Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 10/8/25, αναρτώνται ποιήματα  καλών μου φίλων και –πρωτίστως– καλών νέων ποιητών και ποιητριών.

Κωνσταντίνα  Σιαχάμη

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τώρα ξέρεις. Ότι υπήρξα θάλασσα και πεταλούδα, ολίγον αθυρόστομη. Ότι μου δάνεισες τον τριχωτό σου μίσχο για να σε ιστορήσω. Ανάμεσα σε τόσες με φαρδιά στόματα και μάτια, αναπολείς το δικό μου στόμα το διάπυρο και τα αγεωμέτρητα ταξίδια του. Το κελυφώδες χνούδι τους που έσκυψες μια νύχτα πίνοντας βότκα ή ρούμι εξωτικό κι αποκοιμήθηκες. Από μακριά το νεκρομαντείο της τύχης φυσούσε απαλή αιωνιότητα. Με αποχαιρετισμούς. Πλατύφυλλους.

Μαρία  Καντ

γεννήθηκα Λολίτα

Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα –
και πως σημαντρίζουν τα φωνήεντα

ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο
ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο
ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν

Ανέκαθεν έλεγα της μάνας μου, διψώ, έστυβε το πορτοκάλι
και μου τό ’δινε μα εγώ τα νύχια έμπηγα κρυφά στο
περγαμόντο, μέχρι τις φτέρνες το ξύσμα να κατέβει, έτσι να με
μυρίζεις θέλω, έτσι να σε πλανέψω, έτσι να παίξουμε όποιος
φοβάται χάνει κι εσύ, δυο μέτρα πορτραίτο φαγιούμ με γκριζάκι
κουστούμι και κρόταφους, να χάνεις τη μιλιά σου, μια
λευκή κιμωλία σφιχτά να κρατείς, μια κιμωλία να λιώνεις,
τίναζες τη σκόνη από πάνω σου, έπαιρνες άλλη απ’ το κουτί,
από τα ωραία δάχτυλα την άφηνες να πέσει, κι όλο προς
το μέρος μου την κλώτσαγε το μαύρο σου λουστρίνι, εκεί στο
πρώτο θρανίο το μεσαίο, εκεί καθόμουνα, εκεί να μου γλυτώσεις
δεν μπορείς, στα τέσσερα με κόντευες, τάχατες να τη
βρεις, δάσκαλε, έχει καινούργια στο κουτί, δάσκαλε σήκω,
γόνατα θα κάνουν τα μπατζάκια σου, μα εσύ εκεί, θεριό στα
τέσσερα, αν είχες ουρά, με λύκο θα ’μοιαζες θλιμμένο, μύριζες
τη λαχτάρα μου, μύριζες τα σοσόνια μου, στο στόμα σού
’βαζα το στρογγυλό μου γόνα, έτσι, μαζί να παίξουμε τα
μήλα, κι ύστερα άνοιγες την πόρτα κι έφευγες, όποιος
φοβάται χάνει, δάσκαλε, πού πας, δεν χτύπησε ακόμα το
κουδούνι, μάνα, χέλια αναδεύουν μέσα μου, της έλεγα σαν
γύρναγα στο σπίτι, πανάρχαια φίδια, κι αυτή με μπούκωνε
βασιλικό πολτό, τάχα να μου περάσει, κόλλαγε στην άκρη της
αμυγδαλής, μισάνοιγα τα χείλη μου να λυώσει, τα έγλυφα
μη και στο πηγούνι τρέξει σταγόνα και χαθεί, μη και σε
φάνε τα μυρμήγκια, μου ’λεγες, πάρτο χαμπάρι, μάνα, με
γέννησες λολίτα.

Ευαγγελία  Τάτση

ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Δεν πρόκειται για κάτι αιφνίδιο
από παιδί το ‘χω
έχει φυτρώσει μέσα μου κι αναρριχάται.
Ίσα που γαργαλούσε τα σωθικά μου παλιότερα
ένα πετάρισμα, μια ώθηση
μα όσο μεγαλώνω, μεγαλώνει
πάει καιρός
που πέρασε από το στομάχι στο διάφραγμα
και δεν σταμάτησε
έχει ανέβει στον οισοφάγο και με πνίγει, γιατρέ.
Ποια μουσική σας αρέσει; Με ρώτησε.
Αυτή που με κάνει να κλαίω, του απάντησα.
Όλα καλά λοιπόν, είπε ο γιατρός.
Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου
να κλαίτε φτάνει
για να έχει υγρασία.

Κωνσταντίνος  Λουκόπουλος

εσύ, ήσουν πάντα ποιητής

Απάνω που λες: – μεγάλωσα πια
δε θα ξανανταμώσω Αρχάγγελους
όμως είναι τότε που συνωστίζονται στην σκάλα
ανεβαίνοντας,
τα νυχτοπατήματά τους σαν τα περίπολα εφόδου,
κι από τη σκόνη τους
να πυκνώνει ο χρόνος και να πλημμυρίζει τα όνειρα
ούτε που μετράω πια,
πόσες αρχές της Φυσικής παραβιάζονται
κάτι τέτοια εξηγούσα χθες στον παλαιό συνάδελφο
Νίκο Αργυράκη, Χημικό,
ενώ ίσιωνε το μουστάκι του
χαϊδεύοντας από κάτω, το ευγενικό χαμόγελο,
έπαιρνε σειρά για την ανηφόρα,
κι εγώ έκανα πώς δεν έβλεπα, πλάτη τον πατέρα μου,
που σκάλιζε τους σχιστόλιθους με ένα κουμαρόξυλο
-σαν γύρισε,
είδα που του ’λειπαν μπροστά δύο νεογιλά,
κι οι τιράντες του χιάζονταν
σαν χελιδονοουρές-
κι ο Νίκος μου ’λεγε:
«- εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
ακόμη κι όταν δεν υπήρχε η ποίηση…»,
κι έσβηνε ένα τσιγάρο στην κουπαστή,
και τα κίτρινα δάχτυλά του,
τραύλιζαν στην ανάμνηση των θειούχων και της νικοτίνης.

«-εσύ ήσουν πάντα ποιητής.
όμως εμείς σου λέω,

είμαστε, καιρό τώρα, πεθαμένοι»

Κωνσταντίνος  Νικολάου

Deadly confessional

Κάποιοι πιστεύουν ακόμα
σε αποτυχημένες απόπειρες,
όπως αυτή που έκανες
τον Νοέμβριο του 1956.
Η «καλή νοσοκόμα»
— έτσι αποκαλούσεςτη μούσα σου —
σε τύλιξε με θάνατο τότε,
όμως κράτησε το σώμα σου ζωντανό
για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια.
Κι όλοι αυτοί που σ’ έβλεπαν,
να δακτυλογραφείς,
ν’ απαγγέλλεις στα αμφιθέατρα,
να παίρνεις υπνωτικά,
να πίνεις ασταμάτητα,
δεν μπορούσαν να καταλάβουν
και συνέχιζαν να σου χαρίζουν βραβεία.
Κάποια στιγμή βέβαια
σε κούρασε η αναμονή
γι’ αυτό και αποφάσισες
ν’ αποκοιμηθείς
στην κόκκινη Cougar
μ’ αναμμένη τη μηχανή.
Δεν άφησες σημείωμα.
Υπήρχαν ωστόσο τα ποιήματα.
Αναρωτιέμαι,
ποιο ήταν το τελευταίο τραγούδι
που άκουσες στο ραδιόφωνο
προτού

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη