Scroll Top

Το ψυχαναλυτικό πλαίσιο της συλλογής “Ερήμην λεί[ύ]πει[η]ς” | του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Υπεύθυνος στήλης | Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Σε αυτή τη στήλη η οποία -εν μέρει- οφείλει τον τίτλο της στο μοναδικό ποιητικό έργο του W.G.Sebald, Εκ του Φυσικού, θα επιχειρείται αναγνωστική προσέγγιση και παρουσίαση, με ευσύνοπτο τρόπο, λογοτεχνικών έργων στα οποία τα όρια των ειδών είναι ρευστά με αποτέλεσμα να επιτρέπεται ή και να επιδιώκεται μια ώσμωση ανάμεσα στην ποίηση και στη πεζογραφία. Η αλληλεπίδραση των τεχνών και τα διακείμενα, εν γένει, έτσι όπως παρουσιάζονται «χωνεμένα» εντός ενός νέου έργου τέχνης, θα αποτελούν δυνητικά ενδιαφέροντα αντικείμενα της στήλης αυτής.

Το ψυχαναλυτικό πλαίσιο της συλλογής “Ερήμην λεί[ύ]πει[η]ς”, Ειρήνη Διαλεχτή Κουρομιχελάκη, εκδόσεις Έναστρον 2024 (με εικονογράφηση του Αναστάση Μαδαμόπουλου)

Σε τούτο το κείμενο θα επιχειρήσω να αναδείξω το ψυχαναλυτικό πλαίσιο της συλλογής Ερήμην λεί[ύ]πει[η]ς, καθώς, η ενασχόληση της Ειρήνης Διαλεχτής Κουρομιχελάκη με την ψυχανάλυση —είτε ως θεωρητικό υπόβαθρο είτε ως υπαρξιακή γλώσσα— είναι πράγματι έκδηλη σε μεγάλο μέρος της συλλογής όχι τόσο ως άμεση αναφορά στην ψυχαναλυτική ορολογία όσο ως εσωτερίκευση της λειτουργίας της μνήμης, της ενοχής, της απώθησης και της μεταβίβασης.

Α. Η Ερωτική Συντριβή καταλήγει Υπαρξιακή συνθήκη

Η συλλογή Ερήμην λεί[ύ]πει[η]ς, φύεται στα ερείπια ενός έρωτα έπειτα από έναν χωρισμό, παραπέμπει επομένως ευθέως σε μια διεργασία πένθους. Στην ανάπτυξη αυτή, το ποιητικό υποκείμενο, που ταυτίζεται με την ποιήτρια, ανασύρει σπαράγματα συναισθηματικής και σωματικής μνήμης, ορίζοντας έτσι ένα ενοχικό Εγώ που εκφέρει τον θρήνο της απουσίας, που διατυπώνει την ερώτηση «ποιος έφυγε;» (ερώτηση που παραμένει δίχως απεύθυνση), ταυτίζοντας την επιλογή τής μοναξιάς με την ενοχή και αξιοποιώντας παραγωγικά τις μνήμες που γεννάει η απουσία. Αυτή η απουσία, η απουσία του Άλλου, καθίσταται υπαρξιακή συνθήκη εφόσον το τραύμα της απώλειας αποτυγχάνει να λειτουργήσει συμβολικά και επανέρχεται στο υποσυνείδητο ως εμμονή (γράφει χαρακτηριστικά η ποιήτρια «επιστρέφω σε σένα σε κάθε μιλισεκόντ»). Να σημειώσω εδώ ότι, παρότι ο υπέρτιτλος της ενότητας  διακρίνεται για τη συναισθηματική του καθαρότητα, κάποιες – ελάχιστες – στιγμές το υλικό θυμίζει έναν αντανακλαστικό καταγγελτικό μονόλογο.

χαρακτηριστικά ποιήματα: Ο Βράχος, Το όνειρο, Τελευταίο χάδι, Το ανοσιούργημα, Το κουπί – Μόνον Υπτίως.

Β. Η Απουσία προβάλλεται στο Σώμα

Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής το σώμα μεταλλάσσεται σε ένα σκεύος πένθους που βιώνει τον ψυχικό πόνο ως ασθένεια, χωνεύει την απώλεια, ενίοτε δε, μεταβολίζει την ουσία της και παράγει οξυγόνο. Το σώμα διευκολύνει τις άρρητες λειτουργίες της λύπης: δύσπνοιες, άσθματα, δυσπεψίες, παλινδρομήσεις, εμφράγματα. Η ψυχοσωματική μεταφορά της ψυχικής ενόχλησης σε απτά σωματικά συμπτώματα εμφανίζεται ψυχαναλυτικά οργανωμένη με εξέχον παράδειγμα το πεζοποίημα «Η παλινδρόμηση». Η εικονοπλαστική καταιγίδα που παράγεται καθώς και το απρόσμενο των μεταφορών που χαρακτηρίζουν την ενότητα συγκλονίζει με την αλήθεια της και ενισχύει τον υπαρξιακό χαρακτήρα της συλλογής. Αυτό φαίνεται έντονα στο ποίημα «Δυσπεψία Απόγνωσης ή Δε λες να χωνευτείς», όπου η ερωτική απώλεια γίνεται κυριολεκτικά μια σωματική, ψυχοσωματική εμπειρία:

«Έγινες δύσπεπτο γεύμα αποχωρισμού.
Δε λες να χωνευτείς.
Στη συνείδηση έπεσες βαρύς.
Πήγα στα επείγοντα, αδιάγνωστη αγάπη είπαν…»

χαρακτηριστικά ποιήματα: Δυσπεψία Απόγνωσης, Μερίδα διπλή, Ακτίνα ποδηλάτου, Η παλινδρόμηση, Το σουρωτήρι.

Γ. Μια λανθάνουσα ψυχαναλυτική σκηνοθεσία – Ο νόστος χτίζει την πλοκή

Η χρήση εσωτερικών χώρων και οικιακών αντικειμένων που μετατρέπονται σε memorabilia – φορείς της μνήμης (το τάπερ, το κρεβάτι, το σπίτι, το φερμουάρ) και της οδύνης, η χρήση της τροφής (κυρίως ως μητρικής μεταφοράς ή φόβου αφομοίωσης) και η διαρκής σύγκλιση της παιδικής ανάμνησης με την ενηλικίωση δείχνει μια ενστικτώδη (ή ίσως και συνειδητή) εμβάθυνση σε ψυχαναλυτικά αρχέτυπα (βλέπε π.χ. το ποίημα «Για τη μητέρα μου»).

«Κι έβαλα τη μητέρα για ύπνο,
από μικρή ποτέ δε μ’ άρεσε να μην κοιμάμαι πρώτη.
Κανείς δεν ήξερε…
Με τι κόπο έθρεφα τα όνειρά της,
τόσα χρόνια,
κάθε πρωί
κανείς δεν ήξερε…
Πόσο είχα ανάγκη να με βάλει εκείνη για ύπνο,
κανείς δεν ήξερε.[…]»

Σε αυτή την ενότητα η ποιήτρια εμφανίζει λεκτική ευστοχία και, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα κυνισμού και πνευματώδους παρατήρησης, διαχειρίζεται την έννοια του τραυματικού χρόνου διανθίζοντας τις μεταφορές της με λεπτή ειρωνεία. (βλέπε πχ. Το ποίημα «Γκόγκες»)

«[…]Τι να θρέψω τώρα πια;
Αφού το μέσα μου δεν χωνεύει,
εκεί μόνο μαύρο πηχτό φαρμάκι ανιχνεύεται.
Χολή, αιθέρας και διοξείδιο του άνθρακα.
Ανοίγω ένα ντουλάπι μνήμης,
εκείνο δίπλα από την κουζίνα δεξιά,
να ξεγελάσω την πείνα μου.
Κάτι παιχνιδιάρικα ζυμαρικά της κατάψυξης
Εντοπίζω.[…]»

χαρακτηριστικά ποιήματα: Δυο ποτήρια, Οι γκόγκες, Το διαστημικό σου τάπερ, Οι Κουρτίνες, Κυριακή των συσσιτίων, Για τη μητέρα μου.

