Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο

20 Μαΐου 2011

Περιστέρι

Το ΙΑ΄ Αρρένων Περιστερίου, όπως ονομαζόταν το εξατάξιο γυμνάσιο που πήγα (τελειώσαμε το ’76, και την επόμενη ακριβώς χρονιά, νομίζω, εφαρμόστηκε το λύκειο), ήταν θηριοτροφείο, «διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;»

Συμπτωματικά, την ίδια εκείνη χρονιά της αποφοίτησής μου ή ίσως την επόμενη, οι απορριφθέντες, όσοι έμεναν στην ίδια τάξη, έβαλαν φωτιά στα γραφεία των καθηγητών. Τα ΜΑΤ έκαναν τότε, στο Περιστέρι, την παρθενική τους εμφάνιση εκτός του αθηναϊκού κέντρου. Μεγάλη πρωτιά.

Θρυλικοί, επίσης, ήταν οι καβγάδες ανάμεσα στο ΙΑ΄ και στο συστεγαζόμενο στο ίδιο κτίριο ΚΓ΄.

*

Αυτό δεν σημαίνει ότι συμμετείχαμε όλοι σε παρόμοιες ακρότητες, που μπορούσες ακόμα και να κομπάζεις γι’ αυτές σε μια σαχλοκουβέντα, ενώ ήσουν κατά βάσιν άσχετος. Οι πιο πολλοί τ’ άκουγαν, τ’ αναμετέδιδαν ως ράδιο-αρβύλα, και τίποτα παραπάνω.

Και δεν ήταν όλοι πρόθυμοι για χουλιγκανισμούς και βαρβαρότητες, ούτε κατά διάνοια. Οι δικές μου παρέες, ας πούμε, προτιμούσαν να θεωρούν τιμή και καμάρι τους τις ένδοξες πολιτικοποιημένες αποχές, που κάναμε σ’ αυτό το γυμνάσιο στις αρχές της μεταπολίτευσης.

Δυστυχώς, γενικεύοντας, αδικείς ένα σωρό εξαιρέσεις ή μειοψηφίες, αλλά και χωρίς τις γενικεύσεις, σε περιμένει η Βαβέλ της περιπτωσιολογίας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Είναι προφανές, πάντως, ότι υπήρχαν (και υπάρχουν) πολλά Περιστέρια.

*

Τώρα, το ΙΑ΄ γειτονεύει με τις προσφυγικές πολυκατοικίες του Αγίου Αντωνίου, αλλά το κτίριο αυτό είναι σχετικά καινούργιο, εμείς πήγαμε εκεί προς το τέλος του γυμνασίου, πέμπτη μ’ έκτη μάλλον, ή ίσως από την τετάρτη.

Στην πρώτη γυμνασίου πήγαινα σ’ ένα παράρτημα στο Μπουρνάζι, θυμάμαι, και αργότερα μεταφερθήκαμε στο παλιό κτίριο του ΙΑ΄, ψηλά, προς τη Θηβών.

Το νεόκτιστο γυμνάσιο έχει την είσοδό του επί της οδού Ψαρρών, αν δεν κάνω λάθος. Ψαρρών και Κύπρου.

(Ψαρρών, τη λένε; Να το ψάξω στο Google.)

*

Λοιπόν, το πατρικό μου ―μονόροφο ακόμη τότε, το τριόροφο το έχτισαν μετά οι δικοί μου―, ήταν πάντα εκεί, στον Άγιο Αντώνη, πίσω από το Α΄ Δημοτικό Περιστερίου, το όμορφο πέτρινο σχολείο, που το προαύλιό του περιβάλλεται τώρα από ψηλά, γεμάτα με γκράφιτι, ηχομονωτικά πλεξιγκλάς, και έχει μια μεταμοντέρνα κτιριακή προσθήκη στην πλευρά του που βλέπει την εκκλησία.

Τέλος πάντων, μιλάμε για το σχολείο πλάι ακριβώς στον Άγιο Αντώνη, στον ομώνυμο σταθμό του Μετρό.

*

Ο παππούς μου, από τον πατέρα μου, ήταν Μικρασιάτης, από τη Σμύρνη, και είχε μια παράγκα, τρομερά πολυτελή όμως, πιο πολυτελή εν πάση περιπτώσει από το πατρικό μου.

(Φέρ’ ειπείν, ο παππούς και η γιαγιά είχαν μπανιέρα, ενώ στο πατρικό μου είχαμε μόνο ντους. Ο παππούς μου είχε λεωφορεία και ταξί ιδιόκτητα, που τα δούλευαν οδηγοί. Και επειδή ο ίδιος ήταν άεργος, μ’ έσερνε μαζί του σε κάτι υπαίθρια καφενεία, όπου με θυμάμαι να παίζω μαζεύοντας «τσιγκάκια», δηλαδή καπάκια από αναψυκτικά, πεταμένα ανάμεσα στο ψιλό χαλίκι, όσο εκείνος έπινε τον καφέ του.)

Παράγκες προσφυγικές υπήρχαν τότε παντού, όπου είναι τώρα οι αντίστοιχες πολυκατοικίες. Και φυσικά, και εκεί που είναι σήμερα το ΙΑ΄.

*

Ιδού τώρα το διήγημα που έγραψε η ίδια η ζωή. Ο δρόμος μπροστά στην παράγκα του παππού μου ήταν η οδός Ψαρρών, εκεί όπου είναι σήμερα και η είσοδος του ΙΑ΄.

