Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα
Οι λοξοί δρόμοι στα Σχέδια του Χάους του Μίνου Ευσταθιάδη (Γ’ Μέρος)
Ένα επιπλέον καινοτόμο στοιχείο που εντόπισα σχετικά με την έννοια και τη σημασία της βίας στο έργο του συγγραφέα είναι ότι υπάρχει μια αίσθηση μετάβασης σε ένα νέο μοτίβο το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αποτελεί τον πυρήνα αυτής της λογικής και τούτο αιτιολογείται με το ότι το σχολείο λειτουργεί σαν μια μικροκρογραφία της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας ερμήνευσε τη χρήση αυτού του μοτίβου της βίας στο σχολείο με τον παρακάτω τρόπο:
«Η βία είναι ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν γνωρίζω από πού γεννιέται. Υπάρχουν βέβαια διάφορες θεωρίες. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ως ένστικτο και τα πρώτα δείγματά της γίνονται διακριτά στον καθρέφτη των μελλοντικών συμπεριφορών, τη σχολική αίθουσα για εμένα. Η σχολική τάξη είναι ένας αντικατοπτρισμός του μέλλοντος και ένα παράδειγμα είναι οι σκιές της σιωπής, το τι μπορεί να κρύβει η σιωπή αναφερόμενη στο περιβάλλον του σχολείου ή και γενικότερα αν αμβλύνουμε αυτή τη σκέψη στην περίπτωση θα έλεγα της μαφίας ή των όσων γνωρίζουν για την οποιαδήποτε εγκληματική οργάνωση ποια μπορεί να είναι η σημασία της επιβεβλημένης σιωπής. Πιθανόν, βέβαια, λόγω της ανωριμότητάς του ένα παιδί να μην γνωρίζει πώς να εξωτερικεύσει αυτή τη φαινομενική σιωπή, γιατί κάποιος που δεν μιλά πολύ δυο εκδοχές υπάρχουν: ή δεν ξέρει πράγματα για τα ζητήματα ή αντίθετα είναι γνώστης των καταστάσεων, αλλά δεν γνωρίζει με ποιο τρόπο να εκφράσει τη θέση του και τις απόψεις του»
Κάνοντας λόγο για το φαινόμενο της βίας, η προσοχή μου επικεντρώνεται στην ενδοσχολική βία, καθώς αντιλαμβάνεται κανείς ότι η επιλογή του συγγραφέα να τοποθετήσει το σχολείο στον καμβά της αφήγησής του δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία, όπως επίσης και η φιγούρα του δασκάλου στο έργο, ενός προσώπου αινιγματικού και αμφιλεγόμενου, που φέρνει τόσο το καλό όσο και το κακό, με την έννοια ότι μεταφέρει νέα στοιχεία στην επαρχία, τα οποία κουβαλά από τον τόπο του. Πράγματι, οι μαθητές χάρη στην παρουσία του δασκάλου και στα πρότυπα που καλλιεργεί εισάγονται σε μια νέα κουλτούρα, τη γαλλική, και γνωρίζουν νέα βαθιά νοήματα. Και από αυτό συμπεραίνει κανείς ότι ο δάσκαλος είναι ένας ενάρετος χαρακτήρας με εσωτερικές ανησυχίες και κοινωνικές ευαισθησίες και αυτή είναι μια ένδειξη ότι επιτελεί σωστά το έργο της διδασκαλίας, εφόσον μεταδίδει στους μαθητές του την αγάπη για το περιβάλλον και καλλιεργεί μέσα τους την ευθύνη για κοινωνική ευαισθητοποίηση και τον θαυμασμό για τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα.
