Με τον αξέχαστο Γιάννη Βαρβέρη υπήρξαμε φίλοι καλοί από τα πρώτα μας βήματα. Η φύση μας ωστόσο ήταν εντελώς διαφορετική. Εκείνος ήταν παιδί της πόλης, του άστεως, όπως σίγουρα θα προτιμούσε να πω. Εγώ όχι. Με τρόμαζε και ακόμη με τρομάζει η πόλη κι ας έχω ζήσει όλη τη ζωή μου σ΄ αυτή. Εκείνος αγαπούσε τις συντροφιές όπου μπορούσε να λάμψει η χαρισματική του ετοιμότητα, η βαθιά παιδεία του, το σπινθηροβόλο πνεύμα του, το μελαγχολικό του χιούμορ. Εμένα ο κόσμος με πανικοβάλλει, πάντα με πανικόβαλλε, μπορώ να αντέξω μόνο συντροφιές όπου η ιδιότητά μου ως ποιήτριας δεν θα βρίσκεται εκτεθειμένη στο πρώτο πλάνο. Με μάλωνε γι΄ αυτό, αλλά με ανεχόταν. Δεν βλεπόμαστε επομένως το ίδιο συχνά, όπως με άλλους φίλους του, ωστόσο είχαμε για χρόνια καθιερώσει μία τουλάχιστον μηνιαία, κατά κανόνα μεσημβρινή ουζοποσία, όπου οι δυο μας, ολωσδιόλου διαφορετικοί, ανταλλάσσαμε τα δώρα της εκτίμησης και της αγάπης με απλοχεριά και πίστη ο ένας στον άλλο. Αφότου άρχισε η υγεία του να επιδεινώνεται, τα ούζα αυτά άρχισαν να γίνονται αναγκαστικά και σπανιότερα και πικρά. Το τηλέφωνο αμυνόταν ακόμη αλλά… Ο Γιάννης έφυγε, το συκώτι μου δεν επιδέχεται πλέον ίχνος αλκοόλ, το άστυ παραμένει αφόρητο.