Όταν γνώρισα τον Χριστιανόπουλο
Τελειόφοιτη με σύστησαν στον δημιουργό της Διαγωνίου που τότε διαβάζαμε ανελλιπώς όλοι όσοι προσπαθούσαμε κάτι να εκφράσουμε στην επαρχιώτικη απομόνωση εκείνης της εποχής. «Πρέπει να τον γνωρίσεις», επέμενε φίλος κολλητός και συνεργάτης του περιοδικού. Ήταν σχεδόν χαμένος πίσω από στοίβες χειρόγραφα, φαινόταν μικρόσωμος με το πολυφορεμένο κουστουμάκι του, το μάλλινο γιλέκο και την γραβάτα με τον μικρό κόμπο. Μιλούσε χαμηλόφωνα και δεν με κοίταζε . Εγώ ένιωσα λες και με είχαν συστήσει στον Καβάφη, την πρώτη μου αγάπη, ευαγγέλιο τα ποιήματά του από τα δώδεκά μου, κάπως συνυφασμένα ήταν τα ονόματα στον νου μου, η κρυφή ζωή που υπαινισσόταν στο έργο του, όσα έλεγαν για τον ιδιότροπο ποιητή κι εκδότη. Κι άρχισα να συχνάζω εκεί τα πρωινά του Σαββάτου, πρωτοετής φοιτήτρια πια, ίσως και κάποια απογεύματα, μαζί με καθηγητές του Πανεπιστημίου, φιλολόγους, επίδοξους πεζογράφους, ποιητές και ζωγράφους.
Ύστερα μεσολάβησαν αρκετά χρόνια απουσίας. Όταν τον ξαναείδα, το 1972, βρισκόταν πια σε άλλο γραφείο και δίπλα εγκαινίαζε την μικροσκοπική γκαλερί της Διαγωνίου. Αυτή τη φορά με κοίταξε, ενδιαφέρθηκε για τους αγγλόφωνους ποιητές που μετέφραζα, την Σύλβια Πλαθ, την Ανν Σέξτον και άλλους, είχα όμως φέρει τη δική μου σοδειά, καμιά εκατοστή ποιήματα που ήθελα να εκδώσω και του τα εμπιστεύτηκα. Επιμελήθηκε εκείνη τη πρώτη έκδοση κι απόμειναν 26 ποιήματα. «Μην τα λες όλα, κόψε, κόψε», επαναλάμβανε και αργότερα, μετά από οχτώ χρόνια συνεργασίας στο περιοδικό με πρώτες μεταφράσεις ποιητών και πεζογράφων, ανάμεσα σε αυτούς και του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το ρεφρέν ήταν πάντα το ίδιο με την ιδιότυπη, λίγο τσιριχτή και συρτή φωνή του, «Κλαίτη μου, πέτρα που κυλάει μαλλί δεν βγάζει», φιλική επίπληξη για τα συνεχή πηγαινέλα μου Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Έμαθα κοντά του και περηφανεύομαι να λέω ότι ήμουν παιδί του Ντίνου Χριστιανόπουλου.