Όπως είπε η Άρια
είναι ένα φίδι κομμένο
που μοιάζει με φυτό
είναι φυτό που πέρασα για φίδι
Ένα απόγευμα οι φίλες μου σέρβιραν καφέ
με τα ράμφη τους γερμένα στο παράθυρο
Είμαστε φως ή αυτό που το εμποδίζει;
Η μητέρα προβάρει φούστα για παρέλαση
“ Ένα παλιό θεατρικό.” λέει “ Κανένας λόγος ανησυχίας.”
Τις τίγρεις τις ταίζουμε με μπιμπερό
ρίχνουμε μια στάλα στον αγκώνα μας
και προσπαθούμε να την γλείψουμε
στη θερμοκρασία θα φανεί η πιο ευλύγιστη
αυτή που σπάει κόκαλο στην οδηγία
το τσίρκο το επιλέξαμε για σπίτι
κανείς δεν σε παρακολουθεί όταν μετακινείσαι διαρκώς
Διαλέγει αυτή με τη δαντέλα στο τελείωμα
“Στο θέατρο φοράμε τα καλά μας.” λέει
και στο χερούλι δένει μια τούφα από τα μαλλιά της
να πάρω εγώ κληρονομιά, το ακροβατικό της κρέμασμα
Για τον πατέρα έβαλα μια καρέκλα δίπλα
αν γυρίσει ανάποδα στον ύπνο του
από τη μεριά της πλάτης
δίπλα στο κρεβάτι του την έβαλα
να μην πέσει και πεθάνει πιο νωρίς
είναι άρρωστος ακόμη
“Μαζέψτε τα σκυλιά” φωνάζει “ Αυτές τις γριές απ’ το παράθυρο σκοτώστε.”
Έχουμε μπει στη νύχτα, οι φίλες μoυ έχασαν τα ράμφη
μεγάλωσαν ανθρώπινα ως γυναίκες
Κλείνω το φως να μην τις βλέπει και τα σκυλιά ταίζω με κονσέρβες
Πήρα το φυτό στο στήθος μου
και ζωντανεύει φίδι
ήδη γυμνή παρουσιάζω
την πρώτη σκηνή της εκδίωξης
Αυτή είναι η άγγελος που κλαίει στη μηλιά της
Για τις παραστάσεις που δίνω εσωτερικά δεν μιλάω σε κανέναν
ρίχνω μηνύματα στη μέση μου, στο σπόνδυλο με το κενό
για να θυμάμαι εγώ τις βασικές αρχές της ηδονής
το χάδι και τον πόνο
όχι όχι, έγινε ανάμνηση, λυπάμαι
στην Ελένη Γεωργάκη
Το κουνέλι βγήκε από την οισοφάγο μου. Ένα μαλλιαρό μαξιλάρι με γραμμές μελάνης για μάτια. Ίσα ίσα που ανέπνεε και έπειτα εξαφανίστηκε. Ήταν εκεί και μετά η απουσία του. Μία θήκη για κουνέλια στο δωμάτιό μου, άδεια πια. Το γεγονός μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάποδη γέννα. Το θυμάμαι να στροβιλίζεται στο χώρο. Το θυμάμαι να υπάρχει. Χόρεψε με τα τέσσερα πόδια του. Μετά ακίνητο. Πέρασαν αιώνες χωρίς το βλέμμα μας, το δικό μου και το δικό της. Γράφτηκαν έπη με καβαλάρηδες, άλογα, αιμοβόρες μάχες. Κι εμείς στεκόμαστε απλώς στη μέση ενός δωματίου ξερνώντας κουνέλια που βγάζουν ήχους, χέζουν, κοιμούνται, ώσπου σε μια κίνηση του λαιμού να εξαφανιστούν στο μεσημεριάτικο φως πάνω στο τζάμι που μας περιβάλλει. – είδη άγριας πανίδας του ζωολογικού μας κήπου –
Τι λέω στη Θεοδώρα τώρα, που τη βρίσκω αραιά και έχουμε τα ίδια δόντια με τη Λεωνόρα / η τρίτη συνάντηση
Εγώ που σε βλέπω και σχηματίζεις, ένα βουνό της Ασίας, μια λιβελούλα στο νεκρότοπο της Σαμοθράκης, ένα κατάστρωμα πλοίου της ιβηρικής χερσονήσου, τα περίχωρα του Μεξικού. Απαιτείς σιωπή για την τελετουργία δαγκώνοντας το πάνω χείλος παιδικά. “ Να είσαι αθόρυβη, ζωώδης”. Στις λήψεις, η Λεωνόρα μάς κοιτά σαλιώνοντας την μπούκλα. “ Έφτασε μια αγάπη που δεν είναι ερωτική.”, λέει, και στο ανοιχτό μυαλό της χτυπά το λεξικό – φ – : φίλες, φιλία, φιλικός, φιλόζωος. Για την αποκαθήλωση του χρόνου φιλιόμαστε στο μάγουλο. Εμφάνιση τραπεζιού και κέικ. Καθόμαστε. Χέρια σε χέρια.
Η Λεωνόρα ζωγραφίζει.
Τώρα ο κόσμος είναι το κέρατο του ρινόκερου. Χάλασε σαν δόντι και έπεσε. Απέφυγε το σώμα, έγινε χορτάρι όπως τα αντίδωρα των μαλλιών. Στις μπλούζες μας κολλούν τρίχες από τα δέκα ή εκατό χρόνια που εκτυλίσσεται η γυναικεία μας συνάντηση. Το 1946 δίνουμε τον τίτλο: ο έρωτας που μετακινεί τον ήλιο και τα άλλα αστέρια.
