Scroll Top

Elena Ferrante “Το παιχνίδι της Αμφισβήτησης” | Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα

Υπεύθυνη Στήλης: Βάλη Σκρεμμύδα

Η σειρά δημοσιεύσεων 11 Crimes,  είναι αφιερωμένη στο αστυνομικό μυθιστόρημα και στην εξέλιξή του. 

Θα αναφερόμαστε σε σύγχρονους εκπροσώπους της νεοελληνικής αλλά και ξένης μυθιστορίας με σκοπό μέσα από το έργο τους να αναδείξουμε τις πολυποίκιλες  πτυχές του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Δακτυλικά αποτυπώματα, ιστορίες μυστηρίου, αίμα, ίχνη, detectives, σαγηνευτικά τοπία, εικόνες που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο ξεφύλλισμα των βιβλίων και παρασύρουν τον αναγνώστη στο συναρπαστικό ταξίδι εξιχνίασης του εγκλήματος.

Τι μπορεί να κρύβεται πραγματικά πίσω από τους ήρωες πρωταγωνιστές και πίσω από όλο το μυθοπλασματικό σκηνικό; 

Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα

Το παιχνίδι της Αμφισβήτησης

Η Elena Ferrante μέσα από το τρίτο και το τέταρτο βιβλίο της Τετραλογίας

Εισαγωγικά

Το παρόν άρθρο, μέσω του έργου της Elena Ferrante, αναφέρεται στην εγκληματική οργάνωση της μαφίας και την αναζήτηση των αιτίων που ωθούν τον δράστη στην εγκληματική συμπεριφορά. Ο λόγος εδώ για τα βιβλία Storia di chi fugge e di chi resta (Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν) και Storia della bambina perduta (Η ιστορία της χαμένης κόρης), το τρίτο και τέταρτο βιβλίο της Τετραλογίας (La tetralogia di Napoli) της Ferrante αντίστοιχα. Στα βιβλία αυτά διακρίνει κανείς τον βαθμό στον οποίο η βία μετατρέπεται σε μέσο ελέγχου της γυναικείας υπόστασης και γίνεται κατανοητό το πόσο έχουν υποφέρει οι πρωταγωνίστριες για να υπερασπιστούν τη θέση τους στην πατριαρχική κοινωνία, αντιτιθέμενες στη λογική της μαφίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την πολιτική κατάσταση της χώρας και την καθολική εκκλησία.

Η Elena Ferrante έχει αποδείξει ήδη στα προηγούμενα μυθιστορήματά της ότι ένα ζήτημα που την απασχολεί σε τεράστιο βαθμό είναι η βία, η οποία εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Εξετάζοντας κανείς με προσοχή το πλαίσιο στο οποίο επώασαν οι παραβατικές ή εγκληματικές συμπεριφορές αξίζει να δοθεί έμφαση στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό. Ένα από τα γεγονότα που μονοπωλεί μάλιστα το ενδιαφέρον της συγγραφέως είναι η απαγωγή και η εκτέλεση του πολιτικού αρχηγού, Aldo Moro, η οποία προκύπτει ότι έχει κάποια συνάφεια με τα γεγονότα των βομβαρδισμών στην Piazza Fontana.

Είναι γεγονός ότι η συγγραφέας αμφιταλαντεύεται· καταβάλλει αξιόλογες προσπάθειες να συμμετέχει με τον δικό της τρόπο στα ιστορικά γεγονότα, κάνει έναν τεράστιο αγώνα να αναγνωριστεί η αξία της ως συγγραφέως, δεν δειλιάζει να συγκρουστεί με το κοινωνικό κατεστημένο και μάχεται για να κερδίσει μια αξιόλογη θέση στον χώρο της λογοτεχνίας. Ωστόσο, η Ferrante διαισθάνεται ότι θα λογοκριθεί για τις μεταμοντέρνες αντιλήψεις της καθώς και για το είδος του έργου της, πράγμα το οποίο προκύπτει και από το φεμινιστικό περιεχόμενο ή και τον αιρετικό χαρακτήρα του έργου της. Αν το εξετάσει κανείς από μια πιο συντηρητική σκοπιά, διαπιστώνει ότι, σε αρκετά σημεία, η έντονη σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία και, κατ’ επέκταση, με το θρησκευτικό συναίσθημα, σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις γύρω από το γυναικείο φύλο, συγκροτούν μια ιδιότυπη σχολή σκέψης. Παρά τον ελαφρύ χαρακτήρα του περιεχομένου και τα ηθογραφικά στοιχεία, το έργο δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εμβαθύνει στα ουσιώδη και να παραμερίσει τα δευτερεύοντα –τα οποία, ωστόσο, διατηρούν τον δικό τους ρόλο στην αφήγηση– ώστε να διαμορφώσει μια εμπεριστατωμένη άποψη για το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάστηκαν ιδεολογίες και ακραίες απόψεις, οι οποίες υποστήριξαν και τροφοδότησαν, είτε ατομικά είτε συλλογικά, βίαιες συμπεριφορές.

