Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα
Σε μια δεύτερη ζωή η δικαιοσύνη θα αποδοθεί?
Το hardboiled στο έργο της Σώτης Τριανταφύλλου παρουσιάζεται μέσω της φιγούρας του αστυνόμου με δύο τρόπους: από τη μια, μέσω της επίδρασής του από την αμερικάνικη λογοτεχνία και από την άλλη, μέσω της άποψής του για τη νεαρή πρωταγωνίστρια και το περιστατικό βίας. Στην περίπτωση του Σικελικού ειδυλλίου η κοινωνία σπεύδει να αποδώσει άδικους χαρακτηρισμούς, χωρίς κανενός είδους σεβασμό και ευαισθησία προς το θύμα. Μέσα, λοιπόν, από τη στάση της ανδροκρατούμενης κοινωνίας για ό,τι συνέβη στην Concetta, τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο κάθε χαρακτήρας αυτή την υπόθεση βίας και τις αντιδράσεις των προσώπων ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως στο έργο της Τριανταφύλλου υπάρχει μια συνάφεια με το αντίστοιχο έργο του Leonardo Sciascia, όπου, σύμφωνα με το αμερικάνικο είδος και τη σικελική νοοτροπία, η γυναίκα παρουσιάζεται ως ηθικός αυτουργός, μια τακτική η οποία συμφέρει τη μαφία για να διώχνει από πάνω της κάθε ευθύνη, όπως ακριβώς συνέβη στο έργο του Leonardo Sciascia Il giorno della Civetta,όπου η πρωταγωνίστρια κατηγορείται ότι είχε μια παράλληλη σχέση και ότι η δολοφονία του συζύγου της ήταν αποτέλεσμα της δικής της ανηθικότητας. Φυσικά, πρόκειται για μια πλεκτάνη της Μαφίας με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της δικαιοσύνης.
Μια σημαντική και ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι η ιδιότητα την οποία θα ήθελε να έχει ο αστυνόμος σε μια δεύτερη ζωή, τη συγγραφική. Συγκεκριμένα, το όνειρό του ήταν να γράψει μια αστυνομική μυθιστορία και εδώ εντοπίζεται μια ομοιότητα με το έργο του Leonardo Sciascia Todo Modo, όπου ο φερόμενος ως δολοφόνος είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστοριών. Όπως και στα αντίστοιχα έργα του Σικελού θεμελιωτή του αστυνομικού μυθιστορήματος, έτσι και στο Σικελικό ειδύλλιο υπάρχει μια ανατροπή ιδεολογική και μια προσπάθεια, εκτός των άλλων, αποκατάστασης όχι μόνο της αλήθειας αλλά και της άποψης που θέλει τη γυναίκα υπεύθυνη για τα εγκλήματα πάθους, όπως στην περίπτωση του καθηγητή Laurana ή και του αστυνόμου Bellodi, ο οποίος δεν δολοφονείται σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή του Σικελικού ειδυλλίου, αλλά απομακρύνεται από την υπόθεση. Επομένως, η κάθαρση δεν επέρχεται στα έργα του Sciascia, ενώ στη μυθιστορία της Τριανταφύλλου η κάθαρση επέρχεται αποσπασματικά και πολύ περισσότερο ως προς την κατάκτηση κάποιων ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών σε μια υπόθεση κακοποίησης. Πρωτίστως, η πρωταγωνίστρια αντιδρά και φέρνει την επανάσταση ως προς τον τρόπο σκέψης.
