Τα χρόνια που έζησα με τον Ορέστη Αλεξάκη
Όταν ο Ορέστης μιλούσε για τον ορίζοντα, εννοούσε κάθε γραμμή πέρα από την οποία το βλέμμα αδυνατεί να προχωρήσει. Θεωρούσε λοιπόν ότι οι τοίχοι του δωματίου, οι πλευρές του βιβλίου του οποίου βλέπουμε μόνο το εξώφυλλο, η περίμετρος ενός σώματος, η ράχη μιας πολυθρόνας, το πλαίσιο ενός κάδρου είναι ορίζοντες. Σ’ αυτούς καθήλωνε το βλέμμα του˙ στο όριο του οπτικού και κατά συνέπεια του αντιληπτικού του πεδίου και στην απαρχή της φανταστικής συνέχειάς του. Επρόκειτο για ένα παιγνίδι ανάλογο με εκείνο των στερεογραμμάτων, μόνο που, ενώ εκεί με την κατάλληλη οπτική άσκηση συμπίπτουν δυο πραγματικά είδωλα του ίδιου αντικειμένου, εδώ συμπίπτει ένα πραγματικό είδωλο με πολυάριθμα φανταστικά, με αποτέλεσμα να έχει μια πανοραμική άποψη των αντικειμένων, λες και το βλέμμα του τα περικύκλωνε. Κι όταν βέβαια έλεγε «βλέπω», δεν εννοούσε «φαντάζομαι», αλλά εννοούσε «βλέπω» και «φαντάζομαι» ταυτόχρονα, σε μια αδιάσπαστη λειτουργία, όπου και οι δυο συντελεστές της παρίστανται ως ισοδύναμοι και αμοιβαίως ενισχυτικοί. Τον γοήτευε επίσης η στόχευση της νηφαλιότητας που δίδασκε ο σκεπτικισμός. Η άρνηση ήταν επίσης μια βεβαιότητα που ο ίδιος αρνούνταν. Κάθε απόλυτη βεβαιότητα σήμαινε γι’ αυτόν φραγμό στην απειρία των ενδεχομένων, άρνηση του μυστηρίου, κάτι που το ένιωθε ως μέγιστο αμάρτημα. Την κατάνυξη, επίσης, θεωρούσε ως το υπέρτατο συναίσθημα, το οποίο πηγάζει από τη συναίσθηση και αποδοχή του μυστηρίου της ζωής. Είμαστε το περιεχόμενο, πίστευε, ενός ασύλληπτου περιέχοντος που περιλαμβάνει τα πάντα. Ενός ασύλληπτου και πιθανόν ανύπαρκτου περιέχοντος