Γράφει η Βασιλική – Αλεξάνδρα Σκρεμμύδα
Ο ρόλος του ντετέκτιβ σε Ελλάδα και Ιταλία (Β’ Μέρος)
Τα τελευταία χρόνια, σε ορισμένα έργα Ιταλών συγγραφέων η φιγούρα του αστυνόμου έχει αντικατασταθεί από τον ίδιο τον συγγραφέα ή τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο του Saviano που αναλαμβάνει ο ίδιος τον ρόλο του ντετέκτιβ και πραγματοποιεί το αστυνομικό ρεπορτάζ για τη μαφία και τα εγκλήματά της. Επομένως, ο Sciascia άνοιξε έναν νέο δρόμο σκέψης με την επιλογή του ο ντετέκτιβ συχνά να προέρχεται από έναν χώρο διαφορετικό από αυτόν της αστυνομίας, έναν δρόμο που προφανώς οι μυθιστοριογράφοι ακολούθησαν και εξέλιξαν. Παρότι οι εκπρόσωποι της αστυνομικής λογοτεχνίας υιοθέτησαν το μοντέλο του αστυνόμου Maigret ή του Andrea Camilleri εισάγοντας το στοιχείο της γαστρονομίας στην κοινωνική πλέον μυθιστορία με αστυνομική πλοκή, συγγραφείς όπως η Elena Ferrante και η Σώτη Τριανταφύλλου εκμεταλλεύτηκαν τη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος για να μιλήσουν για το ζήτημα της βίας κατά του γυναικείου φύλου και την εγκληματικότητα.
Ως προς τον ρόλο που αναλαμβάνει ο αστυνόμος παρατηρεί κανείς ότι και στις δύο χώρες, Ελλάδα και Ιταλία, ο πρωταγωνιστής αστυνόμος, ακολουθώντας τα σημάδια και τις ενδείξεις, καταφέρνει να ερμηνεύσει το κάθε έγκλημα ξεχωριστά, καταλήγοντας στην επίλυση του μυστηρίου. Οι έρευνές του προηγούνται της αστυνομίας, ακόμη κι αν ο ίδιος ανήκει σε αυτήν, καθώς προσπαθεί να δει πέρα από το προφανές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αστυνόμος Montalbano, που συχνά έρχεται σε σύγκρουση με τους ανωτέρους τους ή σε αντίθεση με τους κατωτέρους του. Επίσης, ο ορθολογικός τρόπος αντιμετώπισης των εγκλημάτων από τον ιατροδικαστή των έργων του Camilleri,.
Στο έργο της Ferrante, που διαφέρει ως προς το είδος, εφόσον δεν εντάσσεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα, απουσιάζει η φιγούρα του ντετέκτιβ, σε αντίθεση με το ελληνικό είδος, όπου δεν απουσιάζει ποτέ η φιγούρα του detective, καθώς θωρείται απαραίτητο στοιχείο τόσο στη δομή όσο και στην πλοκή της αφήγησης.
Με βάση τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς τη σπουδαιότητα του αστυνόμου ως προσώπου-κλειδιού στην αποκάλυψη ενός φόνου ή μιας παράνομης εγκληματικής συμπεριφοράς, ενώ για τα ελληνικά δεδομένα ο ρόλος του αστυνόμου θεωρείται αναμφισβήτητα καίριος και καθοριστικός για την εκτύλιξη της υπόθεσης και την αποκάλυψη του μυστηρίου.
Τόσο στην ελληνική όσο και στην ιταλική αστυνομική μυθιστορία ο αστυνόμος παρουσιάζεται σαν ένας ήρωας με αδυναμίες, εμμονές αλλά και ανθρωπιά. Μια φιγούρα λαϊκή αλλά και χαρισματική, αφού επιλύει εύκολα με την ευστροφία του τα δύσκολα αινίγματα που αναλαμβάνει, αποδίδοντας δικαιοσύνη στα θύματα.
