε για να αποκτήσουμε «ιδιοκτησιακά» δικαιώματα σε ένα περιβάλλον που διαφορετικά είμαστε καταδικασμένοι να κοιτάζουμε εσαεί ως ξένοι, να παρατηρούμε. Στην πραγματικότητα, το περιβάλλον αυτό δημιουργείται μαζί με την αφήγηση, λογοτεχνική ή εξωλογοτεχνική, καθώς δεν μπορεί καν να νοηθεί έξω από τις σημασίες που δίνουμε εμείς στα διάφορα σημεία του, ξεδιπλώνοντας τις ιστορίες μας – τις ιστορίες της ζωής μας, ένα μυθιστόρημα, έναν μονόλογο, ένα διήγημα δύο σελίδων, ένα ανέκδοτο. Εξού και οι μεταβολές στον τόπο, είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές, είτε για αστικές αναπλάσεις, είτε για τις μικροαλλαγές, τις αργές ροές που βαθμιαία, μέσα στα χρόνια, αθροίζονται σε μια σαρωτική μεταμόρφωση, βιώνονται συχνά τόσο τραυματικά: λες και κάποιος μας παίρνει τον τόπο, μας τον στερεί ή μας εκδιώκει από αυτόν με ένα φοβερό τέχνασμα: αντί να φεύγουμε εμείς, φεύγει ο τόπος – γιατί βέβαια ο τόπος μπορεί να φύγει, ο τόπος δεν είναι οι γεωγραφικές συντεταγμένες, ούτε ο αφηρημένος χώρος, αλλά οι βιωμένες χρήσεις του (εξού και χώρος μπορεί να νοηθεί χωρίς τους ανθρώπους, τόπος όχι).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο τόπος στη λογοτεχνική αφήγηση δεν μπορεί να είναι ποτέ τυχαίος, ούτε ένα απλό δοχείο που περιέχει ή οργανώνει χωροταξικά τις πληροφορίες του μύθου. Αντίθετα είναι ο ίδιος αφήγηση, αλλού πυκνότερη, αλλού πιο ευρύχωρη, αλλού κωδικοποιημένη, κρυμμένη: κι αυτό γιατί τα διάφορα ορόσημά του έχουν βαρύτητα, έλκουν και εγγράφουν μνήμες και βιωματικά φορτία, αποκρυσταλλώνουν ιστορίες που περιμένουν ένα νεύμα του αφηγητή για να ρευστοποιηθούν, σε μια αέναη διαλεκτική σχέση. Από τη μία ο τόπος παίρνει ζωή από τα πρόσωπα της αφήγησης, από τον τρόπο με τον οποίο κάθε ήρωας κινείται μέσα του, και από την άλλη ζωογονεί με τη σειρά του τα πρόσωπα αυτά – τους δίνει διαστάσεις, εκτόπισμα μέσα στον χώρο αλλά και προοπτική μέσα στον χρόνο. Γι’ αυτό και μια πιθανή απάντηση στη συχνή ερώτηση αν θα μπορούσε η τάδε ιστορία του δείνα συγγραφέα να διαδραματίζεται σε οποιονδήποτε άλλο τόπο εκτός από τον αυθεντικό του, είναι η εξής: δεν ξέρουμε, γιατί θα ήταν μια διαφορετική ιστορία. Και ο τόπος στον οποίο σήμερα διαδραματίζεται δεν θα υπήρχε.
* Ο Χρίστος Κυθρεώτης γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος των εκδόσεων Πατάκη για νέους συγγραφείς (2007), καθώς και στον αντίστοιχο διαγωνισμό του Βρετανικού Συμβουλίου (2009). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και στα λογοτεχνικά περιοδικά “(δε)κατά”, “Εντευκτήριο” και “The Books’ Journal”, ενώ βιβλιοκριτικές του έχουν δημοσιευτεί στην “Εφημερίδα των Συντακτών” και στο “The Books’ Journal”. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Μια χαρά”, για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2015 (εξ ημισείας με την Μαρία Φίλη).