Με αφορμή μάλιστα την ταινία Ikiru του Kurosava οδηγεί το ποίμνιό του σε νέους δρόμους σκέψης. Η ταινία Ikiru παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα, καθώς ο πρωταγωνιστής του έργου είναι ένας άνθρωπος αφιερωμένος στη δουλειά του μέχρι τη στιγμή που ανακαλύπτει ότι του απομένει ελάχιστος χρόνος ζωής. Ουσιαστικά, τότε μαθαίνει πραγματικά να εκτιμά και να απολαμβάνει τον αληθινό σκοπό τού να ζει κανείς θέτοντας ως πρωταρχικό σκοπό του να προστατεύσει ένα πάρκο. Η ζωή του αποκτά ξαφνικά νόημα και αξία.
Στο έργο ο συγγραφέας δίνει έμφαση μέσα από τον ήρωά του, τον καθηγητή, στην σπουδαιότητα αυτού του έργου και στον τρόπο που επηρέασε τους μαθητές του και τον ίδιο αντίστοιχα, ενώ παράλληλα αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, όπως μου αποκάλυψε, στη δυσκολία τού να μεταφράσει με ακρίβεια στην ελληνική γλώσσα την ιαπωνική φράση, την οποία απέδωσε ως «το ζειν» ή «το να ζεις», καθώς και το γεγονός ότι απευθύνθηκε στο προξενείο στην προσπάθειά του να μεταφράσει με απόλυτη ακρίβεια τη φράση αυτή.
Πάντως, ο ίδιος αποκάλυψε ότι η γαλλική μετάφραση του ρήματος “vivre” τον οδήγησε στο να αντιληφθεί ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη απόδοσή του στα ελληνικά.
Ο συγγραφέας κατατάσσει τα έργα του στην κατηγορία του crime fiction, έχοντας ως πρότυπο τον τρόπο γραφής, τα έργα και τη συλλογιστική πορεία του εκπροσώπου του New Italian Epic και εκφραστή του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και της ιδέας της πραγματικότητας στην ιταλική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή Roberto Saviano, ο οποίος, κατά την άποψή μου, έχει παρόμοιο υπόβαθρο.
Στη συνέχεια, ως απόδειξη για τα παραπάνω παραθέτω αυτούσια την άποψη του συγγραφέα σχετικά με τον τρόπο που τον επηρέασε το έργο του Saviano, καθώς ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα έργα του συγγραφέα αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της crime fiction[1] και τον γοητεύει ο τρόπος με τον οποίο εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς. Συγκεκριμένα ανέφερε:
«Ο Saviano για εμένα έχει τεράστιο ενδιαφέρον, γιατί εισχωρεί σε κάθε κοινωνικό κύκλο, στην πολιτική, στην οικονομία και αυτή είναι μια γραφή αποκαλυπτική που απαιτεί τεράστιο θάρρος και ψυχικό σθένος για να έρθει κανείς σε αυτή τη δεινή θέση, σε βαθμό που να διακινδυνεύσει τη ζωή του για εμένα. Το ότι ένας Ιταλός συγγραφέας και μελετητής του σύγχρονου εγκλήματος έρχεται αντιμέτωπος με τη Μαφία αυτομάτως στα δικά μου μάτια ο Roberto Saviano αποτελεί ένα παράδειγμα αυτοθυσίας, καθώς θα μπορούσε να χάσει τη ζωή του υπερασπιζόμενος τις αντιλήψεις του και μαχόμενος για το δίκαιο και το ηθικό. Θεωρώ δε ότι είναι από τους πιο αξιόλογους Ιταλούς συγγραφείς και για αυτούς τους λόγους αποτελεί την κυριότερη πηγή έμπνευσής μου σχετικά με τη μέθοδο και τον τρόπο που εξετάζω το έγκλημα στα έργα μου. