Συνεργείο λουλουδιών
Ξύπνησα
το σκοτάδι ανέπνεε ακόμα.
Περίμενα ν’ ανοίξεις τα μάτια σου
να σου εκμυστηρευτώ
την πρώτη σκέψη της ημέρας.
Ήταν Κυριακή
κάθε μέρα ήταν Κυριακή
όταν ξυπνούσαμε μαζί.
Μ’ αγκάλιασες.
Δεν θέλω να ‘μαι πια βιβλιοπώλης
σου είπα
θέλω να πουλάω ανταλλακτικά
λουλουδιών.
Θέλω να επισκευαστούν
όλα τα χαλασμένα λουλούδια.
Το κοτσύφι
Ας υποθέσουμε
πως γράφτηκε ένα ποίημα
για το κορίτσι που γελούσε
όταν τα δάχτυλά του αγοριού
περπατούσαν στα μάγουλά του.
Πως το ποίημα
κοιμήθηκε είκοσι βράδια
στον κορμό ενός δέντρου.
Ας υποθέσουμε
πως την εικοστή πρώτη μέρα
σχεδόν αξημέρωτα
ένα κοτσύφι
τράβηξε το ποίημα
από τον σπάγκο που ήταν τυλιγμένο
και το μετέφερε στη φωλιά του.
Ας σταματήσουμε τις υποθέσεις
ας μιλήσουμε για εκείνο το κοτσύφι
που τραγουδά κάθε πρωί
το όνομα του κοριτσιού
στα δέντρα του κήπου.
Μπορούσε και ανάποδα
Μπορούσε να περάσει μια ολόκληρη ζωή
αλλάζοντας σκασμένα λάστιχα αυτοκινήτων
παραδίδοντας μαθήματα τάνγκο σε βαρυποινίτες
πίνοντας τσάι σε σκαλωσιές οικοδομών
στοιβάζοντας δίσκους σε χάρτινα κιβώτια
τυλίγοντας βάζα σε χθεσινές εφημερίδες
ανταλλάσσοντας αλκυονίδες μέρες
εισπνέοντας πριονίδι, μελάνι και κιτρινισμένο χαρτί
ναρκώνοντας δισταγμούς και αναμνήσεις
περιμένοντας το τελευταίο δρομολόγιο
των μπλε λεωφορείων
αλλάζοντας το σωστό με το λάθος
κατεβάζοντας γάτους από δέντρα
ανοίγοντας λάκκους για οπωροφόρα
συνθλίβοντας σκουριασμένους σωλήνες
αναζητώντας κουμπιά σε ράγες τρένων.
Πέρασε μια ολόκληρη ζωή
κοιτάζοντας με τα μάτια του πατέρα του
την απογευματινή ζαλάδα.
Μια μικρή πένθιμη ιστορία
Οι αράχνες
έμπαιναν απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα
διέσχιζαν την οροφή του υπνοδωματίου.
Τους θερινούς μήνες
το ταβάνι γινόταν κι αυτό πάτωμα.
Τα καλοκαίρια
ο κόσμος δεν είχε καλή και ανάποδη.
Τα πουλιά περπατούσαν στον ουρανό
οι οικοδόμοι στα μαδέρια.
Σήκωνε το κεφάλι της κι έβλεπε κάτω.
στα μαλλιά της φύτρωνε άσφαλτος.
Η καρδιά της έτριζε σαν ξύλινο δάπεδο
φθαρμένο στο κέντρο, άθικτο στις άκρες.
Ιδρώτας κυλούσε στον λαιμό της.
Το μόνο που αποζητούσε
ήταν μια μικρή πένθιμη ιστορία.
Αντίπερα όχθη
Κάποτε
τα ψάρια διέσχιζαν κάθετα τα νερά
ήξεραν μόνο από βυθό και στάθμη.
Όταν το πρώτο ψάρι
ανακάλυψε την οριζόντια πλεύση
δημιουργήθηκαν οι όχθες.
Ο άνθρωπος
δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη
μετέφερε χωρίς χρονοτριβή
τα όπλα του στη θάλασσα.
Προς τιμήν του ανθρώπου
το κάθετο κολύμπι ονομάστηκε πνιγμός.