Δ. Αποφθέγματα, αυτοαναφορές και η λυρική προδιάθεση

Η συλλογή, σε κάποια σημεία της (κυριαρχικά στην ενότητα Οι Ίριδες της Αμφιλύκης) υποκύπτει στην αποφθεγματική ποιητική, το παίγνιο και την αυτοαναφορικότητα. Παραθέτω, για παράδειγμα, κάποια αποφθέγματα:

Σταμάτα να παίζεις με τον χρόνο,
αυτός δεν παίζει μαζί μας.

Θα ’θελα να με υποστήριζαν πάντα οι άλλοι,
ώστε
να μην έχω ανάγκη την υποστήριξη κανενός.

Όταν συναντιούνται οι άνθρωποι,
συναντιούνται αμοιβαία.

Για να περάσεις απέναντι
πρέπει να έχεις βρεθεί κάποτε
από την πλευρά μου

Εδώ έχουμε μετατόπιση του ποιητικού ύφους προς μια μεγαλύτερη συμπερίληψη, απομάκρυνση από το Εγώ και άνοιγμα σε μια ευρύτερη οντολογία.  Κατά συνέπεια, ενώ κερδίζει η αισθητική, οδηγούμαστε ταυτοχρόνως προς αποκλιμάκωση της συναισθηματικής εμπλοκής καθώς απομακρυνόμαστε από το προσωποποιημένο ποιητικό υποκείμενο. Στον αντίποδα, ένας έκδηλος, γοητευτικός λυρισμός (που θα μας οδηγήσει και στην επόμενη ενότητα) παραδίδει ορισμένα από τα πιο τρυφερά ποιήματα, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Μικρή Άρκτος».

Εικόνες από το μέλλον ξεφυλλίζεις από ένα παραμύθι:
‘‘Τι θλιμμένα μάτια που έχεις, κοριτσάκι’’
της είπε.
‘‘Τι νύχτες απέραντες έχεις στο βλέμμα σου’’
του είπε.
Και τότε αγκαλιάστηκαν
κάτω από τον έναστρο ουρανό.
Εκείνος της έδειξε τους αστερισμούς
του Σκορπιού και τον Άρη
γιατί ήθελε να είναι πολεμιστής.
Εκείνη απορούσε που είχε να ανακαλύψει,
από την αρχή,
το σύμπαν.
Αν είναι εξεταστής η αγάπη
έχω να πω το μάθημα… με τους πλάνητες φόβους,
τα αστραφτερά γέλια που γλιστρούν στα χείλη
και λάμνουν οι καρδιές
από μέσα
στο φεγγοβόλημά τους,
την Άρκτο, τη Μικρή
να μας κυκλώνει.

χαρακτηριστικά ποιήματα: Οι Ίριδες της Αμφιλύκης, Μικρή Άρκτος, Η σκοτία, Το έμφρακτο – νικηφόρος ήττα, Οι δίκες, Διαστολή, Η Γιορτή.

Ε. Ένας χαμηλόφωνος λυρισμός

Ενώ η διαλεκτική της απώθησης καταντά εργαλειοκρατική και οδηγεί στην αναβίωση και τη λατρεία του τραύματος στο οποίο μοιάζει παγιδευμένο το ποιητικό υποκείμενο, χωρίς δυνατότητα υποκειμενικής μεταβολής, ταυτοχρόνως, σε όλο το μήκος της, η συλλογή χτίζει μια θεοποίηση της απώλειας, που μεταμορφώνει τη θλίψη σε ανάθημα και οντολογική συνθήκη. Η ενότητα αυτή, παρότι χαμηλών τόνων , μεγαλουργεί καθώς μετουσιώνει το τραύμα σε έναν εγνωσμένο λυρισμό . Βλ. για παράδειγμα το ποίημα «Οι Λύπες»

