Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 6/7/25, αναρτώνται ποιήματα από νέους και νεότατους Έλληνες  ποιητές και ποιήτριες.

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Βαρκάτικα

Μπήγεις την μύτη του σπαθιού
στη σάρκα
ως ένα πήχη —φάρδος, πλάτος—
ανοίγει ο λάκκος
στο χείλος του γύρω
λευκό κριθάλευρο
Ραντίζεις μες τα μάτια μου
μια χούφτα χώμα
και το στάρι
Μέλι και γάλα πνίγομαι
—το στόμα μου κιβούρι
Απ’ την ανάσα μου
ανεβαίνει
o
νεκρός
Να δω τι θα βρεις
να πεις
να τον γλυκάνεις

Άτιτλο

Τάματα αργυρά καρφώνω
στα μαλλιά σου

Μυρίζει η ανάσα όλη
μύρο

Στο κομποσκοίνι μου
μετρώ τους οργασμούς σου

γονυπετής και ευλαβής
μῐνῠρίζω

ἐνθάδε οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη

ΔΑΝΑΗ  ΣΙΩΖΙΟΥ

ΠΟΙΗΜΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ

Η καλύτερή μου φίλη είναι το μαγικό δάσος του εφιάλτη μου
και ξέρει καλά από κυνηγητό
η καλύτερή μου φίλη είναι το παιδί ινδιάνος
που δεν το βρίσκουνε ποτέ στο κρυφτό
είναι ένα μεθυσμένο πιάνο
είναι μια δαιμόνια ποιήτρια
στην οποία έχω δανείσει τα ωραιότερα φουστάνια μου
η καλύτερή μου φίλη πιστεύει σε έννοιες όπως
η ασθένεια, η αγάπη, η ψυχοθεραπεία και η συγγένεια
(εγώ από αυτά έχω μόνο ένα στα τέσσερα)
τη γνώρισα σε ένα λεωφορείο εξαιτίας ενός στοιχήματος
και έχασα την πρώτη παράσταση στην οποία με κάλεσε
(και καμία άλλη)
η καλύτερή μου φίλη με έχει αναγκάσει να πάω
σε περισσότερα πάρτυ απ’ όσα αντέχω
και την έχω αναγκάσει ν’ ανέβει σε περισσότερα αεροπλάνα απ’ όσα είχε ποτέ φανταστεί
λόγος για τον οποίο με έχει χαστουκίσει (αλλά χωρίς να πονέσει, πολύ…)
πιστεύω ότι η αρχή μιας φιλίας μοιάζει με την αρχή μιας ερωτικής ιστορίας
είναι σαν να σε ρίχνουν στη θάλασσα και να μην ξέρεις να κολυμπήσεις
αν και ξέρεις
η καλύτερη μου φίλη ξέρει ότι ο λόγος που μένω συχνά σιωπηλή
είναι ο τρόπος μου να ελαφραίνω το πάθος μου για τα πράγματα
κι εγώ ξέρω ότι ο λόγος που μιλάει πολύ είναι για να μη σφίγγει τα δόντια όταν φοβάται
η καλύτερή μου φίλη κι εγώ περάσαμε τουλάχιστον ένα χρόνο πίνοντας σαμπάνια για μεσημεριανό, πρωινό και βραδινό, με αυτήν ακριβώς τη σειρά
την αγαπάω περισσότερο από το χιόνι και όταν την βλέπω είναι σαν κάποιος να μου βάζει κομπρέσα ενώ ψήνομαι στον πυρετό.
Όταν την κοιτάζω τα μάτια της γίνονται χοάνες που μέσα τους εξαφανίζομαι.
Λέω: αγαπώ τη ζωή και μισώ το θάνατο
και το τελευταίο πράγμα που ακούω στον τηλεφωνητή είναι η φωνή της να μου λέει:
σήκωσε το γαμωτηλέφωνο.

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ  ΚΟΥΖΙΝΑΣ

Αγαπητέ κύριε,
πάνω μου υπάρχουν λουλούδια μαζί μ’ ένα σημείωμα για τη
γιορτή σας, δώρο του αγαπημένου σας φίλου. Μου αρέσει όταν
μαγειρεύετε και τα μπαχαρικά πέφτουν πάνω μου. Το ξύλο είναι
απορροφητικό υλικό, έτσι μπορώ κι εγώ να ρουφάω, να γεύομαι, ΄
να μυρίζω και να ζαλίζομαι. Μου αρέσει ιδιαιτέρως όταν τρίβετε
με τα δάχτυλά σας το αλάτι και όταν χρησιμοποιείτε το γουδί.
Θυμάμαι με πόσο με δημιουργήσατε.

