Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 31/8/25, την τελευταία ημερολογιακή ημέρα του καλοκαιριού, αναρτώνται ποιήματα για το τέλος του. Και ένα δικό μου που με έχει στοιχειώσει για τον πατέρα μου, ανήμερα του θανάτου του, το 2020.

Κική Δημουλά

Βροχή επιστροφής

Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέβρης, έλεγε ο Αύγουστος

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του το χώμα τη σταγόνα
–καθώς δοκιμαστής κρασιών–,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.

Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.

Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αλμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.

Νάνος  Βαλαωρίτης

Ποια θάλασσα

Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη

Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς

Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;

Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά

Ντίνος  Σιώτης

Το τέλος του καλοκαιριού

Πριν κλειδώσουμε το σπίτι για το χειμώνα να
βάλουμε τα σύνεργα του κήπου στην αποθήκη
να μαζέψουμε την κάππαρη, τ’ αμύγδαλα

και τις λιαστές ντομάτες απ’ την ταράτσα
το φως θα αποχαιρετά τα δωμάτια πριν
κλείσουμε μια και καλή τα παντζούρια

οι καθρέφτες και τα κάδρα θα κοιτάν αλλού
χωρίς να εγκρίνουν τις κινήσεις μας, θα πούμε
αντίο στα γατιά που θα στέκουν απορημένα

θ’ αφήσουμε το σπίτι του καλοκαιριού
για το διαμέρισμα της γραφειοκρατίας
το ταχύπλοο που θα μας φέρει στη Ραφήνα

αλλά τ’ αυτιά μας θα βουίζουν
απ’ τις σκιές και τις σκηνές του θέρους
η θάλασσα, η άμμος, ο παράφορος ήλιος

το άρωμα των κορμιών, τα ευλογημένα δειλινά
τα νυχτοπούλια, ο γάμος τ’ ουρανού με τ’ άστρα
όλα αφημένα με το κλειδί κάτω απ’ τη γλάστρα

Γιάννης Ξέστερνος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ ἔργα τῆς θάλασσας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
ΣΕΦΕΡΗΣ, «ΚΔ΄ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ»

Ο ήλιος σκαρφαλώνει πιο ψηλά από ποτέ
θέλει να ζεστάνει όσο πιο πολύ
τις καρδιές όσων έζησαν για χρόνια
στα υγρά υπόγεια του κόσμου.
Ο μισοπνεύμονος γκάγκστερ φουμάρει αρειμανίως γυαλίζοντας τ’ ασημικά της τελευταίας του λείας
στην πλατεία Αβησσυνίας
στην τελευταία Κυριακή του καλοκαιριού
στο παγκάκι που συχνάζουν τζιτζίκια
που ξέρουν ότι ζουν το τελευταίο τους καλοκαίρι
τραγουδούν τον τελευταίο τους έρωτα.

Δέσποινα Πιτίδου

Καλοκαίρι στο πατρικό μου

Αύγουστος.
Όλοι οι νεκροί μου είναι ζωντανοί.
Ο πατέρας μου παίρνει τον μεσημεριανό του ύπνο.
Η αδελφή μου με σπουδή τυλίγει τα μαλλιά της.
Η γιαγιά μου αφοσιωμένη ράβει την ποδιά της.
Η αγριοπιπεριά κεντάει στο παράθυρο σκιές
με ηλιαχτίδες.
Η καρδερίνα πότε πότε κελαηδάει.
Κι εγώ, στριφογυρνώντας στο κρεβάτι μου,
ζηλεύω τους μεγάλους
και μετρώ τα, λίγα ακόμα,
χρόνια της ζωής μου.
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι,
εντός ολίγου επτά.
Ο ανεμιστήρας βουίζει σαν νυσταγμένη μύγα,
ένα σκυλί ταράζει την σιωπή,
ο π α γ ο π ώ λ η ς δ ε ν έ ρ χ ε τ α ι α κ ό μ α
και στο αναγνωστικό η Λόλα,
που ποτέ δεν θα γεράσει,
τρώει ένα μήλο
παίζοντας με το τόπι της.
Στο τέλος κλωτσάει το πρώτο λ,
κλείνοντάς μου με νόημα το μάτι,
και γίνεται ευθύς όλοι και όλα.

Αγγελική Πεχλιβάνη

Τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ

Τὸ καλοκαίρι αὐτὸ ἐκπέμπεις ἀπὸ μακριά,
ἀπὸ σταθμὸ πλημμυρισμένο ἀπ’ τὸν ποταμό,
ἄλαλος ἢ μὲ φωνὴ παράσιτα γεμάτη.
̔Ιδρώνεις καὶ εἶσαι στὸ καπνοχώραφο,
Αὔγουστος τοῦ ’52, μὲ ψάθινο καπέλο.
Εἶσαι φωτογραφία, ἴσως καὶ χρόνος ζωντανός.
(Πάντα μὲ μπέρδευε τὸ ζωντανὸ καὶ τὸ νεκρὸ σ’ ἐσένα.)
μασᾶς φύλλα καπνοῦ κι εἶσαι πικρός,
τόσο πικρός, ποὺ ἀναθυμιάζεις πίκρα.
Γίνεσαι σκοτεινὴ σκιά, μὰ ἴσκιο σκιερὸ δὲν ἔχεις.
̓́Ασαρκη λύπη – λίπασμα γιὰ ὅ,τι δὲν καρποφόρησε.
Τὰ μάτια σου εἶναι μπλέ.
Σὰν κυματάκια θάλασσας, σὰν φλέβες ξημερώματος·
ἀργότερα θὰ ἀσπρίσουν, θὰ γίνουν τοῦφες βαμβακιοῦ
(ναί, πρῶτα γεράσανε τὰ μάτια σου κι ὕστερα ἐσύ).
χρόνια ὁλόκληρα δὲν εἶπες τὸ ὄνομά μου.
Τὸ ἴδιο ἔκανα κι ἐγώ.
Βλέπεις, δὲν μὲ ἐξοικείωσες σὲ dolce προσφωνήσεις.
Καὶ τώρα μὲ καλεῖς· μπορεῖ καὶ νά ’ναι ἰδέα μου.
μᾶλλον πνίγεσαι στὰ ξέφτια τοῦ καλοκαιριοῦ.

Γιατὶ τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ αὐτοῦ
θά ’ναι τὸ τελευταῖο.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη