Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ…
Ό,τι χρειάζεσαι,
στον προορισμό για να φτάσεις…
Γερό σκαρί μες στο νερό,
δυνατά μπράτσα στο κουπί,
και καθάριο νου στη θαλασσοταραχή.
Έτσι, στα ύψη και τα βάθη των κυμάτων
το ηθικό του πληρώματος θα δοκιμάσεις…
ΕΝΘΕΡΜΕΣ ΚΟΙΝΟΛΟΓΙΕΣ
Tην ένθερμη στάση σου κοινολογείς,
μα ποτέ δεν ομολογείς την κρυφή σου ενοχή.
Καημό το ’χεις να μη σου πουν: «συνδιαμορφώνεις».
Κάπου ‘κει, πιάνεσαι γερά απ’ την παύση που ακολουθεί.
ΤΟ ΒΑΡΟΣ
Βαραίνει το σπίτι σου. Βαραίνει,
όσες προσπάθειες του σώματος κι αν καταβάλεις.
Εκείνο θα βαραίνει, χρόνο με το χρόνο.
Μάλιστα, θα τείνει επί τα χείρω,
αν οι προσπάθειες σου είναι μόνο πνευματικές,
και θα συνεχίσει να βαραίνει, και να βαραίνει…
Ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα.
Κάπου εκεί, όμως, έχεις την καλή σου προίκα…
Αξιοπρέπεια τη λένε. Αν τη σεβαστείς, αν την ακούσεις,
αυτή θα αντισταθεί σθεναρά για σένα —
με «θέλω» σε κάθε «δεν μπορώ» σου
και συνάμα με «ας είναι» σε κάθε τέλμα σου.
Στο τέλος, θα σου χαρίσει ένα χαμόγελο,
τόσο μεγάλο ώστε να ελαφρύνει κάθε βάρος.
Ο ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ
Στο υπνοδωμάτιό μου, δικό μου όσο και το κουφάρι μου. Πίνοντας κλεφτές γουλιές ζεστού καφέ, προσπαθώ να γίνω ένα με την πίκρα και τη ζεστασιά του. Δεν υπολογίζω τον καιρό. Ο πρωινός καφές μου θέλω πάντα να είναι ζεστός και ελληνικός. Ακόμη κι αν το κατακάθι με πνίγει, εγώ προτιμώ να ανακατεύω λίγο-λίγο τη σιωπή.
Έτσι, ώσπου να μου θυμίσει ότι μόχθησα μέχρι εδώ για ό,τι είμαι και να συνεχίσω…
Μόλις κρυώσει λίγο ο καφές, τον ξαναζεσταίνω και βρίσκω συντροφιά. Αν κρυώσει η καρδιά και το μυαλό πιο γρήγορα από τον καφέ μου, τότε σηκώνομαι ευγενικά και απομονώνομαι ξανά. Αν δω ότι ο καφές έχει γίνει νεροζούμι, βάζω μισή κουταλιά καφέ για να με τονώσει.
Αν, πάλι, είναι πολύ δυνατός, προσθέτω νερό. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζω.
Κάθε τέτοιο πρωινό, όταν εντοπίζω μια αλλαγή —όσο αμυδρή κι αν είναι— μου αρκεί. Γιατί μου θυμίζει πως ρέω. Όπως αυτός ο καφές.
Και κάπως έτσι, συνεχίζω.
ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ
Με τα πόδια γυμνά να ακουμπούν τον πυθμένα του σιντριβανιού —σε εναντίωση προς την αισθητική του γλύπτη, που τα ήθελε γυμνά και στον αέρα.
Φρόντισε οι αποσκευές του να είναι άδειες πριν λουστεί. Φυσικά, όχι μόνο άδειες μα και ορθάνοιχτες καταγής.
Λίγο παραπέρα ένας φιλόδοξος νέος έπαιζε κιθάρα, ακολουθώντας το “Smells like teen spirit”. Όχι και ιδιαίτερα κοντά στον ζητιάνο, καθότι τον αγριοκοίταζε σθεναρά κάθε φορά που ένα κέρμα έπεφτε στη θήκη της κιθάρας του.
Όταν η κιθάρα γινόταν μελωδικότερη, η ματιά του ζητιάνου ξέφευγε προς τον μαυροπίνακα του σουβλατζίδικου. Τότε, το λευκό του ματιού του κοκκίνιζε και οι κόρες μεγάλωναν σαν του αρπακτικού, βλέποντας το θέαμα…
Πίτα μεγάλη απ’ όλα: 5€.
Δεν ήθελε πολύ για να γίνει έξω φρενών: «Πάρε την κιθάρα σου και πήγαινε αλλού, κιθαρίστα της δεκάρας…».
Στο άκουσμα, μια παρέα νεαρών φοιτητών, που έπινε τον καφέ της και τα βιβλία την κρατούσαν σε απόσταση από το κρύο μέταλλο του πάγκου, έβγαλε τα κινητά της και άρχισε να τους βιντεοσκοπεί.