Η εικόνα του αστυνόμου για τη γυναικεία φιγούρα μαρτυρά μια θλιβερή πραγματικότητα, ότι για την ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως εξηγεί και ο αστυνόμος, υπάρχουν δυο ειδών γυναίκες, αυτές τις οποίες οι άνδρες ελέγχουν και περιορίζουν στο σπίτι, μια εικόνα η οποία αντικατοπτρίζει τη σικελική νοοτροπία και τη θέση της υποταγμένης γυναίκας στη βούληση της κοινωνίας σύμφωνα με τα πρότυπα της τοπικής ηγεσίας και της καθολικής θρησκείας, και αυτές τις οποίες αποδέχονται για τον φιλελευθερισμό τους στον εξελιγμένο Βορρά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μεγέθους της διαφθοράς στη σικελική κοινωνία με θύμα τη γυναίκα είναι το επεισόδιο του Σικελικού ειδυλλίου, όπου η σύζυγος του ενωμοτάρχη καθυστέρησε να ετοιμάσει το δείπνο και εκείνος τη σκότωσε. Η δολοφονία της γυναίκας για μια τόσο ασήμαντη αφορμή συγκλονίζει τον αναγνώστη, ο οποίος με τη σειρά του αντιλαμβάνεται με πόσο μεγάλη ευκολία μπορεί να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα.
Το Σικελικό ειδύλλιο, αν αναλυθεί σε βάθος, αποτυπώνει μια εικόνα γνώριμη στον αναγνώστη, την εικόνα της διεφθαρμένης Σικελίας. Ενώ φαινομενικά υπάρχει μια σεμνοτυφία και διακρίνεται ένας υποτιθέμενος πλασματικός συντηρητισμός, στην πραγματικότητα ο συντηρητισμός αυτός υποκρύπτει το τεράστιο μέγεθος της ηθικής διαφθοράς, η οποία έχει εξαπλωθεί όχι μόνο στη σικελική νήσο, αλλά έχει γίνει βίωμα και στις ανθρώπινες συνειδήσεις και ψυχές.
Σε μια θεματική σύγκριση με τα δύο τελευταία έργα της Τετραλογίας της Νάπολης της Elena Ferrante, η εντοπιζόμενη βασική διαφορά είναι η απουσία του πρωταγωνιστή αστυνόμου, αν και στο Σικελικό ειδύλλιο η ταυτότητα του δράστη γίνεται γνωστή εξ αρχής στον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να μην είναι αυτό το ζητούμενο, το ποιος δηλαδή βρίσκεται πίσω από τη μαφία ή την επίθεση ενάντια στη νεαρή κοπέλα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει αγωνία για την τιμωρία των ενόχων ούτε κάθαρση όπως και στο έργο της Ferrante Τετραλογία της Νάπολης, όπου η Μαφία δρα ανενόχλητη. Αν εστιάσει ο αναγνώστης στην πράξη κακοποίησης και στο έγκλημα ως μοντέλο αφηγηματικής τεχνικής σε μια σύγκριση με το έργο της Ferrante, θα διαπιστώσει ότι οι πρωταγωνίστριες αντιδρούν και επιδιώκουν την τιμωρία του δράστη. Ωστόσο και στα δύο έργα κύριοι υπαίτιοι θεωρούνται τα ανδρικά πρότυπα, όπως ο πατέρας ο οποίος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και παρουσιάζεται από τις δύο συγγραφείς με έναν τρόπο αμφιλεγόμενο, κλείνοντας περισσότερο προς τη βίαια φύση του.
Το έργο της Ferrante, όπως αντίστοιχα και το Σικελικό ειδύλλιο, πραγματεύεται το ζήτημα της βίας, ενώ μέσα από την ανάδειξη του τοπογραφικού σκηνικού πραγματοποιείται ένα ψυχογράφημα της κοινωνίας, με σκοπό να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια που ευνόησαν την πατριαρχική κοινωνία να στραφεί προς τη βία και το έγκλημα. Έχοντας ως σημείο αναφοράς την περιγραφή της κοινωνίας, οι συγγραφείς συνθέτουν το προφίλ της μέσα από μια μείξη αυτοβιογραφίας και fiction, βασιζόμενοι σε αληθινά περιστατικά βιαιοπραγιών και ανηθικοτήτων με βασικό θύμα τη γυναίκα.
