Ποιητές που έτυχε να γνωρίσω και συναναστραφώ και που με ξεστράτισαν από τον λυρικό συμβολισμό
Η γνωριμία μου με τον Γιώργο Κατσίμπαλη το 1968 υπήρξε ευεργετική για μένα. Στάθηκε ο άνθρωπος που με έφερε σε επαφή με πολλούς ποιητές και συγγραφείς. Το παλιό μαγαζί του Απότσου, Σταδίου 3, από τις 11 το πρωί και μετά, ήταν το κέντρο συνάντησης πολλών ανθρώπων των γραμμάτων. Στον κύκλο αυτόν με έβαλε ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο οποίος ήταν αυτός που επέμενε και δημοσίευσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή το 1969. Εκεί γνώρισα κάποιαν ημέρα και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο έκανα μια ισχυρή φιλία, και κάποια απογεύματα στην Αναγνωστοπούλου όπου ήταν το ατελιέ του, κάναμε εκτενείς συζητήσεις με τη συνοδεία πάντοτε ούζου. Μάλιστα κάποια στιγμή τού διάβασα, με μεγάλη του έκπληξη, ένα σπονδυλωτό μου ποίημα με τίτλο «Εν Ακανθηρώ Έλληνι Λόγω», (το οποίο αποτέλεσε το δεύτερο μέρος της τρίτης ποιητικής μου συλλογής) εν είδη διαλόγου με την ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου, με τίτλο «Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω». Θυμάμαι ότι το διασκεδάσαμε πολύ, και δέχθηκα, θυμάμαι, ένα φιλικό του χτύπημα στην πλάτη με τη φράση του «Γειά σου, Άγγελε, σουρρεάλα». Μέσω του Εγγονόπουλου γνώρισα τον Ανδρέα Εμπειρίκο, και με αξίωσε η τύχη μου να ακούσω από το στόμα του μερικά κεφάλαια από τον Μέγα Ανατολικό, το καλοκαίρι του 1974 στο ξενοδοχείο Ξενία στο Λαγονήσι, όπου έκανε με την οικογένειά του διακοπές. Αυτοί οι δύο ποιητές με ξεστράτισαν από τον λυρικό συμβολισμό. Βυθίστηκα στον Λωτρεαμόν και στην ποίηση του Ρενέ Σαρ, του Ελυάρ και του Αραγκόν. Άργησα ηθελημένα να δημοσιεύσω από το 1971 μέχρι το 1979, και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβεί εν μέσω της δικτατορίας να δημοσιεύσω ποιήματά μου, τα τόσο επιθετικά για το καθεστώς, αλλά και την αμέσως μεταδικτατορική διετία κατά την οποία υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία.