Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Γεωργούλα («εποχή συγκομιδής», Μανδραγόρας, 2020) συνεχίζει την πορεία του δημιουργού στην υπαρξιακή και κοινωνική ποίηση και επεκτείνει τον γλωσσικό πειραματισμό που εντοπίσαμε ήδη στην πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα[1].
Στη σύνθεση της συλλογής εμφανής είναι η αναζήτηση της παιδικότητας, ως συμβόλου της ανεμελιάς. Το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στο παρελθόν, στα χρόνια της αθωότητας μακριά από τις αγωνίες και τις ενοχές του ώριμου παρόντος (ορθοπεδία, νουθεσίες, σιλωάμ, εποχή συγκομιδής), ενίοτε με μία δόση υπαρξιακού διπολισμού (συναλλαγή, εποχή συγκομιδής). Το πρωτοενικό υποκείμενο μελαγχολεί μπροστά στον απολογισμό, για τα χαμένα όνειρα, την παιδική ανεμελιά και τις αταξίες. Η παιδικότητα μοιάζει να αποκτά μία ιερότητα, ως συμβολική δύναμη αντίστασης στον ρεαλισμό, ως μυστικιστική αναγέννηση της αθωότητας. Η επιστροφή αυτή, θεμελιωμένη πάνω σε ένα υπαρξιακό υπόστρωμα, μετατρέπεται σε έναν έλλογο θρήνο για την ενηλικίωση ως κοινωνικό αποτύπωμα. Η μνήμη (ορθοπεδία, διαλογητήριο, ας τελειώνουμε και μ’ αυτό, η επιμονή της γεύσης, Κική, μέρες του κρύου), οι ευθύνες του ενήλικα και ο έρωτας (στο τέλος της ηδονής, παρολίγον έρωτας, μία πιθανότητα, άγημα) εμφανίζονται σα μια περιπέτεια της αδαμικής απελευθέρωσης και της εισόδου στη μέση ηλικία.
Η μνήμη ως έκφραση υπαρξιακής αγωνίας (χειρονομίες αιώνες, ημέρες ζωής, έμαθα να, συνειδητοποίηση) λειτουργεί σαν αντίδοτο στο αναπόφευκτο. Αποτελεί στοιχείο επίγνωσης της ωριμότητας. Η ανθρώπινη τραγικότητα βασίζεται στη συνείδηση του τέλους, όπως το θέτει η μνήμη και η αγωνία για το μέλλον, κοινωνικό ή ατομικό. Ωστόσο, η ποίηση του Γεωργούλα δεν θεμελιώνεται σε κάποιο ποιητικό εγωισμό ή ατομισμό. Το κοινωνικό στοιχείο έχει μία διαρκή παρουσία πλάι στο πρωτοπρόσωπο υποκείμενο. Ο ποιητής δε ζει ξεκομμένος από την κοινότητα. Το α’γραμματικό αφηγηματικό πρόσωπο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινότητας και φέρνει στην επιφάνεια κοινά και ατομικά βιώματα, ως συλλογικός νους, ασκώντας τελικά κριτικό λόγο.
Η ποιητική του Γεωργούλα αναζητώντας διέξοδο από την πνιγμονή της συστηματικής γλώσσας βρίσκει καταφύγιο στο άλογο και την εισαγωγή ψηφίδων από τον κοινωνικό βίο (ύμνος για το τίποτα, απόδημοι, επ-ανάκτηση, λήθη). Το μεταϋπερρεαλιστικό στοιχείο στη ρητορική του απομακρύνει τον ακροατή/αναγνώστη από την καντιανή αισθητική. Τον ξαφνιάζει και τον υποχρεώνει να στοχαστεί, με αφορμή το ποίημα, τον κόσμο που τον περιβάλλει (θλιψογελώντας, στίγματα, ας τελειώνουμε και με αυτό). Η αισθητική αντίληψη του Γεωργούλα συνδέει διαλεκτικά τον λόγο της υπερπραγματικότητας με τον κοινωνικό χώρο μέσα στο πρίσμα ενός μεταμοντέρνου αθροίσματος κοινωνικών θραυσμάτων. Συμβάλλει στην άρθρωση της κοινωνικής αγωνίας(μία φορά, στο τέλος της ηδονής, ίδιο γκρίζο, απόδημοι).
Χωρίς να ενδιαφέρεται για την αποδόμηση του νοήματος, όπως ο κλασικός υπερρεαλισμός, ο Γεωργούλας αποδομεί την αντίληψη για το κεντρικό περιεχόμενο του ποιήματος. Η αποδόμηση αυτή δεν έρχεται μέσα από την ανανέωση της φόρμας, αλλά από το συνειρμικό περιεχόμενο και το ανοιχτό κείμενο. Τα υπερρεαλίζοντα στοιχεία και η εικονοπλαστική αποκλίνουσα γλώσσα των συνθέσεων οικοδομούν ένα αινιγματικό –κατά τον Αντόρνο– κείμενο. Τα ποιήματα της συλλογής δεν αποτελούν κάποιο κλειστό δίκτυο νοημάτων ή μηνύματος. Η ανοιχτότητα του κειμένου του Γεωργούλα δεν ορίζεται από τα κενά και τα μπλοκαρίσματα, αλλά από το συνονθύλευμα των εικόνων που εισάγονται στον στίχο μέσω του υπερρεαλίζοντος στοιχείου.
Η ανατροπή της συμβατικής γλώσσας ανοίγει τις ερμηνευτικές εικόνες (Barthes), γιατί η γλώσσα αποτελεί δομικό υλικό ιδεολογίας και ταυτόχρονα μέσο επιβολής της. Μέσω αυτής η ιδεολογία κωδικοποιεί τις αναπαραστάσεις και τις σκέψεις, ως πρωτογενής κώδικας (Eco) και ταυτόχρονα ζωντανεύει το κοινωνικό φαντασιακό (Καστοριάδης). Το φαντασιακό δημιουργεί τη γλώσσα και η γλώσσα την ιδεολογία συνθέτοντας τη συνείδηση των εξουσιαστικών δυνάμεων της αναγνωστικής κοινότητας. Και σε αυτή την τυποποιημένη γλώσσα επιτίθεται ο Γεωργούλας.
Με τη χρήση αταίριαστων ονοματικών και ρηματικών συνόλων διαμορφώνονται φυγόκεντροι νοηματικοί προσανατολισμοί. Έτσι ο ποιητής παραδίδει ένα απροσδιόριστο κείμενο, το οποίο ως ανοιχτό σύστημα επενεργεί διαφορετικά σε κάθε αναγνώστη. Οι συνθέσεις του δεν κατευθύνουν, σα μονόδρομος, τον αναγνώστη σε ένα κεντρικό μήνυμα. Είναι διαρκώς ανοιχτές σε ερμηνείες. Η συνειρμική κίνηση των εικόνων και οι υπερρεαλίζουσες μεταφορές και μετωνυμίες επιτρέπουν στον δημιουργό να εισάγει ένα πλήθος διαφορετικών θεμάτων στον ποιητικό διάλογο, παρά το γεγονός ότι το κολάζ αυτό εικόνων και η μίξη νοημάτων δυσχεραίνουν την κίνηση της ανάγνωσης και μοιάζουν με ένα “θορυβώδες” κειμενικό τοπίο από το οποίο χάνεται το κέντρο βάρους.
Μέσα από το νοηματικό και εικαστικό μωσαϊκό όμως δεν αναδύεται ένας λόγος απαισιόδοξος. Αντίθετα, η ποίηση του Γεωργούλα είναι βαθιά ανθρωποκεντρική γεμάτη ευαισθησία, σε μια εποχή απάθειας και ατομισμού. Η αισιοδοξία αναδύεται άλλοτε μέσα από το ερωτικό περιεχόμενο κι άλλες φορές μέσα από τον μεταϋπερρεαλιστικό λόγο και τις γεμάτες κίνηση εικόνες (συναλλαγή, οιωνοσκοπία).
[1] βλ. Δήμος Α. Χλωπτσιούδης, Η ποιητική του πένθους στον Γιώργο Γεωργούλα, κριτική στην ποιητική συλλογή «ελλείψει συνοχής» (LIBRON Εκδοτική, 2017), tvxs.gr, 29/1/2018.