Σήμερα 13/7/25, αναρτώνται ποιήματα ξένων ποιητών και ποιητριών.
William Carlos Williams
Mezzo forte (1913)
Φάε μια ξυλιά, που να σε πάρει. Κι άλλη μια.
Πάρε κι ένα τριαντάφυλλο για να τα βρούμε!
Ένας θεός ξέρει
πόσο λυπάμαι, Γκρέις. Αλλά πάλι,
δε φταίω εγώ αν το ’χεις πάρει απόφαση να είσαι γάτα.
Coda
Έξω ο βοριάς έρχεται και περνάει, θεριεύει και σβήνει, σηκώνει την παγωμένη άμμο τη σκορπίζει στα ξέσκεπα παράθυρα κι εμείς καλή μου καθόμαστε χαϊδεύοντας τη γάτα χαϊδεύοντας τη γάτα και χαμογελώντας νυσταλέα, πρρρ.
Ένα σπίτι είναι καμιά φορά κρασί. Είναι περισσότερο από δέρμα. Το νεαρό ζευγάρι αφουγκράζεται το βρυχηθμό του καιρού. Η μανιασμένη παγωνιά παίρνει τη μορφή μιας καταστροφικής παρουσίας. Ελευθερώνουν τη φαντασία τους. Το σπίτι μοιάζει να τους προστατεύει. Χαλαρώνουν σιγά σιγά σαν να ήταν στη φύλαξη ενός καλοκάγαθου προστάτη. Έτσι το σπίτι γίνεται κρασί που έχει ναρκώσει τις αισθήσεις τους.
(μετάφραση: Γιάννης Ζέρβας)
Σέιμους Χήνυ
ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ
Ανάμεσα στο δάχτυλο και τον αντίχειρά μου
Η κοντόχοντρη πένα φωλιάζει ˙ είναι ζεστή σαν όπλο.
Κάτω απ’ το παράθυρό μου ένας καθαρός, γριτσανιστός ήχος
Όπως το φτυάρι βυθίζεται στο χαλίκι-χώμα:
Ο πατέρας μου σκάβει. Κοιτάω κάτω
Ως τους τεντωμένους γλουτούς του ανάμεσα στα παρτέρια ˙
Χαμηλώνουν, σηκώνονται μετά είκοσι χρόνια
Σκύβοντας ρυθμικά ανάμεσα στις σπαρμένες πατάτες
Εκεί όπου έσκαβε.
Το χοντροπάπουτσό του σκαλωμένο στη λαβή, το στειλιάρι
Μαγκωμένο με το γόνατό του από μέσα σταθερός γινόταν
μοχλός.
Ξερίζωνε τα ψηλά βλαστάρια, έθαβε το γυαλιστερό χείλος
βαθιά
Για να σκορπίσει νέες πατάτες που εμείς μαζεύαμε
Και μας άρεσε η δροσερή σκληράδα τους στα χέρια μας.
Μα τον Θεό, ο γέρος ήξερε να δουλεύει το φτυάρι.
Ίδιος ο γέρος του.
(μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)
JAN WAGNER
λευκωσία
πίσω απ’ τα σύνορα κοιμούνται τα ταξί,
στα εκκενωμένα σπίτια
τα σακιά, χορτάτα χώμα.
νωρίς το βράδυ ο μουεζίνης
του βορρά, κι οι ζυθοπότες
που απ’ τον νότο τον ακούν σωπαίνοντας
στις πλαστικές τους τις καρέκλες, πίσω τους
το ψυγείο, ένας λευκός θεός που γουργουρίζει.
εκεί, σ’ έναν παράδρομο, βλέπεις
τον ράφτη να ξετυλίγει τα τόπια του
καθώς στρατηλάτης τους χάρτες του,
ενώ έξω βελονιά τη βελονιά τα φανάρια
ράβουν το βράδυ τους δρόμους.
τα δέντρα, οι φοινικιές στο πάρκο σκοτεινιάζουν˙
ένας αγέρας κάπου κάπου ανασκαλίζει
τη θράκα των πορτοκαλιών με κόπο –
σας σ’ όνειρο ο δρόμος προς τα δυτικά
περνά από εκτάσεις νεόδμητος, γάτες
νεκρές, πατικωμένες λες σκιές. σε μι’ άκρη του
μια μαυροσπαλαθκιά που ζητιανεύει.
(μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)
Louise Gluck
Η γάτα είναι νεκρή: ποιος θα σφίξει, τώρα,
την καρδιά του πάνω στην καρδιά μου για να με ζεστάνει;
Το τέλος της ελπίδας, νομίζω ότι σημαίνει˙
κι όμως με τη φωνή του Χάρυ μοιάζει σαν μια μεγάλη
πόρτα ν’ ανοίγει διάπλατα –
Η τυλιγμένη στο χιόνι γάτα χάνεται στα ψηλότερα κλαδιά˙
Ω, τι άραγε θα δω όταν την ακολουθήσω;
(Μετάφραση: Χ. Βλαβιανός, Δ. Κωτούλα)
Margaret Atwood
Επειδή αγαπάμε τους γυμνούς λόφους και τα καχεκτικά δέντρα
Επειδή αγαπάμε τους γυμνούς λόφους και τα καχεκτικά δέντρα,
τραβάμε, όταν μπορούμε, βόρεια,
μέσα από τάιγκες, τούνδρες, ακτογραμμές βραχώδεις, πάγους.
Από πού προκύπτει αυτή μας η προτίμηση
στην ερημία; Πόσον καιρό
περιφερόμασταν σε τούτο τον σκληρότοπο, μαθαίνοντας απέξω
όλα εκείνα που κάποτε γνωρίζαμε:
το δέρμα να κατεργαζόμαστε
να συντροφεύουμε τους λύκους, να τρώμε λίπος, τη σπατάλη να μισούμε,
το πνεύμα να λαξεύουμε, το χιόνι να σεβόμαστε,
ν’ ανάβουμε φωτιά, να τη φρουρούμε;
Τα πάντα είχαν κάποτε ψυχή,
κι αυτό το στρείδι, ακόμη, αυτό το βότσαλο.
Είχε το μυστικό του όνομα καθένα.
Μας άκουγαν τα πάντα.
Τα πάντα ήταν αληθινά,
μα δεν μας αγαπούσαν διαρκώς.
Έπρεπε να ’χουμε το νου μας.
Λαχταράμε να επιστρέψουμε εκεί
ή έτσι θέλουμε να νιώθουμε
όταν δεν είναι κρύος ο καιρός.
Λαχταράμε να δώσουμε τόσο μεγάλη προσοχή.
Μα έχουμε χάσει το κολάι˙
κι έπειτα υπάρχει κι άλλη μουσική.
Το μόνο που ακούμε στην ψαλμωδία του ανέμου
είναι ο άνεμος.
(μετάφραση: Γιάννης Δούκας)