Scroll Top

Μπρέτσια, ένα ποιητικό δοκίμιο δρόμου | του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Υπεύθυνος στήλης | Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Σε αυτή τη στήλη η οποία -εν μέρει- οφείλει τον τίτλο της στο μοναδικό ποιητικό έργο του W.G.Sebald, Εκ του Φυσικού, θα επιχειρείται αναγνωστική προσέγγιση και παρουσίαση, με ευσύνοπτο τρόπο, λογοτεχνικών έργων στα οποία τα όρια των ειδών είναι ρευστά με αποτέλεσμα να επιτρέπεται ή και να επιδιώκεται μια ώσμωση ανάμεσα στην ποίηση και στη πεζογραφία. Η αλληλεπίδραση των τεχνών και τα διακείμενα, εν γένει, έτσι όπως παρουσιάζονται «χωνεμένα» εντός ενός νέου έργου τέχνης, θα αποτελούν δυνητικά ενδιαφέροντα αντικείμενα της στήλης αυτής.

Αναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο Μπρέτσια της Γεωργίας Συριοπούλου, εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, 2025

Η δεύτερη συλλογή με μικροκείμενα της Γεωργίας Συριόπουλου με τίτλο Μπρέτσια (2025) έρχεται να συμπληρώσει το πρώτο της βιβλίο, τις Bagatelles της οδού Αλκαμένους (2024), ενισχύοντας και επεκτείνοντας την ιδιόλεκτη γραφή της, με βαθύτερες οντολογικές πινελιές και έμφαση στη δοκιμιακή επίγευση.  Από το εναρκτήριο σημείωμα «(περί της συγκολλητικής διάθεσης)» και τον τίτλο που παραπέμπει στο ετερόκλητο πέτρωμα από θραύσματα (breccia), η συλλογή προειδοποιεί: ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι αποσπασματικό, πρισματικό, με διαυγείς αλλά μη ομοιογενείς παρατηρήσεις που συγκολλώνται εντός ενός υποκειμενικού, αλληγορικού «χώρου». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι στα κενά των σπαραγμάτων της πρώτης συλλογής εμφιλοχωρούν οι αρμοί της Μπρέτσια ως ξένα αυθύπαρκτα σώματα που διεκδικούν τη δική τους ποιητική φωνή, μη κομίζοντας τον χρυσό από την παραδοσιακή ιαπωνική συγκολλητική μέθοδο kintsugi, αλλά την απόλυτη ασυμμετρία και ασυμβατότητα με τις αφηγήσεις που καλούνται να συγκολλήσουν. Αυτή η διαλεκτική Ενγκελιανή πάλη των αντιθέτων πάει το βιβλίο ως το τέλος του, λειτουργώντας παντού ως μια ανακλαστική διαδικασία απέναντι σε μια αποσύνθεση που έχει την τάση να απλώνει.  Η Συριοπούλου διακρίνει επίσης τους ίδιους τους χώρους από τον κύριο κορμό της συλλογής ακόμη και στα περιεχόμενα συγκροτώντας μια λανθάνουσα υπήχηση επί του κορμού των κειμένων, μια δεύτερη υποσυλλογή, έναν υπότιτλο. Ορισμένες φορές θέτει αντίστοιχα όρια και εντός των κειμένων, εμφανίζοντας σπαράγματα κοινωνικής ευαισθησίας και πολιτικής συνείδησης καθώς, υπογραμμίζει την κανονικότητα  και την υπέρβασή της με τρόπο θαυμαστό[1].

Η διάχυτη και κυρίαρχη αποδόμηση – όχι μόνο ένα δείγμα νεωτερικότητας, αλλά και μια σαφής προτεραιότητα στο κείμενο ως εαυτό – υπερβαίνει την ντεριντιανή διαφωρά (différance)[2] καθώς αποκτά ελληνικό ή έστω μεσογειακό ταπεραμέντο και κατευθύνεται συνειδητά προς τη μαλακή καρδιά του κειμένου, όπου η συγγραφέας (ποιήτρια πρέπει, μάλλον, να πω) λειτουργεί ως τροφός, ως μήτρα αλλά και ως μακρινή μητέρα (για να θυμηθούμε τον Ελύτη).  Η Μπρέτσια ορίζει επίσης μια στροφή προς την ασαφή ψυχανάλυση καθώς σωματοποιεί περεταίρω την εμπειρία και τη συνδέει σε άπειρα σημεία, με τις σωματικές λειτουργίες, με τις οσμές, με την αποφορά, σχηματοποιώντας έτσι ψυχοσωματικά την ποιητική γλώσσα. Εκεί εντάσσεται και η μετακειμενική αναφορά στη μουσική, στους ήχους, στους ρυθμούς και στους φορείς τους (ανθρώπους και ζώα).  Το βιβλίο ορίζει επίσης ένα νέο μονοπάτι αντίληψης του αστικού τοπίου που τοποθετείται με νοσταλγία απέναντι στη φύση, κάτι το οποίο στην πρώτη συλλογή δεν ήταν τόσο σαφές, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να διαβαστεί και ως ένα βιβλίο νοσταλγικής Οικοκριτικής[3].