Η δολοφονία του πολιτικού αρχηγού ως τρομοκρατική επίθεση και ενέργεια είναι ένα ζήτημα βαρύνουσας πολιτικής και κοινωνικής σημασίας, το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να μην απασχολήσει τους συγγραφείς και ειδικότερα τον Leonardo Sciascia με το έργο του Laffaire Aldo Moro, με το οποίο πραγματοποίησε ολοκληρωμένο ρεπορτάζ αποκλειστικά επικεντρωμένο στο ιστορικό αυτό γεγονός που τροποποίησε το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό στις 9 Μαΐου του 1978.

Θα μπορούσε λοιπόν εύλογα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η μαφία γίνεται ολοένα και πιο αδίστακτη. Άλλωστε, αυτό ακριβώς συνιστά και το νόημα του έργου της Τετραλογίας: να παρατηρηθούν μέσα από τους χαρακτήρες τα στάδια εξέλιξης της μαφίας και, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να πραγματοποιούνται οι αντίστοιχες θεματικές συγκρίσεις με έργα ομότεχνων δημιουργών. Η μαφία, επομένως, σε ό,τι αφορά στην κοινωνία της Νάπολης, εισχωρεί σε κάθε κοινωνικό κύκλο, όπως για παράδειγμα στα εργοστάσια και στο Πανεπιστήμιο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφορές που αναδεικνύονται σε σχέση με τις ρομαντικές εικόνες που αποκόμιζε παλαιότερα ο αναγνώστης μέσα από το giallo sciasciano, χωρίς φυσικά να εκλείπουν τα ρεαλιστικά στοιχεία και μια δόση σουρεαλισμού από τον κυριότερο εκφραστή της ιδέας της σικελικότητας, τον Leonardo Sciascia, ο οποίος, βασιζόμενος στη μυθοπλασία, αποκάλυψε με την έρευνά του την ύπαρξη της μαφίας και τη σύνδεση του essere e sentirsi mafioso με την έννοια της sicilitudine. Από την περιγραφή του spazio –του χώρου– και του τρόπου με τον οποίο αποδιδόταν η ζωή στη σικελική κοινωνία της εποχής, αναδυόταν μια αίσθηση αθωότητας και ευγένειας (cortesia e gentilezza gentiliuomini), η οποία διαφέρει αισθητά από την εικόνα της Νάπολης όπως σκιαγραφείται στα έργα του Roberto Saviano και της Ferrante. Εκεί, η μαφία δεν παρουσιάζεται ως τίτλος τιμής ή ως ξεχωριστή κοινωνική τάξη (classe sociale appartata), αλλά ως αποτέλεσμα της κοινωνικής ανέλιξης των νεόπλουτων και των απογόνων τους, που αποτέλεσαν σε μεγάλο βαθμό τον πυρήνα της Καμόρα.

Μέσα από τις εικόνες του εργοστασίου ο αναγνώστης εισάγεται αριστοτεχνικά στην ιδεολογία του φεμινισμού και στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τη μητριαρχική και την ανδροκρατούμενη πλευρά της κοινωνίας. Εκτός από τον Pasquale, ο οποίος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στην πορεία των πολιτικών γεγονότων όσο και στην ερμηνεία τους –με την αυτοχειρία του να συνιστά ένδειξη ηρωισμού και βαθιάς συνειδητότητας–, ιδιαίτερη σημασία αποκτά και η φιγούρα του Franco Mari. Πρόκειται για έναν εκπρόσωπο της πολιτικής σκηνής της δεκαετίας του ’70, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που υπέστη βασανισμούς από τις επιθέσεις των φασιστών και υπέφερε βαθιά, καθώς έχασε την όρασή του.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα ήταν σκόπιμο να γίνει κατανοητό όχι μόνο το πώς εξελίσσεται η μαφία στην κοινωνία της Νάπολης αλλά και ο τρόπος με τον οποίο διεισδύει συνολικά στην ιταλική κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε από μια μικροαστική συνοικία –το rione της Νάπολης– κατάφερε να αφομοιωθεί σταδιακά στην ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών και να καθιερωθεί ως τρόπος ζωής. Η μαφία μετατρέπεται έτσι σε βίωμα και σε αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους, διαμορφώνοντας τη φύση τους ήδη από την παιδική ηλικία. Στο Amica Geniale (Η υπέροχη φίλη μου) διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός ιδιότυπου θαυμασμού προς τους αρχηγούς της Οργάνωσης, τα πρόσωπα που υπερέχουν σε ισχύ και διαθέτουν οικονομική επιφάνεια. Η πρώτη επαφή των νεαρών πρωταγωνιστριών με τη μαφία αποτυπώνεται στο επεισόδιο με τις κούκλες και τον Don Achille, καθώς και στον φόνο του και στην επίδειξη δύναμης των καμορριστών την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που προκάλεσε στην πρωταγωνίστρια την αίσθηση της εξαΰλωσης για πρώτη φορά. Όπως καταδεικνύεται, η μετάβαση από μια περιθωριακή, βυθισμένη στην παρανομία συνοικία της Νάπολης στη σύγχρονη μορφή της μαφίας, η οποία πλέον εδραιώνεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και καθίσταται βαθιά παθογένεια, αποδεικνύεται με σαφήνεια μέσα από το έργο της συγγραφέως.

Βιογραφικό Βάλη Σκρεμμύδα