Τώρα μέσα στις νύχτες
μόνο δια της αφής σε φτάνω.
Γι’ αυτό λέω:
«Δεν είναι που άργησες·
είναι που διαστέλλεται ο χρόνος μέσα στη θλίψη».,

ή το ποίημα «Να γίνω τριαντάφυλλο»

[…]Να γίνω τριαντάφυλλο
Στο στόμα σου
Να το ποτίζεις, να σε πίνω.[…]

 χαρακτηριστικά ποιήματα: Πεθάναμε κάποτε μαζί; Να γίνω τριαντάφυλλο, Ο μάγος, Οι λέξεις μου, Το χιόνι.

Στ. Ο Εικαστικός Διάκοσμος του Τάσου Μαδαμόπουλου

Η εικαστική προσέγγιση του Μαδαμόπουλου που στολίζει τη συλλογή συνοδεύει ιδανικά τον ποιητικό λόγο της Κουρομιχελάκη. Η αφαίρεση και η ρευστότητα των γραμμών αντανακλούν την ασάφεια και την αμφιθυμία της συναισθηματικής κατάστασης των ποιημάτων. Τα εικαστικά έργα δίνουν έμφαση στην αίσθηση της κίνησης, του περάσματος του χρόνου και της αέναης μεταμόρφωσης, ερμηνεύοντας εικαστικά το ποιητικό μοτίβο της απώλειας και της φθοράς. Ταυτοχρόνως ο Μαδαμόπουλος παραδίδει ως εικαστικός μια θαρραλέα μελέτη του χρόνου που ταλαντώνεται ανάμεσα στην αυστηρότητα των αριθμών και τη ρευστότητα της πρόσληψης του πραγματικού χρόνου και από τον δημιουργό και από την ποιήτρια και από τον αναγνώστη. Μια μελέτη που στηρίζεται στην αποδόμηση (αλλά και την εκ των ενόντων δόμηση) της εικόνας ενός ρολογιού, που άλλοτε γίνεται σπειροειδής, άλλοτε σκαφοειδής, άλλοτε γραμμική, κυκλική, δαιδαλώδης. Άλλοτε θυμίζοντας τους τροχούς ενός ποδηλάτου (ξεκινώντας από τις ακτίνες του που είναι και προσφιλές θέμα της συλλογής), άλλοτε μια καφετιέρα, ένα υποβρύχιο, μια συστοιχία πλανητών, ένα δημιουργικό αυτόματο κλπ. Χρησιμοποιώντας ως πάγια σύμβολα κυρίως τους αριθμούς του καντράν και τους δείκτες, τα μετατρέπει σε εργαλεία που καταδεικνύουν την αποδόμηση αυτή, κατά συνέπεια υποσκάπτει μεν, και χλευάζει την ανάγκη και την προσδοκία της «επιστημονικής» ακρίβειας της μέτρησης του χρόνου, αλλά υμνεί δε, και υπογραμμίζει τη δράση της στη μνήμη, στην πληγή, στο τραύμα και στη γιατρειά του.

Συμπεράσματα και Γενική Αποτίμηση

Η ποίηση της Κουρομιχελάκη στη συλλογή Ερήμην λεί[ύ]πει[η]ς, φέρει έντονα ψυχαναλυτικά φορτία, όχι με θεωρητικολογικό ή διδακτικό τρόπο, αλλά μέσω ενός συναισθηματικά μεστού, εσωτερικού λόγου, λειτουργώντας ως θεραπευτική διαδικασία όπου η απουσία μεταγράφεται σε καθαρή λογοτεχνία ενώ η συγγραφή παράγει την κάθαρση. Τα έργα του Μαδαμόπουλου, ταυτοχρόνως, προσθέτουν μια επιπλέον διάσταση στην αναγνωστική εμπειρία, δημιουργώντας μια συνολική σύνθεση υψηλής αισθητικής.

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος – Βιβλιοπωλείο ΜΠΕΡΛΙΝ – 30/05/2025

Βιογραφικό Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Βιογραφικό Ειρήνη Διαλεχτή Κουρομιχελάκη