Kαλύτερος εγώ
Τα βέβαια ρώτησα, τα σίγουρα γκρέμισα.
Την όραση ξεμάκρυνα και πιο μακριά ατένισα.
Τη δική σου πλευρά είδα, το συναίσθημα σου πρόσεξα
και για πρώτη φορά στο ρόλο του κριτή και στον φόβο δεν προσέτρεξα.
Τα κουτάκια του μυαλού για χρόνια γέμιζα,
εκείνα με τα χρόνια όλο και πλήθαιναν,
μα ολοένα και πάλι αδειανά όλα τους απέμεναν.
Κουτάκια σκοπό κι αξία στη ζωή έδιναν,
το νου απ’ τα ανεξέλεγκτα έπαιρναν,
την όψη των καλύτερων μ’ασφάλεια μακριά κρατούσαν.
Τα’ κλεισα, τις πόρτες και τους τοίχους μέσα σε οδύνη πένθησα.
Για να σε δω, τα λόγια σου για ν’ ακούσω, την θέση σου για να νιώσω,
τον χώρο άδειο άφησα, τον νου και την σκέψη κενά σ’εσένα ακούμπησα.
Όχι ότι εύκολο είναι, ούτε και πάντα κατορθωτό.
Σειρήνες εδώ κι ανύποπτα αλλού,
στην αδυναμία του μυαλού και της στιγμής την μπόρα, παραμονεύουν.
Κοντά τους με καλούν και κάπου-κάπου, επικίνδυνα κοντά,
από μένα κάτι σαν να γυρεύουν.
Αργά τη νύχτα
Καιρό είχα
το φωτεινό σκότος της νύχτας
να ματαδώ
και το κορμί με κίνηση ζωηρή
να αισθανθώ.
Χρόνια πέρασαν από τότε που
θελκτικά σκοτάδια
τον δρόμο μου δειξαν
και σε τυφλά μονοπάτια
μ’ ασφάλεια μ’ οδήγησαν.
Της μέρας η απατηλή καθαρότητα
σε σειρά απαράβατη
τη ζωή μου έχει κλείσει.
Το τόσο φωτεινό πρωινό
την όραση της καρδιάς
έχει θολώσει.
Το βουητό του πλήθους
τη μοναδική παρουσία
έχει διαγράψει.
Απρόσμενα τη νύχτα
τώρα περπατώ,
προσεκτικά μέσα της εισχωρώ
και δίπλα απ’ την αλλοτινή μου ματιά
τώρα περνώ.
Στην θορυβώδη ησυχία της νύχτας
τώρα σιγοτραγουδώ
και τον εαυτό μου σ’ αθέατο καθρέφτη
μετά από καιρό αντανακλώ.
Νεόνυμφοι αμέριμνοι
μέσα στη νύχτα
γιορτάζουν,
κάτω απ΄ τη γέφυρα και το ψιλόβροχο
αράζουν.
Αργά τη νύχτα,
δίπλα τους εγώ αόρατα
περνώ,
την αύρα τους στη μέρα
με ξαφνικό κουράγιο
τραβώ
και τις αλυσίδες της ζωής μου
με δύναμη νέα
βαστώ.
(Γλασκώβη, 2014)
Άτρωτος εαυτός
Άτρωτος εαυτός.
Αυτός είναι που μωρά, παιδιά, ενήλικοι κι υπερήλικοι
με πόνο και τίμημα μεγάλο επιζητούν.
Αυτός είναι που τις ζωές δυναστεύει
και την παρουσία του σ’ αυτές μ’ αμφιβολία καμία εδρεύει.
Άτρωτος, δυνατός κι αλύγιστος εαυτός
την αποδοχή κερδίζει, την κανονικότητα ορίζει·
την αγάπη γονιών, φίλων, εραστών κι αγαπητών κερδίζει.
Με ντροπή την αδυναμία, ανημποριά και τρωτότητα γεμίζει·
στην κόλαση της απαξίας με στόμφο τα λάθη και την φύση του ανθρώπου βυθίζει.
‘Ατρωτος εαυτός πειστική παράσταση δίνει,
χαμόγελο στα χείλη καρφώνει·
το αίμα που από την καρδιά τρέχει,
με φτιασιδώματα κοινής χρήσης καλά καλύπτει.