Και μάλιστα, ολόκληρη η οδός ήταν ένα φαρδύ ρέμα, μ’ έναν χωματόδρομο στην κάθε όχθη. Εκεί μέσα σ’ εκείνο το ρέμα, έπαιζα παιδί (βιτσίζαμε τα χόρτα που φύτρωναν στις όχθες, ή παρατηρούσαμε εκστατικοί τους γυρίνους που κολυμπούσαν στα λιγοστά βρομόνερα).

Κι όταν, τελικά, πήγα κάποια στιγμή κι εγώ στο ΙΑ΄, συνειδητοποίησα ότι η αίθουσα του Χημείου, στο ισόγειο του γυμνασίου μας, βρισκόταν ακριβώς επάνω στο οικόπεδο του παππού μου!

Φανταστείτε τι ένιωθα, κάθε φορά που τύχαινε να κάνουμε μάθημα Χημείας.

*

Να σημειώσω ακόμη ότι το μίνι σίριαλ του Κώστα Μαζάνη «Διόδια», που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα μου, και που μπορεί πια να το δει κανείς ελεύθερα στο διαδίκτυο (είναι αναρτημένο στο ψηφιακό αρχείο της ΕΤ1), γυρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο Περιστέρι του 1987. Οι δε σκηνές στο γυμνάσιο, εννοείται ότι διαδραματίζονται στο σημερινό κτίριο του ΙΑ΄, απαθανατίζοντάς το.

Στο ίδιο αυτό κτίριο εξακολούθησα να ψηφίζω επί χρόνια, μέχρι που μετά το ’96, με τη γέννηση της κόρης μου, μετέφερα και τα εκλογικά δικαιώματά μου στο Μαρούσι.

*

Το Περιστέρι στο οποίο μεγάλωσα, ήταν μια εργατική και λαϊκή συνοικία. Για την ακρίβεια, στη διάρκεια της εφηβείας μου, ολοκληρώθηκε η μετάλλαξή της σε μια συνοικία μικροαστική κυρίως.

Όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο κέντρο, προς το τέλος του εξατάξιου γυμνασίου, για τα φροντιστήρια των εισαγωγικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο, δεν νιώθαμε μειονεκτικά: μοιάζαμε με τους υποψήφιους από τις περισσότερες συνοικίες.

*

Εκείνη την εποχή, μετρούσαν πιο πολύ άλλα πράγματα, από τη μουσική ώς την πολιτικοποίηση. Τα γούστα και οι απόψεις σου σ’ αυτούς τους τομείς, σε κατηγοριοποιούσαν εντονότερα. Ανήκες σε άλλη φυλή ως αριστεριστής, ή Κνίτης, ή απολιτίκ, όπως και εάν άκουγες φανατικά μόνο ροκ, ή σόουλ, ή λαϊκά.

Η μυθολογία των δυτικών προαστίων είναι λίγο μυθολογία, όπως όλες. Οπωσδήποτε υπήρχαν διαφορές, υπήρχαν σκληροί μάγκες, αλλά υπήρχαν και καλόπαιδα. Υπήρχαν λαϊκές νταρντάνες, αλλά και πριγκίπισσες.

Απ’ όλα είχε το Περιστέρι, αυτό έλειπε.

*

Και την ίδια στιγμή, ας το πάρει το ποτάμι, υπήρχε μια κρυφή ψωροπερηφάνεια, όχι για ανοησίες αυτή τη φορά, όπως με τους τσαμπουκάδες ανάμεσα στο ΙΑ΄ και στο ΚΓ΄. Μια ψωροπερηφάνια, όχι για γραφικότητες ή χουλιγκανισμούς, αλλά για ένα βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα, απλό και αληθινό.

Όπως και να το κάνουμε, εμείς ήμασταν πιο εξοικειωμένοι με κάποιες έννοιες. Πιο εξοικειωμένοι, απ’ όσους είχαν μεγαλώσει στα πλούσια προάστια (στο κέντρο, στα βόρεια και στα νότια της Αθήνας). Με έννοιες, σαν την ντομπροσύνη, να είσαι «ξηγημένος», όπως έλεγαν τότε, και λοιπά.

Είχαν ξεφτίσει πια στις μέρες μας, ελάχιστοι τις έπαιρναν σοβαρά υπόψη τους, σύμφωνοι. Ωστόσο, κάτω από τη νέα γυαλιστερή επιφάνεια, κάτι απέμενε.

Ένα υπόστρωμα ηθικής, που ήταν το αντίθετο ακριβώς εκείνης, την οποία υπαινίσσεται ο Καβάφης, όταν μιλάει για τους «τα φαιά φορούντες».

[Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο μου «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», 2012]

* Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) έχει δημοσιεύσει είκοσι τίτλους μυθοπλασίας (“Διόδια”, “Τα τζιτζίκια”, “Ο εργένης”, “Λούλα”, “Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας”, “Μαύρος γάμος”, “Η επινόηση της πραγματικότητας”, “Φίλοι”, “Η Μεγάλη Άμμος”, “Ιστορίες της Λίμνης”, “Η πιο κρυφή πληγή”, “Λεσβία”, “Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα” κ.ά.), τέσσερα βιβλία μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας (“Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;”, “Η δική μου Αμερική”, “Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας”, “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας”), καθώς και μια συλλογή-σύνθεση με μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και διασκευάστηκαν για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του. Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο μεταπτυχιακό τμήμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ). Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.