Στη Μπρέτσια (ας την πούμε κι ένα ποιητικό δοκίμιο δρόμου) συναντάμε επίσης όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της μεταμυθοπλασίας που κάνουν ένα βιβλίο – κατά τη γνώμη μου -αξιανάγνωστο: την αυτοαναφορά, την αποδόμηση, τον ορισμό του ποιητικού υποκειμένου ως αφηγητή, το σχολιασμό της γλώσσας ως τέτοιας (και όχι μόνο μέσω του νοήματος), την ποικιλία των αφηγηματικών τρόπων και – τέλος – την απόλυτης σύμμειξη  των ειδών: δοκίμιο, εργαστηριακή καταγραφή, σχόλιο, ντοκουμέντο, χρήση επιστημονικών και εξειδικευμένων όρων, εξάντληση του γλωσσικού περιεχομένου του βιώματος· τέλος την απεριόριστη διακειμενικότητα καθώς ανακαλύπτει εκεί κανείς πλάγια τον Μπλανσό, τον Μπέρχαρντ, τον Χάνκε, τον Ζέμπαλντ, τον Μπολάνιο, τον Περέκ ή βλέπει ολόκληρες σκηνές από την Αλίκη στις Πόλεις, από τα Φτερά του Έρωτα, από το La Jetée και το Sans Soleil του Chris Marker όλη τη φιλμογραφία της Ανιές Βαρντά, αλλά και το American Honey της Άντρεα Άρνολντ.

 Στις Χορείες Χώρων, για παράδειγμα, ο Περέκ αναρωτιέται «πώς να μιλήσεις για τον τόπο δίχως να εξαντλήσεις τη ζωή του;» και η απάντηση του είναι να επιμένει στην καταγραφή των λεπτομερειών – το κενό, τη μετακίνηση, τη σκόνη. Η Συριόπουλου κάνει ακριβώς το ίδιο: κάθε παράγραφος είναι μια χαρτογράφηση μιας ασήμαντης (φαινομενικά) συνάντησης – ενός σαξοφώνου στην Αριστομένους, ενός τηλεφωνήματος στη γερμανική γλώσσα, μιας πικραλίδας στις ράγες. Όμως η πικραλίδα μετατρέπεται σε αλληγορία: από ταραξάκο σε δανδελίωνα, από βρώσιμο χόρτο σε αλεξίπτωτο των σπόρων – ένα μοντέλο της γλώσσας: «verba volant». Και καθώς η σκηνή κορυφώνεται, προστίθεται η φράση «scripta manent», μια μεταγραφή της ποιητικής: η φευγαλέα παρατήρηση, η παροδική συνάντηση, μπορεί να παραμείνει μόνο αν γίνει γραφή. Στο ίδιο βιβλίο ο Περέκ γράφει:  «Να προσπαθείς να διαβάσεις σε αυτό που βλέπεις αυτό που είναι κρυμμένο εκεί, να ξεσκεπάζεις αυτό που δεν δείχνει τίποτα». Ομοίως η Συριόπουλου μεγεθύνει την αγωνία μιας μάνας στο τρένο, τον ιδρώτα, τον έμετο, τις λέξεις σε άλλη γλώσσα, το τραγούδι που δεν ακούγεται καθαρά, αποκαλύπτοντας την ποιητικότητα του τετριμμένου σε όλο της το μεγαλείο.

