Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 15/6/25, ημέρα θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι πριν 31 χρόνια, αναρτώνται στίχοι τραγουδιών/ποιημάτων του που πολλοί τους τραγουδούν, αλλά λίγοι ξέρουν πως είναι δικοί του.

Οι στίχοι του Μάνου  αφιερώνονται στον φίλο και σπουδαίο μουσικό  Βασίλή  Δρογκάρη, του οποίου τελούμε με οδύνη, σήμερα, το μνημόσυνο.

Έγινε παρεξήγηση (Η προδοσία)

Έγινε παρεξήγηση κι εξήγηση δε δώσαμε
το φίλο μας προδώσαμε μια δύσκολη στιγμή

Ήταν η ώρα τέσσερις κι οι τέσσερις χαθήκανε
τα λόγια ξεχαστήκανε κι ακόμα να φανεί

Κυλάει το δαχτυλίδι σου μέσα από το μαντήλι σου
μα το `δαν κάποιοι φίλοι σου κι είπαν πως θα βρεθεί

Στείλε μου μιαν εξήγηση να φύγει η παρεξήγηση
γιατί η καρδιά μου λύγισε κοντεύει να χαθεί

Είμαι της Αγαύης γιος    

Είμαι της Αγαύης γιος και δυο νταήδων ανηψιός
γεννιέμαι πεθαίνω Ζυγός μα και Σκορπιός
φίλους έχω τους ανέμους σπίτι μου είναι ο ουρανός
κρυώνω παγώνω μονάχος κι αδειανός.

Ζω στης νύχτας το σκοτάδι γίνομαι θανάτου χάδι
πληγώνω σκοτώνω εκείνους που αγαπώ
δεν μπορώ την καλωσύνη με θυμώνει η αδερφοσύνη
γυρίζω σφυρίζω τον άδικο σκοπό.

Τέσσερις σ’ αυτόν το δρόμο τρεις έξω απ’ το νόμο
δυο κοιτάν τον αστυνόμο κι ένας δε μιλά
τέσσερις έξω απ’ το χρόνο τρεις που κάναν φόνο
δυο με λένε δολοφόνο κι ένας με φιλά.

Τρεις μικροί λησμονημένοι φίλοι εχθροί και ξένοι
βρίσκονται γερά δεμένοι σ’ άλλην εποχή
μόνο εγώ σαν πεθαμένος ζω παγιδευμένος
γίνομαι άψυχος χαμένος μες στην ταραχή.

Είμαι μιας γυναίκας γιος και δυο αγίων αδελφός
πεθαίνω μικραίνω σαν πρόσωπο ξανθό.

Μια πόλη μαγική  

Μια πόλη μαγική
ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι
μια πόλη σαν κι αυτή
πεθαίνει, ζει
κι αλλάζει μαγεμένη.

Σαν πέσει η σκοτεινιά
η αναπνοή μου
θα σμίξει με τ’ αγέρι
τότες η πόλη θα φανεί
μονάχη ερημική
σαν τ’ ακριβό μου αστέρι.

Μια παραλία ερημική

Θα περιμένω
σε παραλία ερημική
τ’ άγριο το κύμα να μου φέρει
τη ματιά σου.

Κι ό,τι μου φέρει θ’ αγαπώ
γιατί θα `ναι δικό σου
είτε πετράδι, είτε φιλί
ή τ’ όνειρό σου.

Θα περιμένω
από το βράδυ ως το πρωί,
ως να γενώ εγώ
μια παραλία ερημική
να σε καλωσορίσει.

Κάθε κήπος

Κάθε κήπος έχει
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.

Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ’ αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.

Δώσ’ μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ’ την αρχή.

Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
δεν μιλάν με τον καιρό
μόνο πέφτουν στα ποτάμια
για να πιάσουν τον σταυρό.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κυνηγούν έναν τρελό
τον επνίγουν με τα χέρια
και τον καίνε στον γιαλό.

Έλα κόρη της σελήνης,
κόρη του αυγερινού.
Να χαρίσεις στα παιδιά μας
λίγα χάδια του ουρανού.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κυνηγάνε τους αστούς
πετσοκόβουν τα κεφάλια
από εχθρούς και από πιστούς.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κόβουν δεντρολιβανιές
και στολίζουν τα πηγάδια
για να πέσουν μέσα οι νιες.

Τα παιδιά μες τα χωράφια
κοροϊδεύουν τον παπά
του φοράνε όλα τα άμφια
και το παν στην αγορά.

Έλα κόρη της σελήνης,
έλα και άναψε φωτιά.
Κοίτα τόσα παλληκάρια
που κοιμούνται στη νυχτιά.

Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη
τους προγόνους τους πουλούν
και ό,τι αρπάξουν δε θα μείνει
γιατί ευθύς μελαγχολούν.

Το πέλαγο είναι βαθύ

Το πέλαγο είναι βαθύ,
κι η αγάπη είναι μεγάλη
έχω έναν πόνο στην ψυχή
και ποιος θα μου τον βγάλει

Το πέλαγο είναι γλυκό,
χάδι μαζί και δάκρυ
και με κυλάει αφρίζοντας
στου ορίζοντα την άκρη.

Το πέλαγο είναι παιδί,
τρέχει και δεν το φτάνω
παιδί και στην αγάπη του,
που σαν με δει το χάνω.

Ο ταχυδρόμος πέθανε

Ο ταχυδρόμος πέθανε…
…ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει

Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που `χα τάξει;

Και σαν πουλί που πέταξε
η πικραμένη του ζωή,
πέταξε πάει και του `φυγε
η δροσερή πνοή

Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου
το τελευταίο φιλί μου;

Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια
κι ήταν αυτός η αγάπη μου,
η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,
φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια

Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου
πού `ναι του ονείρου ο δρόμος
αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;

Η πέτρα

Η πέτρα είν’ ο θάνατος
η πέτρα είν’ η ζωή μου,
φυτρώσαν άσπρα γιασεμιά
μεσ’ την αναπνοή μου.

Είν’ ένα δέντρο έρημο
στην πέτρα σπάει η φωνή μου,
δεν μπαίνει αγέρας μήτε φως
πετρώνει το κορμί μου.

Είναι η κραυγή της μάνας
είναι η πληγή του κόσμου,
φέρτε κρασί φέρτε φωτιά
να κάψω τον καημό μου.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη