Η ΒΟΛΤΑ
Έλα να πάμε μία βόλτα,
ραγίζει μέσα στο σκοτάδι
σαν κούκλα πορσελάνινη το πρώτο φως,
κάνω σκέτο καφέ
καυτό αφρόλουτρο ροδάκινο μέσα στο παγωμένο σπίτι,
ανάμεσα στα βρώμικα υγρά της λέξης που γεννιέται
στο κέικ και το τσάι με τους φίλους
το γέλιο μας αναρριχώμενο φυτό απ’ την καρδιά στα χείλη,
υπάρχει πάντα ένας χώρος
όπου η σκιά γλιστράει απ’ το σώμα
άδεια σακάκια κρέμονται στην κρεμάστρα,
υπάρχει πάντα ένας χρόνος
που περισσεύει σαν γκρεμός.
Έλα να πάμε μία βόλτα
θα δεις θα ’ναι ωραία,
θα μας δοθεί όλο το τίποτα της νίκης
όλη η δόξα μίας ήττας.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Όταν ο χρόνος ποτήρι που στάζει
περισσεύει από μέσα μου πέλμα άγριου ζώου
ή κάποια γυναίκα που ένα χέρι ζωγράφισε κάποτε στη σπηλιά,
αγάπα με μου λέει.
Δεν μ’ εμπιστεύεται ούτε μ’ ακούει
όλη αισθήματα φτερά πεταλούδας που καίγονται,
αγάπα με μου λέει.
Την βρίσκω να κάθεται στην άδεια πλατεία χειμώνα
την προσπερνώ
αλλά εκείνη το ξέρει πως στο τέλος της νύχτας
θα φύγω μαζί της.
ΤΟ ΤΣΕΡΚΙ
Ακούγονται βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας
ο άνεμος ανοίγει την πόρτα,
είμαι νέα και κρατώ στα χέρια γεράνια
θ’ ακουμπήσω στον κήπο το βαθύ της ζωής μου τραγούδι,
τα χρόνια περνούν
οι γονείς μου ραγίζουν
αρχίζω να σκέφτομαι το τέλος πριν απ’ το τέλος
τις τρύπιες μέρες που κυλάνε σαν τσέρκι,
τότε φορώ κατάσαρκα ποιήματα
ανάβω ένα σπίρτο μέσα στο στόμα του χάους.
ΑΝΔΡΑΣ ΓΥΠΑΣ
Ο ασημής χυμός του φεγγαριού γεμίζει το λαγκάδι,
στις όχθες του νεκρές εδώ και χρόνια οι γυναίκες
πετάει από πάνω τους ο άνδρας γύπας
φτερά γιγάντια, μάτια γεμάτα με νερό,
εκείνες τον περίμεναν
εκείνος τις καταβροχθίζει,
ένας ατέλειωτος χορός στον γύρο του θανάτου.
ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ
Έτσι όπως ήμουν
με το τούλι και το νυφικό
πήρα το τρένο και κατέβηκα στον τελευταίο σταθμό.
Κάθισα στο παγκάκι
γύρω μου αέρας παγωμένος
μια άγνωστη γυναίκα με πλησίασε,
ψιθύρισε «θέλω τη σάρκα απ’ τη σάρκα σου
το αίμα της γραφής σου»,
όταν τη ρώτησα ποια είναι
εκείνη είπε τ’ όνομά μου.