Πρωινή βόλτα με τον Μάρκο Μέσκο
Ο Μάρκος Μέσκος κι εγώ είμαστε ένα περίεργο ζευγάρι.
Εκείνος ψηλός –πανύψηλος -, σαν προμαχώνας, με τα λευκά μαλλιά του να πετούν και το βλέμμα κρυμμένο συνήθως πίσω από μαύρα γυαλιά. Περπατά αργά κι όλο κοντοστέκεται
να χαιρετίσει κόσμο και κοσμάκη που τον συναντά και μετά σεβασμού του απευθύνεται.
Άνθρωποι όλων των ηλικιών και επιτηδευμάτων: « Αυτή είναι η Μαγδαληνή, αθίγγανη, φίλη μου, εξαιρετική μητέρα, ο σύζυγος την παράτησε κι εξαφανίστηκε, έχει δυο γιους, τους θρέφει μόνη της. Πολύ αξιοπρεπής. Και μιλά πολύ καλά ελληνικά. Της παραγγέλνω και μου φέρνει μικροπράγματα». « Από δω ο ποιητής…, η κυρία Κούσουλα, ποιήτρια».
Να ακούω τον Μάρκο να με συστήνει ως ποιήτρια είναι πράγματι σπουδαίο. Στέκομαι άξαφνα σε στέρεο έδαφος εντός.
Δίπλα του όταν περπατώ, νιώθω μικρή ( ευπρόσδεκτο αυτό ) και εύθραυστη καθώς με περνά κοντά δυο κεφάλια και πολλά χρόνια εμπειρίας, γνώσης και ταλέντου. Όμως, νομίζω
ότι με συμπαθεί. Το πιστοποιεί το χαμόγελό του –τόσο ακριβό για πολλούς – και η ειλικρινής χαρά όταν με βλέπει να μπαίνω βιαστικά στο στέκι του, στη «Μπαράκα», στον πεζόδρομο με τα αρχαία της Θεσσαλονίκης. «Καλώς την. Άργησες. Ο Μάρκος νόμιζε πως τον ξέχασες.»
Κι αρχίζει να ξετυλίγει το παραμύθι της ζωής του, χρώματα, σκέψεις. Νεύρα, ενίοτε τιτάνια, χωρίς να κρατά τα προσχήματα. «Τον Μάρκο άμα τον θίξεις αντιδρά άμεσα, δεν κρύβεται ο Μάρκος», μου ξεκαθαρίζει.
Κάποτε φτάνουμε στο τέρμα του πεζόδρομου, ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Μου προτείνει μια σακούλα «Πάρε αυτά», λέει κοφτά, «σοκολάτες για τα παιδιά. Η μεγάλη είναι για σένα».