Άτρωτος εαυτός ψεύτικη δύναμη χαρίζει
και θυμό το μυαλό γεμίζει·
σε μοναχική, κουραστική κι αδυσώπητα περήφανη πορεία
τη ζωή εθίζει·
στην φυλακή του φόβου της απόρριψης,
μέχρι το τέλος, τον άνθρωπο εκεί μαντρίζει.
Φυλακή τέτοια κι αδιόρατη που’ναι,
ο άτρωτος εαυτός εμάς μπερδεύει
κι αντίπαλο δέος από την πρώτη ως την τελευταία μέρα,
μέσα μας κι έξω από μας παραμένει.
Βεγγαλικά (Βοnfire)
Βεγγαλικά,
της εκκωφαντικής εορτής
τυμπανοκρουσία.
Στο σκότος της νύχτας, τα χαμόγελα πλατιά,
οι κραυγές χαράς απελπισμένες.
Στα φώτα και τους κρότους των βεγγαλικών,
τα ποτήρια γεμάτα, τα φαγητά πρόχειρα,
οι αγκαλιές τυχάσπαρτες.
Είναι τούτη μία ακόμα περίσταση
που χαριτωμένοι και αγαπητοί καμωνόμαστει,
καλύτεροι από πριν για λίγο καλλωπιζόμαστε.
Είναι τούτη μία ακόμα νύχτα
που ενθουσιασμό και χαρά επιτάσει,
που πρωταγωνιστές και κομπάρσους προσεκτικά παρατάσει
και στην απόδοση του ρόλου αποφασιστικά την ενέργεια μας υποτάσσει.
Γουστόζικα ρούχα φορώ, την έξωθεν καλή μαρτυρία ποθώ
κι αποδείξεις αλήθειας και σιγουριάς στα χέρια μου φανερά κρατώ.
Ωσάν ταγμένος την καλή μου διάθεση να διαφημίσω,
την ευγνωμοσύνη μου στα δώρα της ζωής σ’ όλους θέλω να επιδείξω.
Ενόσω κρότοι και φώτα εμέ επευφημούν, καλή την τύχη μου ορίζουν
και το χρέος μου σ’αυτή να υποταχτώ ολοένα και μου υπενθυμίζουν.
Χωρίς σκέψη δυστροπίας,
δίχως ψίγμα δυστυχίας,
στο ξέφρενο γλέντι μετέχω,
στης φωτιάς τη φλόγα το σώμα μου προστρέχω,
στο πάρτυ ρόλο έτσι κι εγώ με ασφάλεια κατέχω.
Βεγγαλικά,
εκκωφαντική εορτή, bonfire λοιπόν!
Βεγγαλικά την μοναδική ύπαρξη
καλύπτουν,
τα εκτυφλωτικά σχέδια τους
τα σκοτάδια του νου και της καρδιάς για την ώρα
αποκρύπτουν.
Σιωπή
Στέκομαι.
Ορθός, απ’ της σιωπής το βλέμμα αποστρέφω,
την πτώση στο γκρεμώδες το ύψος της αποτρέπω.
Ετσι, τη μέρα και τη νύχτα μ’ αγωνία ακόμη παλεύω.
Κάθομαι.
Άνθρωπε στιγμιαία δικέ μου,
αγάπη σ’εσέ με λόγια πολλά προσφέρω,
την σιωπή καμώνομαι πως μήτε που ξέρω.
Έτσι, τεχνητά την καρδιά και το ζεστό κορμί κοντά σου κρατώ,
την αποκοπή από εσέ προσωρινά αφηφώ.
Σιωπή.
Τ’απωθημένα μου ν’ακούσω επιβάλλεις,
ως η σκληρότερη συνθήκη σ’ όλα μου τα χρόνια εσύ προβάλλεις.
Την τελική μου ήττα καλά κι αν γνωρίζω,
στον απομείναντα χρόνο τον αγώνα ενάντια σ’ εσέ συνεχίζω.
Τον θόρυβο και το νιώσιμο του πόνου για ν’αναστείλω,
πεισματικά στην όψη των απωθημένων την πλάτη μου γυρίζω.
Σιωπή.
Να σ’ εκτιμήσω δεν τόλμησα,
σωστά να σε ζυγίσω δεν κίνησα.
Έτοιμος για την ανυπερβλητότητα σου
στιγμή καμιά δεν ένιωσα.