Φιλικά,
Το τραπέζι

Αγαπητό Τραπέζι,
σήμερα έριξε πρωινό, ανοιξιάτικο χιόνι. Η ομίχλη κατέβηκε χαμηλά
στα βουνά κι έκατσα στο μπαλκόνι να δω τα πουλιά και να πιω λίγο
τσάι. Χαιρέτησα τους εργάτες που δούλευαν στην αυλή. Ένας απ’
αυτούς μου έκανε νόημα να πλησιάσω και μου παρέδωσε έναν γκρι
φάκελο χωρίς γραμματόσημο. Ήταν ένα παλιό γράμμα του
αγαπημένου μου φίλου που παράπεσε στην αποθήκη απ’ όπου παίρνανε
τα υλικά. Ο φίλος μου κι εγώ θέλαμε ένα τραπέζι. Βγήκα με για ξύλα. Περπατούσαμε για ώρες ανάμεσα σε χιονισμένες, παγωμένες πλαγιές
και πλαγιές γεμάτες λουλούδια. Αμέτρητα ρυάκια διέτρεχαν το
τοπίο, ψυχρές φλέβες που κατέβαιναν το βουνό σχηματίζοντας ρεύματα,
ποτάμια και καταρράχτες. Ξαπλώσαμε στην πλαγιά να ξεκουραστούμε.
Πολύ γρήγορα αποκοιμήθηκα και ονειρεύτηκα το σχήμα
που θα σας έδινα.
Δικός σας,
Κ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ  ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Στη μνήμη του Δημήτρη Ελευθεράκη

Αυτό δεν είναι όνειρο και δεν ξέρω, ούτε έχει σημασία, αν είσαι εσύ
ή εγώ ο νεκρός. Διασχίζουμε ένα δάσος με καρυδιές στη Γερμανία,
είμαστε βαθιά χαμένοι μέσα στη νύχτα και στην ομίχλη και το σκοτάδι
ολόγυρα πέφτει. Τώρα που έχουμε και οι δυο εγκαταλείψει
επιτέλους αυτή τη δύσκολη τέχνη, καμιά σκιά δεν πέφτει ανάμεσά μας
και αναπνέουμε ελεύθεροι χωρίς το φόβο της ποίησης, αναπνέουμε
ελεύθεροι απ’ το φόβο του θανάτου και της ζωής. Ακόμα κι εδώ
ωστόσο, όλα παραμένουν ακατανόητα. Οι άγγελοι δεν είναι λιγότερο
θνητοί από μας, ο άνθρωπος δε μπορεί να καταφύγει πουθενά
και ο ουρανός είναι φτιαγμένος ακριβώς από την ίδια σκοτεινή ύλη
και στα μέτρα της γης: μια παγωμένη έρημος, ένας αφιλόξενος
τόπος εξορίας και δεν ξέρω, ούτε έχει σημασία, ποιος απ’ τους δυο μας
είναι ο ζωντανός, ποιος ο νεκρός. Κανείς ποτέ δεν μας εξήγησε γιατί
το χιόνι συνεχίζει να πέφτει κι εδώ όπως οπουδήποτε αλλού ή γιατί
τα άσπρα μήλα του Θεού είναι άσπρα. Ούτε κι εδώ θα υπάρξει
αίσιο τέλος. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύαμε κάποτε, δεν υπάρχει κανένα
τέλος, ο κόσμος γερνά και φθείρεται κι αρχίζει ξανά από την αρχή,
ο κόσμος περιστρέφεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ούτε γρηγορότερα
ούτε πιο αργά απ’ όσο γνωρίζαμε άλλοτε. Οι επιζώντες των στρατοπέδων
επιστρέφουν με τα κουρέλια τους κι ο Σίσυφος συνεχίζει να κυλά τις ίδιες
θεόρατες πέτρες. Οι γυναίκες είναι όλες φτιαγμένες από σάρκα και τις
αγαπάμε όπως πάντα χωρίς ελπίδα. Όλα συμβαίνουν με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο, εμείς είμαστε απλώς δυο άνθρωποι τσακισμένοι που χύνοντας
πικρά δάκρυα, ξαναβρίσκονται και ορκίζονται στο όνομα μιας παλιάς
φιλίας, χαμένοι μέσα σ’ ένα δάσος με καρυδιές πριν πάρει ο καθένας
για άλλη μια φορά το δρόμο του. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύαμε κάποτε
δεν υπάρχει κανένα μυστήριο εδώ. Μόνο αυτή η γνώριμη θλίψη, ίδια
όπως πάντα και παλιά όσο κι ο κόσμος.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη