Scroll Top

Christos R. Tsiailis, Cyprus

Christos R. Tsiailis, CYPRUS

Sphinx 2020

The things spring should

The Poems

Sphinx 2020

You stopped us abruptly
your mighty head
your fearful body
blocked the course
that for years we steered with prowess.

Panic
dispute
great anticipation
a few at the front were discussing with you
“enigma”
was heard at the backmost gatherings
“an enigma to answer”.

And there it was, an enigma
or else we would not proceed
in rage we pushed there forth
we were the ones to answer
and what did they know of riddles and such calculations?
Such remarks are what make me take steps back
I started hiding
I started feeling shame,
who were we
to defy the rulers’ skills?

Line after line
they started killing each other
those who had stretched the rope years now
and stopped talking, those who once
got too close
yet we all, all pushed
I, for disengagement
the others for entrenchment.

The beast across was gazing at our mob
with an abominable satisfaction
what an imposing scanning of its flaming stare
it was as if she’d mastered
walking by our side
without moving a leg.

Suddenly -I swear- I felt
-I personally- (albeit how much it shames me to say)
that she stared at me exclusively
as I was standing last
at the backlines of the conflicting hordes
and as I averted my gaze
she sought it again with her huge eyes.

You wanted me to answer
you wanted me to pioneer
to defy any hierarchy
to outrun scientists, anthropologists
the smart kids school in school out
as they discussed the enigma – oh how nice a doing- with their teachers
you wanted me, the last one, to come forth
to face you
maybe you made this enigma not to be answered
or perhaps you made it to be answered by the petty.

Whichever your will had been
I should’ve taken the first step for the following row
“aren’t you afraid of her, so formidable and overbearing, smart, deceitful”,
a child asked me holding his grandad’s hand
I had nothing to respond
hands tied behind my back
and my head committed
to calculate
to have the solution ready
when I’d reach her
and how would I explain to the child
that I was doing it for him
and that the course was interrupted
because of me?

On the second step I was attacked by the wounded
they bit me like dogs, they tore my clothes like hyenas
snakes that poisoned me
they burned me
they hanged me.

When I reached front row in tribulation
without eyes anymore
without voice
without gender
myself crawling like a snake
a harmless snake
no apple no venom
like an empty inflatable floating
(and whom had I forgotten all this long)
how sweetly, prudently did the Sphinx invite me.

I was nervous, had nothing to tell her
she stretched her leg
I crawled upward
and as she whispered in my ear
everything changed that moment on.
I found my shape again
arms and legs grew back, I stood upright
primped myself
and ready as ever I nodded everyone to pass.

The enigma had been answered
without me uttering a word,
for another enigma than this the sphinx did not know how to ask
but how could we be aware
of such details
as we never look in the handouts of history
when the great challenges come.
The enigma was answered
because I was there,
because the answer is always the same
and we lose it from time to time
until the march is interrupted
and someone suffers as a human
sometimes you, sometimes I,
for the sphinx to be convinced.

Σφίγγα 2020

Μας σταμάτησες απότομα.
Το τρανό σου κεφάλι
το θηριώδες σου σώμα
έφραξαν την πορεία
που χρόνια τιμονιάραμε με μαεστρία.

Πανικός
διαφωνίες
μεγάλη αδημονία
κάποιοι μπροστά μαζί σου συζητούσαν
“αίνιγμα”
ακούστηκε στις πίσω μαζώξεις
“αίνιγμα ν’ απαντήσουμε”.

Αίνιγμα, λοιπόν, αλλιώς δεν προχωρούσαμε
με οργή πια σπρώχναμε να πάμε εμπρός
να απαντήσουμε εμείς
και τι ξέρανε εκείνοι από αινίγματα και τέτοιους υπολογισμούς;
Τέτοια άκουγα και έκανα βήματα πίσω,
άρχισα να κρύβομαι
άρχισα να ντρέπομαι,
ποιοι ήμασταν εμείς
να αψηφήσουμε την ικανότητα των ηγεμόνων;

Σειρά τη σειρά
αρχίσαν μεταξύ τους να σκοτώνονται
αυτοί που χρόνια τώρα το σκοινί είχαν τεντώσει
σταμάτησαν να μιλάνε αυτοί που κάποτε
πολύ κοντά βρεθήκαν
μα όλοι, όλοι σπρώχναμε
εγώ για αποδέσμευση
οι άλλοι για εμπλοκή.

Το θεριό απέναντι αγνάντευε στο πλήθος μας
με μια ευχαρίστηση ειδεχθή
ήταν επιβλητικό το σκανάρισμα της φλογερής ματιάς της
ήταν ωσάν να πέτυχε
να περπατάει στο πλάι μας
χωρίς πόδι να κουνήσει.

Ξάφνου ορκίζομαι ένιωσα
-εγώ προσωπικά- (όσο κι αν ντρέπομαι που το λέω)
πως κοίταξε εμένα αποκλειστικά
όπως στεκόμουν τελευταίος
στων αντιμαχούντων τις ορδές
κι όπως απέστρεψα το βλέμμα μου
το έψαξε ξανά με τα τεράστιά της μάτια.

Με ήθελες να απαντήσω εγώ
με ήθελες να πρωτοστατήσω
την ιεραρχία ν΄ αψηφήσω
να υπερπηδήσω επιστήμονες, ανθρωπολόγους
τα έξυπνα παιδιά σχολείο με σχολείο
που το αίνιγμα συζητούσανε -και τι ωραίο αυτό- με τους καθηγητές,
ήθελες εγώ, ο τελευταίος, μπροστά να έρθω
να σε αντικρύσω
ίσως να έφτιαξες το αίνιγμα αυτό για να μην απαντηθεί
ίσως να έφτιαξες το αίνιγμα για να το απαντούν οι τιποτένιοι.

Όποια και να ήτανε η βουλή σου
έπρεπε να κάνω το πρώτο βήμα για να περάσω σειρά
“δεν την φοβάσαι, έτσι τρανή κι αγέρωχη, έξυπνη, δολοπλόκα”;
παιδί με ρώτησε κρατώντας του παππού το χέρι
δεν είχα ν’ απαντήσω
οπισθάγκωνα δεμένος
και στο μυαλό πια δεσμευμένος
να υπολογίζω
τη λύση έτοιμη να είχα
όταν θα έφτανα μπροστά της
και πώς θα εξηγούσα στο παιδί
ότι για εκείνο θα το έκανα
κι ότι η πορεία εξαιτίας μου διεκόπη;

Στο δεύτερο βήμα μού επιτεθήκανε οι τραυματισμένοι
με δάγκωναν σαν σκυλιά, μου σκίζανε σαν ύαινες τα ρούχα,
φίδια που με δηλητηριάζανε
με κάψαν
με κρεμάσαν.

Στην πρώτη σειρά όταν έφτασα κακήν κακώς
χωρίς μάτια πια
χωρίς φωνή
χωρίς φύλο
συρόμενος ο ίδιος σαν φίδι πλέον
μα ένα φίδι άκακο
χωρίς μήλο, χωρίς φαρμάκι,
σαν άδειο φουσκωτό επιπλέον
(και ποιους είχα ξεχάσει στην πορεία)
γλυκά, συνετά η Σφίγγα με καλωσόρισε.

Ήμουν αμήχανος, δεν είχα κάτι να της πω.
Άπλωσε το πόδι της
σύρθηκα επάνω
κι όπως μου ψιθύρισε στ’ αυτί
όλα άλλαξαν το επόμενο λεπτό.
Βρήκα ξανά τη μορφή μου
βλάστησαν χέρια, πόδια, στάθηκα,
καλλωπίστηκα,
και έτοιμος έγνεψα σε όλους να περάσουν.

Το αίνιγμα είχε απαντηθεί
χωρίς λέξη να ξεστομίσω,
γιατί άλλο αίνιγμα απ’ αυτό δεν ήξερε η Σφίγγα να ρωτάει
μα εμείς πώς να γνωρίζαμε
μια λεπτομέρεια τέτοια
αφού στης ιστορίας τα κιτάπια δεν ψάχνουμε
σαν έρχονται οι μεγάλες προκλήσεις.
Το αίνιγμα είχε απαντηθεί
γιατί ήμουνα εκεί
γιατί η απάντηση είναι πάντα η ίδια
και πάντα τη χάνουμε κατά καιρούς
ωσότου η πορεία διακοπεί
και κάποιος υποφέρει ως άνθρωπος
κάποτε εσύ, κάποτε εγώ,
για να πεισθεί η Σφίγγα.

*

the things spring should

Such an airy being
colourful daughter, beautiful, punctual
yet how desolately temporarily committed
the sky loves her so,
that at her sight he stops crying
timid as she draws nigh
so unfulfilled she parts
dragged by the will of the giants of the heat and frost
those who land and sea defile
how do they command the water
sometimes to mercerise it
sometimes to send to oblivion
how much do they seem the daughter to loathe
as they harden the soil under a wild mantle,
dark as an ebony,
like a deep-coloured khaki
making sure in their reign
seed shall not sprout
and winds from their infancy
wild to turn day by day –see- how they train them
to terrify all living things
and force them sturdy nests to build
there, where such a colourful daughter
never again will dance proud.

And when they are tired sitting on their throne,
again the garden they shall free
for the pretty girl to paint
and joy to offer the skies for a while.

It is when creatures roam in black and white
Oh, how much does the daughter crave to see them
and welcome them
with a basket of colours and smells in hundreds
to treat them generously
with winged bugs a pile.

And in the softened dirt
thin-long creatures or round
in an erotic dance
the world’s fifth essence
as they thrive.

Naked trees malformed how they are waiting for her
green eyes opening with tears in the morning
at noon proud blossoms
half-ripe afternoon fruit so gnarled
for the heatwaves ready
they shall bid her farewell.

spring should be claiming more,
a lush meadow on every land
edge to edge
eternally to host her
without nests united with streets
she ought to ask the days if they love her
and if yes is what they answer
honour them she should as she desires
and not how others direct

her flesh should be mightier
its spores deep in the heart of Hades
to suck life from there
until they put forth shoots
then frost and heat
myths shall become ancient
to remind of the dark years

When the balances of the new earth
a new turn they shall take
gorgeous animals will tell their grandchildren wonderful fairy tales
about the people of old times
before they stopped building
and in their fiction
an eternal spring’s authors will imagine them
on crisp see-saws
the more munched the more re-sprouted
as it appears.

spring ought to ask the months if they love her,
she should be more violent, more disgraceful,
the giants to diminish
spring had to love Spring more.

τι θα ‘πρεπε η άνοιξη

Η αιθέρια ετούτη ύπαρξη
κόρη πολύχρωμη, ωραία, στην ώρα της
μα πόσο θλιβερά προσωρινά ταγμένη
την αγαπά ο ουρανός κι άμα τη δει παύει το κλάμα
δειλά όπως σιμώνει τόσο φεύγει αγίνωτη
επιτρεπόντων των γιγάντων του θέρους και της παγωνιάς
που σε στεριά και θάλασσα διαφεντεύουν
κουμάντο κάνουν στο νερό
μια το στεριώνουνε μια το αφανίζουν
την κόρη μοιάζουν να φθονούν
όπως το χώμα σκληραίνουν με χλαίνη άγρια,
σκοτεινή σαν έβενος,
σαν βαθύχρωμο χακί
στη σατραπεία τους
σπόρος να μη βλαστήσει
κι ανέμους απ’ τα γεννοφάσκια τους
άγριοι να γίνουν μέρα τη μέρα –δες- τρενάρουνε
κι όλο τα ζωντανά τρομοκρατούν
φωλιές στέρεες να κτίσουν
εκεί που τέτοια κόρη πολύχρωμη
ποτέ ξανά δεν θα χορέψει.

Κι άμ’ αποκάμουν καθιστοί στον θρόνο τους,
τον κήπο λεύτερο αφήνουν πάλι
να ζωγραφίσει η μορφονιά
το στερέωμα να χαρεί για λίγο

κι έρχονται πλάσματ’ ασπρόμαυρα
που θέλει η κόρη να τα δει
να τα προϋπαντήσει
με χρώματα πενήντα δυο και μυρωδιές ογδόντα
να τα τρατάρει απλόχερα
με φτερωτά ζωύφια ένα σωρό

και στο μαλακωμένο χώμα
λεπτόμακρα πλάσματα και στρογγυλά
σ’ ερωτικό χορό
του κόσμου η πέμπτη ουσία

γυμνά τα δέντρα κακοφορμισμένα πώς την περιμένουνε
πράσινα μάτια ν’ ανοίγουνε με δάκρυα το πρωί
το μεσημέρι άνθη περήφανα
μισό-μεστοί τ’ απόγευμα καρποί πώς ροζιασμένοι
για τις θέρμες έτοιμοι θε να την αποχαιρετήσουν.

Έπρεπ’ η άνοιξη πιότερο να διεκδικεί,
ένα λιβάδι ολόγιομο σε κάθε γη
απ’ άκρη σ’ άκρη
αιώνια να την φιλοξενεί
χωρίς φωλιές με δρόμους ενωμένες
Έπρεπε να ρωτάει τις μέρες αν την αγαπούν
κι αν ναι έλεγαν να τις τιμήσει όπως αυτή ποθήσει
κι όχι με τη βουλή των άλλων

Έπρεπ’ η σάρκα της να ‘ν’ πιο τρανή
βαθιά τα σπόρια της στα έγκατα του Άδη
ζωή από ‘κει ν’ αντλούν μέχρι να ξεμυτήσουν
κι ο παγετός κι ο καύσωνας
μύθοι να γίνονταν παλιοί
το έρεβος να θυμίζουν

Και οι ισορροπίες της νέας γης
καινούρια τροπή να ‘παίρναν
ζώα πανέμορφα παραμύθια στα εγγόνια τους να λεν
για τους ανθρώπους των παλιών καιρών
πριν σταματήσουνε να κτίζουν
και στις μυθοπλασίες τους
να τους φαντάζονται οι συγγραφείς μιας άνοιξης αιώνιας
επάνω σε τραμπάλες τραγανές
που όσο τρώγονται τόσο ξαναβλαστάνε
ως διαφαίνεται.

Η άνοιξη έπρεπε να ρωτάει τους μήνες αν την αγαπούν,
έπρεπε να ‘ναι πιο βίαια, πιο αισχρή,
τους γίγαντες να μικραίνει.
έπρεπε η άνοιξη πιότερο την Άνοιξη ν’ αγαπά.

The Poet

Christos R. Tsiailis is a Cypriot novelist and poet. He works as an English teacher and is currently attending a Master’s degree in the theory of Theatre. He is the author of six books including novels, short story collections and poetry collections. He is also a playwright and assistant director in theatre plays. His publications include short stories and poems in literary magazines and anthologies around the world. Part of his work has been translated in several languages (i.e. Spanish, Arabic, Uzbek, Indian, etc.) He has received prizes for short stories, theatrical plays and poetry. He is occasionally a member of Panhellenic literary contests’ committees or a judge in poetry slams. He has translated poetry collections, individual poems and short stories of authors from other countries, from English to Greek. He is a coordinator at the Strovolos Municipality literature club and director at the Diavaseis writers’ group.

*

Ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης είναι Κύπριος πεζογράφος και ποιητής. Εργάζεται ως καθηγητής αγγλικών και ταυτόχρονα παρακολουθεί μεταπτυχιακό στη θεωρία του θεάτρου. Έχει εκδώσει έξι βιβλία συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων, συλλογών διηγημάτων και ποιητικών συλλογών. Επίσης ασχολείται με τη θεατρική γραφή και έχει υπηρετήσει το θέατρο ως βοηθός σκηνοθέτης. Οι δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν διηγήματα και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες σε διάφορες χώρες του κόσμου. Μέρος της δουλειάς του έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες (Ισπανικά, Αραβικά, Ουζμπεκικά, κ.α.) Έχει λάβει πρώτα βραβεία, διακρίσεις και επαίνους σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει κληθεί ως κριτής λογοτεχνικών διαγωνισμών και poetry slams. Έχει μεταφράσει ποιητικές συλλογές, ανεξάρτητα ποιήματα και διηγήματα ξένων συγγραφέων από την αγγλική στην ελληνική. Είναι μέλος της ομάδας συγγραφέων Διαβάσεις και συντονιστικό στέλεχος του Λογοτεχνικού Ομίλου Δήμου Στροβόλου.