Αφουγκραζόμενοι τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας με επίκεντρο τον άνθρωπο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, οι συγγραφείς θέτουν μέσα από τις μυθιστορίες τους στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη δράση του αστυνόμου, που συμβολίζει τον ατέρμονο αγώνα του ατόμου προς την αναζήτηση της αλήθειας και τα ηθικά διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει το άτομο. Για τον λόγο αυτό ο αστυνόμος είναι ένα πρόσωπο που συγκρούεται με τους συναδέλφους του, τους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και τον εαυτό του, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί το δίκαιο και να μην διαπράξει αδικία σε βάρος των θυτών ή των θυμάτων. Η φιγούρα του αστυνομικού επιθεωρητή ή ιδιωτικού ερευνητή συμβολίζει την ηθική πλευρά, που μάχεται για την κάθαρση της υπόθεσης.
Η πιο συχνή εμμονική διαταραχή σε προσωπικό επίπεδο είναι η αδυναμία των ντεντέκτιβς στις αισθητικές, σαρκικές αλλά και άλλου είδους εφήμερες απολαύσεις, όπως το φαγητό, ένα μοντέλο που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τους ήρωες της ελληνικής αστυνομικής μυθιστορίας. Ένας φιλήσυχος αστυνομικός, οικογενειάρχης, με άκομψο και ατημέλητο παρουσιαστικό, λειτούργησε σαν μια μεταφορά του σύγχρονου Έλληνα μικροαστού για τα πρότυπα της ελληνικής μυθιστορίας στην Ιταλία. Όμως, ο Ιταλός αστυνόμος παρουσιάζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Είναι καλλιεργημένος, μορφωμένος, αγαπά τις τέχνες και διαθέτει κουλτούρα. Δίνεται έμφαση στον ευρωπαϊκό αέρα και στη γοητεία του, ενώ στην Ελλάδα η μόνη περίπτωση που συναντά κανείς έναν ντετέκτιβ με ευρωπαϊκό αέρα είναι στο έργο του Μπενάκη. Όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς παρουσιάζουν ένα πρότυπο ανταποκρινόμενο στα δεδομένα της μικροαστικής κοινωνίας, έναν ήρωα που ταυτίζεται με τον Ελληνα που παλεύει να εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής στην οικογένειά του.
Οι αστυνόμοι στα ελληνικά μυθιστορήματα κατάγονται από την επαρχία και προσπαθούν να ενσωματωθούν στον σύγχρονο τρόπο αστικής ζωής. Μεταφέρουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους στην πρωτεύουσα. Η Αθήνα είναι ο τόπος που μεταβαίνουν, η πόλη των αντιθέσεων, ο τόπος εκτύλιξης των βίαιων και αιματηρών σκηνικών, ενώ στην Ιταλία είναι η Νάπολη και η Σικελία.
Σαν φιγούρα, λοιπόν, ο αστυνόμος προσαρμόζεται στα δεδομένα της πραγματικότητας της κάθε χώρας, δανείζεται στοιχεία από άλλα ευρωπαϊκά είδη, όπου αυτό είναι εφικτό, αλλά κατά κύριο λόγο έχει συμβολικό χαρακτήρα.
Και στις δύο χώρες οι ντετέκτιβ έχουν έναν βοηθό στις έρευνες. Όταν δεν υπάρχει ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει τον βοηθό, τότε υπάρχει ένα διαφορετικό πρόσωπο στο οποίο στηρίζονται οι ερευνητές, και, αν όχι, πιθανόν να είναι κάτι που συνδέεται με την ικανότητα της διαίσθησης, όπως το φαγητό για τους Έλληνες και Ιταλούς ντετέκτιβς ή στην περίπτωση του Montalbano η συνήθεια να βρίσκει καταφύγιο στον κόσμο των γεύσεων και το κολύμπι και του Χάρη Νικολόπουλου, του ήρωα της Χίλντας Παπαδημητρίου, το φαγητό και η μουσική.