Διάχυτη, τέλος, συναντάμε παντού την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό, τη δηκτικότητα. Εντυπωσιακό είναι πάντως ότι όλα αυτά συνδυάζονται με μιαν αξεπέραστη παιδικότητα ή – πιο σωστά – με μια παιδική αθωότητα. Η γνώμη μου είναι ότι αν είναι κάτι που κάνει το βιβλίο κλασσικό και το διαχωρίζει από ανάλογες μεταμοντέρνες κατασκευές (η λέξη δεν είναι ντροπή, είναι ο τρόπος που γράφουμε) είναι αυτή ακριβώς η αμόλυντη παιδική ματιά απέναντι στο σάπιο, το διεφθαρμένο και το απάνθρωπο. Είναι η ανθρωπιά τού Lied vom Kindsein (Τραγούδι της παιδικής ηλικίας) του Πέτερ Χάντκε –– με το οποίο γίνεται η εναρκτήρια σεκάνς των Φτερών του Έρωτα του Βέντερς.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν καιρός για τις ακόλουθες απορίες:
Γιατί είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο Χρόνος και πού τελειώνει ο Χώρος;
Μήπως είναι η Ζωή κάτω από τον ήλιο, τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο;
Μήπως είναι ό,τι βλέπω ό,τι ακούω κι ό,τι μυρίζω
Μόνο η όψη ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Υπάρχει στ’ αλήθεια το Κακό και άνθρωποι
Που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται, εγώ, που είμαι,
Να μην ήμουν πριν να είμαι
Και πώς μια μέρα εγώ, που είμαι,
Δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Στην Μπρέτσια η συγγραφέας είναι αυτό το παιδί. Δεν υπάρχει λόγος να σπαταλήσουμε χρόνο διερευνώντας τη συνθετότητα του βιβλίου, το πώς αναπτύσσεται γύρω από την ιδέα της συγκόλλησης ετερόκλητων θραυσμάτων – εννοιών, γεγονότων, ανθρώπων, ζώων, χώρων, χρόνων, ερώτων και κατακρημνίσεων, ονείρων και καταβυθίσεων. Ας πούμε κατευθείαν τί είναι η Μπρέτσια: μια συμφωνία του ασήμαντου, μια ελεγεία του ταπεινού· η συνοχή, η συνάφεια και η ώσμωση που ανθίζει στους αρμούς και αγκαλιάζει τα μέρη ώσπου τα αδελφοποιεί και τα προσεταιρίζεται.  Οι τόποι που βρίσκονται πάντα σε κίνηση, τα Χαυτεία που μπαίνουν στον ηλεκτρικό και βγαίνουν στον Άγιο Ελευθέριο. Η Κυψέλη που βουΐζει σαν κυψέλη. Ένας Κρεμανταλάς που εγκιβωτίζει το θείο και το απαίσιο, μια Ρωσίδα με ροζ μαλλιά, η άνοιξη που φυτρώνει πάντα υπόγεια και διαστρωματικά. Και ταυτοχρόνως ένα δοκίμιο της οργανωμένης αλήθειας μέσα από την οργανωμένη αλητεία. Μια αιτίαση που ώθησε τον  Περέκ[4] να αποδελτιώνει τα αντικείμενα σε κάθε δωμάτιο που είχε κοιμηθεί στη ζωή του. Ο λόγος που στοίχειωσε την Κατερίνα Χανδρινού[5] κατά την  ψυχανάλυση τριών γενιών αστικής επέκτασης, χωρικής και ταξικής, καθ’ ύψος και κατά πλάτος. Η αιτία που οδήγησε τον Σινιόσογλου[6] στις φλανερί της λεωφόρου ΝΑΤΟ. Μια τρέλα που σε πιάνει όταν γυρνάς στην Πεντέλη με μπλοκάκι και καταγράφεις τις βουτιές των ερωδιών, τους σχηματισμούς των ψαρονιών και τον ερωτικό χορό ανάμεσα σε δύο κιρκινέζια. Η ίδια τρέλα όταν γυρίζεις στα Εξάρχεια κι αναρωτιέσαι πού βρίσκεται η ψυχή του Θάνου Ανεστόπουλου τώρα που  ακούγεται στη Σολωμού ετούτο το ταξίμι. Η ποίηση που πριν αποκρυπτογραφηθεί χρειάζεται τον κρυπτογράφο της. Η Γεωργία Συριοπούλου στην Μπρέτσια κάνει ακριβώς αυτό: γράφει τον κρύπτο/κώδικα. Τον γράφει, τον κλειδώνει, τον διπλοκλειδώνει και πετάει τα κλειδιά στον βάλτο. Θα σκάψεις μες στη λάσπη και τις αναθυμιάσεις για να τα βρεις. Θα σε φάνε και οι κροκόδειλοι που λέει ο λόγος. Αλλά από αυτόν το ιδρώτα, το σπέρμα, το αίμα και τη λάσπη θα τραφεί το σαράκι της ποίησης αφού πρώτα σκύψει πάνω στους αρμούς σαν ένα αθώο παιδί που δεν καταλαβαίνει το γιατί τα θραύσματα δεν είναι ήδη κολλημένα μεταξύ τους. Η Συριοπούλου κι ο αναγνώστης του βιβλίου είναι εκείνο το παιδί (που με την απορία θα μείνει.)

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος- 02/06/2025 – Γκεζί Μεζεδοπωλείο – Κεραμεικός

[1] το φερμουάρ, για παράδειγμα, στο κείμενο Ο ΚΡΕΜΑΝΤΑΛΑΣ της σελίδας 28, είναι μια κουρτίνα που συντηρεί την προσχηματική αξιοπρέπεια αποκρύπτοντας τον εμετό του από την κοινή θέα.

[2] ΖακΝτεριντά, Περί γραμματολογίας, εκδόσεις Γνώση,1990– μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη

[3] Στην Ελλάδα, η Οικοκριτική κάνει τα τελευταία χρόνια δειλά τα πρώτα της βήματα, τόσο στην ακαδημαϊκή κριτική θεωρία όσο και στη λογοτεχνική πράξη. Σημαντική συμβολή στη θεωρητική καθιέρωση του πεδίου αποτελεί το βιβλίο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αναστασίας Νάτσινα, Η φύση: τόσο μακριά, τόσο κοντά. Εισαγωγή στην Οικοκριτική, Εκδόσεις Πεδίο, 2021

[4] Ζορζ Περέκ, Χορείες Χώρων, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ύψιλον, 2000,

[5] Κατερίνα Χανδρινού, Χωλ, εκδόσεις Κείμενα, 2024

[6] Νικήτας Σινιόσογλου, Λεωφόρος ΝΑΤΟ, εκδόσεις Κίχλη, 2019

Βιογραφικό Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Βιογραφικό Γεωργία Συριοπούλου