Σήμερα 27/7/25, αναρτώνται ποιήματα από ποιητές και ποιήτριες της γενιάς του’70.
Λευτέρης Πούλιος
11
Η ευγενής γλώσσα δεν έχει τίποτα
πια να πει.
Και μόνο χοντροκομμένες λέξεις γεμίζουν
τον ουρανό της ποίησης.
Δεν υπάρχει τίποτα που να ’χει
απομείνει ιερό.
Και προσκυνούμε το αδειανό, το κάτι,
το ανειρήνευτο.
Τι περιμένουμε συναθροισμένοι
πάνω στο κουρασμένο θαύμα;
Μαρία Λαϊνά
Μα
Τίποτα που δεν θα σου χάριζα
τον καιρό, τον λίγο καιρό μου
τους καρπούς
τη θηλυκιά μου ύπαρξη
την κρυμμένη ραφή μου.
Μα εσύ δεν ξέρεις
ναι, δεν το ξέρεις.
Έζησα με αναίδεια
Έζησα με αναίδεια
και μοναξιά.
Μιλάω στο πρώτο πρόσωπο.
Έζησα με παράξενες σκέψεις
σκοτεινές παρορμήσεις
και όνειρα˙
σε μερικά έβγαινα σε λιμάνια
σ’ άλλα πνιγόμουνα
λίγο πριν απ’ την όχθη
κατάπινα το αλμυρό νερό.
Ολόκληρη έζησα.
[Οδός Οζέιγ]
α΄
Μαύρισε και φαγώθηκε απ’ τον καπνό
ποτέ πουλιά δεν την πλησίασαν
στο βιολετί λυκόφως˙
την άνοιξη κάθιζε στις μαρκίζες της
σγουρή λειχήνα
μια μυρουδιά
κι η αίσθηση μιας παρουσίας με τρομαχτική επιμονή
η μελαγχολική της ομορφιά
η ξαπλωμένη μελαγχολική της ομορφιά.
Και πέρα απ’ όλα αυτά –
υπάρχουν πράγματα που δεν υποπτευόμαστε
και επιζούν μετά τον θάνατο
παράλογες καμπύλες κι επιφάνειες
και μια ελαφριά αμφιβολία
αν όλ’ αυτά συμβαίνουν πράγματι
ή είναι αποτέλεσμα μιας φαντασίας οργιαστικής
που αργότερα θα πάρει λογοτεχνική μορφή.
Τζένη Μαστοράκη
Τα παραμύθια της Χαλιμάς
Δε μου είναι πια εύκολο
μήτε θελητό
να γράφω στιχάκια.
Γύρω παραμονεύουνε οι σκοτωμένοι
με γάντζους και στριφτά μαχαίρια
κι ο τόπος αφρίζει ποτάσα.
Μου το ’λεγαν ότι στο τέλος
η Χαλιμά τα ξέρασε πετρέλαιο
τα παραμύθια.
Έτσι στους δύσκολους καιρούς
παίρνω ένα καλάθι μανιτάρια
και παρασταίνω
την πεντάμορφη του δάσους.
Στην αρχή μοιάζει λίγο
σα να βουτάς με το κεφάλι
απ’ τον τοίχο.
Πιο έπειτα το συνηθίζεις και σ’ αρέσει.
Νασος Βαγενάς
Βάρβαροι στίχοι
Φυσάει απαλά. Όμως ο αέρας είναι αέρας.
Ο ήχος του δεν είναι αγγελικές συλλαβές.
Με τρομάζει το πράσινο. Και πολύ φοβάμαι
πως μας βρήκε η νύχτα.
Κι ας είναι ο ήλιος ακόμα στο ζενίθ.
Βέβαια θαμμένος κάτω από βαθιά
σύννεφα. Τα οποία –ειρήσθω εν παρόδω–
μοιάζουν με σύννεφα του Κάλβου.
Ένας θείος μου έλεγε: Με ματώνουν οι δροσιές.
Η λάμψη των κρυστάλλων. Τ’ αερόστατα.
Κι ό,τι έρχεται κατευθείαν απ’ τον ήλιο.
Προτιμώ τα λαμπιόνια.
Ο ήλιος κυκλοδίωκτος… Αυτά
ή κάτι τέτοια με κάνουν
να ξενυχτώ ψηλαφώντας τη χνουδωτή
αράχνη του χρόνου.
Mille Fiori
Με βότκα. Με ουίσκι. Με δυνατά ποτά
ανοίγω μια μεγάλη οπή στο τίποτα.
Απ’ όπου αγγίζω τα μεταξωτά
μαλλιά μιας γυναίκας από την Μπογκοτά.
Τη λεν Κρακατόα. Και κατακρατά
κρυφά όλα τα κέρδη του έρωτα.
Τα χάδια. Και τα φιλιά. Και τα βογγητά.
Τα κέρδη τα ορατά και τ’ αόρατα.
Τη λεν Κρακατόα. Κι όταν με κοιτά
μπερδεύονται τα υπέρ και τα κατά.
Τα χρόνια κι οι αιώνες με τα λεπτά.
Τα λόγια τα ρηχά με τ’ άπατα.