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η μαφία έχει εξελιχθεί τόσο πολύ που αδυνατεί κανείς να γνωρίζει πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της διαφθοράς. Σε ό,τι αφορά στις μικρές επιχειρήσεις στον τόπο μας κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει από πού προέρχονται οι επενδυτικές κινήσεις. Άρα, η μαφία έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα προέκτασης και οικονομικής επιρροής. Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα ο Ιταλός συγγραφέας μου έχει αποκαλύψει έναν κόσμο βέβαια στον τρόπο που γράφω, όχι γιατί θεωρώ ότι κινούμαι περισσότερο στα πλαίσια της μυθοπλασίας, ενώ ο Saviano έχει έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο να βλέπει και να περιγράφει τα πράγματα. Ο Saviano έχει αναγκαστεί να είναι απόλυτα συνεπής στο έργο του και να έχει απόλυτη συνείδηση για το τι μπορεί να επιφέρουν οι αποκαλύψεις του για το Οργανωμένο σύστημα. Σε ένα από τα έργα του, το Zero Zero Zero, εξομολογείται στον αναγνώστη ότι γνωρίζει ότι η μαφία έχει τη δύναμη να τον τιμωρήσει αν το θελήσει. Φυσικά, πριν τον Saviano προηγήθηκαν οι μυθιστορίες του Leonardo Sciascia που έθιγαν το θέμα της ύπαρξης της μαφίας στη σικελική νήσο»
Σχετικά με το ύφος του έργου και τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά το μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη θα μπορούσε να ανήκει και σε μια επιπλέον κατηγορία, αυτή του αστυνομικού ρεπορτάζ αφενός λόγω της λογικής του, που μοιάζει ως προς τη μέθοδο διερεύνησης με εκείνη του εκφραστή της New Italian Epic, αφετέρου δε στο ότι απαιτείται έρευνα από την πλευρά του συγγραφέα για να περιγράψει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό ένα οποιοδήποτε περιστατικό ή κοινωνικό φαινόμενο είτε πρόκειται για την εξέλιξη και την εδραίωση της Μαφίας στην Ελλάδα είτε για το έγκλημα και τα αληθινά αίτια, που είχαν ως συνέπεια την τραγική αυτή κατάληξη, όπως στην περίπτωση της δολοφονίας του καθηγητή.
Συμπερασματικά, η επιλογή του Μίνου Ευσταθιάδη να αναφερθεί στην πραγματικότητα της Μαφίας και για το πώς αυτή με αφετηρία την κοινωνία της φυλακής δικτυώνεται στην τοπική κοινωνία του Αιγίου αποτελεί μια τεράστια καινοτομία ως προς ότι ο συγγραφέας με το έργο του δίνει το έναυσμα να αμβλυνθούν τα όρια της σκέψης και της ελληνικής νοοτροπίας, ενώ παράλληλα φέρνει την ελληνική νοοτροπία πιο κοντά στην ιταλική πραγματικότητα. Καλλιεργεί δηλαδή το έδαφος ώστε να ενταχθούν νέα μοτίβα αφηγηματικής τεχνικής, που θα εξετάζουν μέσα από νέους δρόμους, πολύ πιο ενδιαφέροντες, το φαινόμενο του εγκλήματος σε κάθε μορφή ή κοινωνικό κύκλο. Θα ήθελα μάλιστα, για να τονίσω αυτή την ιδιαίτερη συμβολή του συγγραφέα στην έρευνά και στον τρόπο εξέτασης του φαινομένου, να δανειστώ την έκφρασή του «τραβά μια γραμμή», πάνω στην οποία θα τραβήξω κι εγώ με τη σειρά μου μια γραμμή με το άρθρο μου το οποίο βασίζεται αποκλειστικά στην έρευνα και στην συνέντευξη που εξασφάλισε το culturebook , που αν φυσικά έχει την ανάλογη αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό θα επακολουθήσουν πολύ περισσότερες γραμμές όπου θα οδηγήσουν σε άλλους εναλλακτικούς και λοξούς δρόμους, για τους οποίους θα συζητήσουμε στο τελευταίο μέρος και θα ερμηνεύσουμε τη βαθύτερη έννοια τους στο έργο του συγγραφέα.