Και στα δύο μυθιστορήματα οι μυθιστοριογράφοι, σεβόμενες το πρότυπο του ορθόδοξου μυθιστορήματος, αμφισβητούν το στοιχείο της κάθαρσης και εισχωρούν βαθιά στην ψυχοσύνθεση του δράστη, ακολουθώντας τη συλλογιστική πορεία των Augusto de Angelis, George Simenon και Leonardo Sciascia. Μέσα από την περιγραφή του ευρύτερου σκηνογραφικού πλαισίου προχωρούν στην ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, αναζητώντας τα πρωταρχικά αίτια της ανομίας και της παραβατικότητας, που είναι η περιθωριοποίηση του ατόμου, ο περιορισμός της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, ο φεμινισμός, ο κομμουνισμός, ο διχασμός μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ο πόλεμος, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η ημιμάθεια, η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού και η συμμαχία της καθολικής εκκλησίας με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα είναι η απουσία του πρωταγωνιστή αστυνόμου στην περίπτωση της Ferrante, η οποία αντικαθίσταται από τη δυναμική παρουσία της πρωταγωνίστριας. Αντιθέτως, το Σικελικό ειδύλλιο είναι ένα έργο στηριζόμενο στα αγγλοσαξονικά πρότυπα και η φιγούρα του αστυνόμου βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει το συνειδητό αλλά και να έρθει σε επαφή με τα ηθικά διλήμματα, τα οποία αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να ορίσει την ύπαρξή του. Ωστόσο, η παραμονή του κεντρικού ήρωα στο σικελικό τοπίο δεν έχει μεγάλη διάρκεια, εφόσον ο αστυνόμος καταλήγει δολοφονημένος από τους αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης, μια πραγματικότητα μη αμφισβητήσιμη όπως και στην περίπτωση της Τετραλογίας, όπου η παρουσία της μαφίας γίνεται αισθητή μέσα από πρόσωπα και καταστάσεις.
Τα εξεταζόμενα περιστατικά και στα δύο μυθιστορήματα έχουν ως θέμα την ενδοοικογενειακή βία και την εδραίωση της Μαφίας στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό, ενώ το ζήτημα της ηθικής και κοινωνικής διαφθοράς μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο προφίλ του δράστη, ο οποίος αναγκάζεται να επιδείξει ένα ενάρετο πρόσωπο στην κοινωνία για να γίνει αποδεκτός, με αποτέλεσμα να νιώθει καταπίεση και να δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερο κακό, ένα κακό το οποίο θα βιώσει η πρωταγωνίστρια, η μετέπειτα σύζυγος, μητέρα αλλά και ανυποψίαστη γυναικεία φιγούρα.
Η σύγκριση ανάμεσα στα δύο έργα καθιστά αντιληπτή την άρρηκτη σύνδεση του μυθοπλασματικού σκηνικού με τη γυναικεία υπόσταση, ενώ δίνεται έμφαση στην οδυνηρή πλευρά του έρωτα και στην ολέθρια φύση του πληγωμένου συναισθήματος. Και στα δύο έργα το μοτίβο της εξαπάτησης από την πλευρά των ανδρών στοιχειώνει τη γυναικεία ύπαρξη και αλλοιώνει την ιδιοσυγκρασία της. Στο Σικελικό ειδύλλιο η πρωταγωνίστρια γίνεται θύμα της γοητευτικής παρουσίας του Σικελού μαφιόζου και καταλήγει κοινωνικά μη αποδεκτή, αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι ήταν προκλητική η συμπεριφορά της και ότι εκείνη ήταν υπαίτια της εναντίον της βίας. Στην Τετραλογία της Νάπολης, οι πρωταγωνίστριες εξαπατώνται και εκείνες με τη σειρά τους και γίνονται θύματα της πατριαρχικής κοινωνίας.