Scroll Top

Πηνελόπη Αλιβιζάτου | Ποιήματα

Δελτίο Ταυτότητας

Στην κορυφή του βουνού το κατάρτι,
στο δέντρο η καμινάδα,
φρέσκα τα ίχνη.

Ψηλαφώ συντεταγμένες,
βαδίζω με μάτια δεμένα,
ψάχνω χωρίς χέρια στα ερμάρια,
οσφραίνομαι το ασπρόμαυρο των λέξεων,
γεύομαι τη σκόνη των πραγμάτων.

Δραπετεύω
σε ιπτάμενα βαγόνια
με την ταυτότητα του Ίκαρου.

Επίσκεψη σε κοσμηματοπώλη

Όρθιος στεκόταν στην κάμαρη στη σοφίτα.
Φορούσε μόνο ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα
και στον λαιμό έναν γιακά.
Μίλαγε με ποίηση, με παραλήρημα λέξεων
ορμητικών, για την αγάπη.
Από τα ανοίγματα έρχονταν ευωδιές πεύκου
και ροές από ρετσίνι,
φορές φορές πλημμύριζε τον χώρο
μεθυστικό άρωμα νυχτολούλουδων.

Στα χρόνια της επιστροφής,
ανέβηκα στη σοφίτα,
να μυρίσω στον αέρα
τους στίχους.
Ένα μανικετόκουμπο υπήρχε,
σκονισμένο, στη θέση
που απήγγειλε.

Το έδεσα σε δαχτυλίδι.

Ο Νώε δεν πέρασε από δω

Βροχή σκληρή,
ταίριαζε
στην καταιγίδα της ψυχής.
Βούλιαζαν όλα σε νερό και λάσπη,
δεν άλλαζε βήμα, φοβόταν να χαθεί
στο απέραντο ίδιο.
Ήθελε να φωνάξει, αυτό μόνο.
Είχε μαζί του ομπρέλα δίχως πανί
κι ένα φτερό παγωνιού για μαντήλι.

Ένα γιασεμί
τον σήκωσε,
έμεινε κάτω
η πλημμύρα.

Ο γείτονας σε ώρες περισυλλογής

Βήματα αργά,
σκέψεις, ενόχληση γεμάτες∙
τις μάζεψε,
όπως τα απλωμένα ρούχα πριν τη βροχή,
τις δίπλωσε στα τέσσερα με προσοχή,
τις έχωσε στο εσωτερικό του παλτού.

Η μυρωδιά του παλιού,
έφτανε στα ρουθούνια του,
από το υπόγειο της τσέπης.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια,
ελπίζοντας ότι,
τα τσακίσματα και η υγρασία,
δεν θα του επέτρεπαν ξανά,
να τις διαβάσει.

Φωτογραφία γάμου στην εξορία

Ξάπλωσαν καταμεσής της ερήμου
τη σκέπασε με άμμο,
ακούμπησε δίπλα της,
τη φωτογραφία από τον γάμο.
Αν ήξερα, του είπε,
θα είχα φυλάξει
το παγούρι με το νερό
και το ανθισμένο σεντόνι∙
δεν περίμενα τόση ξηρασία,
τόσο πόνο χωρίς όρια,
να μένω,
με τέτοιον ήλιο
χωρίς ένα πέπλο.

Βιογραφικό Πηνελόπη Αλιβιζάτου