Σήμερα 16/2/25, αναρτώνται ποιήματα της αγαπημένης Βισλάβα Συμπόρσκα και του πολυαγαπημένου μου Υβ Μπονφουά.
ΒΙΣΛΑΒΑ ΣΥΜΠΟΡΣΚΑ / WISLAWA SZYMBORSKA [1923-2012]
(Μεταφραση: Χάρης Βλαβιανός)
Κεραυνοβόλος έρωτας
Πίστευαν και οι δύο ακράδαντα
ότι ένα ξαφνικό πάθος τους ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.
Αφού δεν έτυχε να συναντηθούν ποτέ στο παρελθόν, ήταν πεπεισμένοι
ότι τίποτα δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.
Αλλά τι λένε οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι –
μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον ένα εκατομμύριο φορές;
Θα ήθελα να τους ρωτήσω
αν θυμούνται –
τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους
σε κάποια περιστρεφόμενη πόρτα;
Ίσως ένα «συγγνώμη» που ειπώθηκε μέσα στο πλήθος;
Ένα κοφτό «λάθος νούμερο» στο ακουστικό του τηλεφώνου; –
Αλλά ξέρω την απάντηση.
Όχι, δεν θυμούνται.
Θα τους ξάφνιαζε αν μάθαιναν
ότι η Τύχη έπαιζε μαζί τους
για χρόνια.
Όχι έτοιμη ακόμη
να γίνει το Πεπρωμένο τους,
τους έφερνε κοντά, τους απομάκρυνε,
τους έφραζε το μονοπάτι,
χαμογελώντας κρυφά,
κι ύστερα αποχωρούσε.
Υπήρξαν ενδείξεις και σημάδια,
κι ας μη μπορούσαν να τα διαβάσουν ακόμη.
Ίσως πριν τρία χρόνια
ή την περασμένη Τρίτη
ένα φύλλο να πέταξε
από τον ένα ώμο στον άλλον.
Ή κάτι να έπεσε και να το μάζεψε ο ένας από τους δύο;
Ποιος ξέρει, ίσως η μπάλα
που χάθηκε στους θάμνους της παιδικής ηλικίας;
Υπήρξαν πόμολα και κουδούνια
όπου το ένα άγγιγμα ήρθε να σκεπάσει το άλλο.
Βαλίτσες στον έλεγχο εισιτηρίων που στέκονταν δίπλα-δίπλα.
Ένα βράδυ, ίσως, το ίδιο όνειρο,
που το πρωί έσβησε σε μιαν αχλύ.
Κάθε αρχή
είναι εξάλλου μια συνέχεια,
και το βιβλίο των συμβάντων
μένει πάντοτε ανοιχτό κάπου στη μέση.
ΥΒ ΜΠΟΝΦΟΥΑ (1923-2016)
Αφιέρωση
(Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης)
Ι
Στις τσουκνίδες και στις πέτρες.
Στην ακρίβεια των μαθηματικών. Στα μισοφωτισμένα βραδινά τρένα. Στους χιονισμένους δρόμους κάτω από τα άστρο του απείρου.
Πορευόμουν, περιπλανιόμουν. Και οι λέξεις έβρισκαν με δυσκολία το δρόμο τους μέσα στη φοβερή σιωπή. Στις λέξεις της υπομονής και της σωτηρίας.
ΙΙ
Στην «Παναγία της εσπέρας». Στο μεγάλο πέτρινο τραπέζι στις ευτυχισμένες όχθες. Σε βήματα που συναντήθηκαν κι ύστερα χώρισαν.
Στο χειμώνα πέρα από τον Άρνο. Στο χιόνι και στα τόσα βήματα. Στο παρεκκλήσι του Brancacci, όταν νυχτώνει.
ΙΙΙ
Στα νησιώτικα ξωκλήσια.
Στην Galla Placidia. Οι στενοί τοίχοι μετρούν τον ίσκιο μας. Στα αγάλματα στη χλόη, που, ίσως όπως εγώ, δεν έχουν πρόσωπο.
Σε μια πόρτα στην γκρίζα πρόσοψή σου, πόρτα χτισμένη με τούβλα στο χρώμα του αίματος, καθεδρικέ ναέ της Valladolid. Στους μεγάλους πέτρινους περιβόλους. Σ’ ένα paso φορτωμένο νεκρό και μαύρο χώμα.
Στην Αγία Μάρθα του Agliè στο Canavese. Το κόκκινο τούβλο που γέρασε συλλαβίζοντας τη χαρά του μπαρόκ. Σ’ ένα έρημο, έγκλειστο του δάσους παλάτι.
(Σε όλα τα παλάτια αυτού του κόσμου όταν υποδέχονται τη νύχτα.)
Στη διαμονή μου στο Urbin ανάμεσα στο πλήθος και τη νύχτα.
Στον Άγιο Ύβ της Σοφίας.
Στους Δελφούς όπου δεκτός ο θάνατος.
Στην πόλη με τους χαρταετούς και τα μεγάλα γυάλινα σπίτια που αντανακλούν τον ουρανό.
Στους ζωγράφους της σχολής του Ρίμινι. Θέλησα να γίνω ιστορικός αγωνιώντας για τη δόξα σας. Θα ήθελα να αγνοήσω την ιστορία για να υπηρετήσω το δικό σας απόλυτο.
ΙV
Και πάντοτε σε κάποιες αποβάθρες της νύχτας, σε παμπ, σε μια φωνή που λέει «Είμαι η λάμπα, Είμαι το λάδι».
Σ’ αυτή τη φωνή, που έσβησε αναζητώντας εναγώνια την ουσία. Στο γκρίζο του κισσού κλαδί. Σ’ ένα χορό. Σ’ αυτές τις δυό αίθουσες, όποιες κι αν είναι, που κρατούν τους θεούς ανάμεσά μας.