περίπτωση εφημερίας
Ήταν το μισό της πρόσωπο
από το κόκαλο φαγωμένο
ένα μπλαβί ηλεκτρικό, ανάκατο
στα είκοσί της χρόνια
“Όχι καθρέφτες παρακαλώ. Φτιάξτε με να πάω στη δουλειά να μην απολυθώ.”
και το δάχτυλο να τρέχει στη βελόνα
να φτάσει πρώτο την τιμή
να βγει διαβήτης νικητής
παιδί ρισκάρει πήδημα
και πέφτει
“ Όταν έφυγε είχε κρύο. Κρύο για εδώ και χιόνι. Η εποχή μου, γρύλισε. Άφησε τις ινσουλίνες.
Πάω από εδώ.”
Βουότα Ένα
– 1 –
Στις ερωτικές επιστολές η παραλήπτρια πρέπει να μένει άγνωστη.
Όχι όμως για σένα που γράφεις και φαντασιώνεσαι τα μέλη της
– Οριστικά ανοιχτά στο στόμα σου ή στο στομάχι-
Όταν υποφέρεις η λίμνη μαζεύεται στις πηγές της
Έχουμε το φαινόμενο της απομάκρυνσης.
– 2 –
Για να είμαστε σίγουρες γράφουμε και σβήνουμε
Το όνομα, το χαμόγελό της από την Ιουδήθ
Για θάνατο διαλέγουμε την απεικόνιση.
– 3 –
Είμαστε μόνες στο λούνα παρκ.
Κάθε συγκρουόμενο και μια ερώτηση
– Ο χτύπος και η λευκή σου ζώνη-
Είσαι εδώ ή με αφήνεις
όπως ο ρινόκερος τα απλωμένα φυτά που κατασπαράζει;
Πενήντα κιλά τη μέρα και στέκει ικανοποιημένος
στη μάζα του
στο συμπαγές του σύμπαν.
– 4 –
Διατηρώ ελάχιστη την πραγματικότητα
καθώς κινδυνεύω να χάσω τις λεπτομέρειές σου
στενεύω τα παπούτσια μου να σε χωρέσω.
Ο πόνος είναι ένα τράβηγμα στο λαιμό
πριν πέσει η λάμα και τον κόψει.
– 5 –
ήρθες τη μέρα και ήρθες τη νύχτα
έγινε το άρωμα παγκόσμιος χάρτης
και χάλασαν οι κλίμακες της αγοράς
τίποτα πια δεν ζητούσαν
τίποτα δεν πουλούνταν
στα φτηνομάγαζα ή στον κυβερνοχώρο
εννέα μήνες αναπνεύσαμε
προτού τα μαξιλάρια ξυλωθούν
και ο ύπνος υποτάξει.
-6-
να / γύρισε / το χέρι γύρισε / η όψη του / το κόκαλό της / η μαντλέν / λιώνει το δέρμα της / η ζάχαρη / στον ουρανίσκο / πίνω / καταπίνω / τη βλέπω / πρόγευμα / σπασμένο στήθος / ουράνια / πουλί και κότα / στύψε / εμένα / στην κουζίνα / τα πιατικά βρωμούν / η χρήση / αποσαφήνιση / εγώ για σένα τι ; / εσύ για μένα πώς; / και έρχεται η αδερφή / το σώμα μας / νερό τροφής / ομφάλιος λώρος / και τώρα διακοπή / η γλώσσα / φτιαγμένη / γράμμα / από την έκτη μέρα ονομάζω
Βουότα Δύο
η ανάγκη μπορεί να δώσει ένα βαθύ φιλί στον χρόνο και
να τον κάνει να χάσει την όραση και την ταχυδρομική του τσάντα
ώστε όλες οι επιστολές που της έχω γράψει να σκονιστούν
στο κατωσέντονο ενός υπόγειου δωματίου, στην πάροδο μιας οδού
με το όνομα Σικελιανού, Παπαδιαμάντη ή Οδυσσέα Ελύτη
και να σωθεί η εαυτή μου από το γράψιμο και το γέλιο της
όταν διαβάσει τα βουνά που έφτιαξε η καρδιά μου
για να τη φτάσω δύσκολα σκίζοντας τα γόνατα
και τα καλά μου δόντια – τα πορσελάνινα, τα ήδη χαμένα στην πρώτη δημοτικού-
παιδικά, με μώλωπες και καψίματα ηλιακά
κρατώντας το στόμα μου ραμμένο
να μην την πω “μαμά” και με αδειάσει
Βουότα Τρία
είμαστε στους γοτθικούς ναούς αγάλματα
διακοσμητικές, όχι σημεία σταθερά του οικοδομήματος
αυτές που λένε “καλημέρα, καλημέρα καλές μου κυρίες”
στους κυρίους δεν μιλάμε
τραβάς το δάχτυλο μπροστά
μού ψιθυρίζεις “Σςς” , και έτσι εγώ σ’ αγάπησα
για την επανάληψη, την απόλυτη θέση, το θράσος να ξεχνάς
όταν στην καταιγίδα η Θεοδώρα πρόλαβε να σώσει τα τρόφιμα
– γλυκά και κέικ έτοιμα –
έχασα ένα δάχτυλο, ένα από τα δύο του έρωτα
και έπεσα στους πιστούς, στους άντρες, στα κοστούμια τους
να τους πλακώσω
μία Σαμψών.
Στο ημερολόγιό σου γράφεις: κάθε φορά που βιάστηκα νόμιζα ότι μου αρέσει