Scroll Top

Δημήτριος Τ. Παπαγεωργίου – Ρελάνς

ΡελάνςΈνα παιδί ματωμένο σε αγκώνες και γόνατα
κατηφορίζει ορφανό τον πέτρινο δρόμο του χωριού μας,
θερίζοντας με την ανάσα του ελπίδες και ξόρκια
στις παρυφές των ονείρων του,
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
τον δούλο σου μη ματώνεις άλλο,

ένας παπάς απ’ τα απέναντι ανεμοβλογάει τα σύννεφα
μουρμουρίζει καθισμένος στις σκέψεις του,
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
τον δούλο σου μη ματώνεις άλλο,

στη μικρή πλατεία του χωριού μας
η γριά κουτσομπόλα οργώνει με το βλέμμα της
τις καρδιές των περαστικών,
σταύρωσε τα χέρια της λες και περιμένει το μεγάλο κακό
σκιαγμένη καθώς είναι από τα φονικά που της μαρτύρησε το γέρικο πλατάνι,
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
την δούλη σου μη ματώνεις άλλο,

μόλις κατέφθασαν και οι ετεροδημότες με τα γρόσια τα ξενικά
αγοράζοντας συνειδήσεις, ούζα, χωράφια και γκαζόζες,

-ψηφίστε ανέμελα η ζωή είναι μικρή και όμορφη-

αναφώνησε με κέφι ο Αυστραλός φροντίζοντας την αραιή χωρίστρα του,
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
τον δούλο σου μη ματώνεις άλλο,

ύστερα είναι και αυτός ο σκεβρωμένος δάσκαλος του χωριού μας
στέκεται κοντά στην αρχαία πύλη… τρεμοπαίζει η φιγούρα του σαν το κερί
στον άνεμο που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να σβήσει,
σβήνει άραγε η γνώση μέσα στους αιώνες;
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
τον δούλο σου μη ματώνεις άλλο,

να΄τος και ο ξάδερφος με τα φθαρμένα ρούχα του
απ’ το περβόλι ανηφορίζει γιομάτος από κρασί και χαμόγελο κουβαλάει δυο οκάδες φασούλια στα χέρια,
γενναιόδωρος δουλευταράς έρχεται να μας καλωσορίσει,
κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον
τον δούλο σου μη ματώνεις πια,

να είμαι κι εγώ;
όλα τα παραπάνω

και τίποτα;

(ανέκδοτο)