ΤΥΧΕΡΑ ΣΗΜΑΔΙΑ
Ήσουν εκεί κάθε πρωί·
άπλωνες τα βρεγμένα μάτια σου
στον κήπο με τις ροδιές,
νύχτες από πέταλα αλόγων
στα χέρια καρφωμένες,
μια φωνή περασμένη με χάντρες στο λαιμό σου μάθαινε τα λόγια· έχει σιωπή μπροστά και παγωμένες μέρες έχει και μεσάνυχτα κλειδωμένα, άγλυκες λέξεις έχει ξύλινες παγίδες ονείρων.
Ήσουν εκεί τα πρωινά
έσταζαν τα μάτια σου κόκκινες βροχές,
καλπασμοί ξυπνούσαν τους εφιάλτες τους
όσο μάζευαν τους καρπούς σου να τους σπάσουν την επόμενη πρωτοχρονιά.
ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Η πρώτη μας
καθορισμένη συνάντηση
ήταν δίπλα σε ερείπια παντοπωλείου προς ανοικοδόμηση, νοικιάσαμε το ανατολικό διαμέρισμα· ακούγεται απο ´κει τα βράδια ήχος παλιάς ταμειακής, οργισμένες οφειλές μας ξυπνάνε· κρύψε στα λευκά σου χέρια τις πληγές, απόψε δεν θα μας αναγνωρίσουν· απόψε θα κοιμηθούμε νωρίς θα πάρουμε τα απαραίτητα θα πληρώσουμε ακριβά και σε φάκελο σκληρό θα θάψουμε τις αποδείξεις εναντίον μας.
ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΑ ΜΕΡΑ
Πάει καιρός
η τελευταία μας συμφωνία
μια μέρα ήταν
τη θυμάμαι
να τρέχει πίσω μας
ολόκληρη,
να φωνάζει με το μικρό μας όνομα
τις ανυπόμονες ζωές
που έσταζαν
από το πρωί
στα στρωμένα σκεπάσματα.
Κοιμήσου ήσυχος πια.
Ξεπλήρωσε η μέρα εκείνη
κάθε εκκρεμότητα·
κι αν τελείωσε
σε μια άδοξη διασταύρωση
χωρίς ίχνος τέλους
εκεί που οι δρόμοι δεν ξεχωρίζουν τις αποχρώσεις, ποιος φορούσε λευκά ποιος ξέχασε ανοιχτά τα φώτα ποιος έμεινε εκεί ποιος πέρασε απέναντι ποιος ήταν απέναντι, έχουμε ακόμα καιρό για καινούργιους αδιευκρίνιστους αποχαιρετισμούς και καλοπληρωμένες ατελείς συμφωνίες.
ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ
Στης φωταγωγημένης πλατείας το μνημείο,
στο ξωκλήσι της στροφής
πάνω στον έρημο δρόμο,
στον βορινό βράχο με τα απότομα σκαλιά,
στα χαραγμένα μάρμαρα των απολογισμών,
στων πεύκων τα επίμονα δάση,
στα κλειστά βλέφαρα των γενναίων,
στα ξεχασμένα λάφυρα
των ισημερινών
έλα να με βρεις.
Αναμμένο θα καίει ένα τραγούδι
από κείνα που σέρνουν
τα ανάποδα βήματα
στο κόκκινο ηχόχρωμα
των κυπαρισσιών.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΙ
Καθήσαμε ήσυχα
στην άκρη μιας παγωμένης εικόνας
μπροστά μας το άχρωμο βάθος
των αποκαλύψεων
πίσω μας
δανεικά αποφθέγματα ματαιότητας·
χρόνια μετά
στην ίδια θέση
ξεδιψάμε σαν δυο σταγόνες απαράλλαχτες
με γκρεμούς και ρέματα
μόνιμες κατοικίες
της ανωνυμίας μας.