Σήμερα 29/6/25, αναρτώνται ποιήματα Ελλήνων ποιητών της Μεσοπολεμικής Γενιάς, ποιήματα χαμηλής φωνής.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΒΡΑΔΥ
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη˙
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,
τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα ΄ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,
οι καμπάνες που σβύνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη
στη ζωή μου τώρα όλη…
[Ένα ξερό δαφνόφυλλο…]
Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση.
Κι αφού πια τότε θα ’ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Mal du départ
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι, και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ˙
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κ’ η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ,
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
Το δειλινό…
Το δειλινό – την ώρα αυτή θυμούνται – πλάι στη
γλάστρα,
σα θα κεντάς μοναχή σου στ’ άγιο παράθυρό σου,
σα θα κεντάς τα λούλουδα, τον ουρανό με τ’ άστρα,
να’ μαι το καλοθύμητο στοχαστικό όνειρό σου.
Αν με θυμάσαι, θα’ ρχομαι σα μια σκιά – ποιος ξέρει; –
ξενιτεμένος ή νεκρός θα’ ρχομ’ εκεί που θα’ σαι,
σα βλέπεις φύλλα, σύννεφα, πουλιών φτερά στο αγέρι,
σα βλέπεις καραβιών πανιά, στοιχειά… να με θυμάσαι.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Λυπημένα δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.
Κανείς διαβάτης δεν περνά,
κανένα αυτή δεν καρτερεί,
πού στο μπαλκόνι ορθή φορεί
το γιορτινό της το γκρενά.
Σα Μοίρα κάθεται μια γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτή.
Ψαλμός ακούγεται ή φωνή
του τελευταίου πραματευτή.
Όλα σταμάτησαν εκεί.
Αργεί πολύ να ρθή ή βραδιά….
Πώς έχω την ψυχή βαριά
το δειλινό την Κυριακή.
Ρώμος Φιλύρας
Διαθήκη
Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ’ αηδόνια.
Χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λιώνουν πόνοι και τριζόνια…
Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ’ ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.
Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.