Γράφει η Βάλη Σκρεμμύδα
Στην καρδιά του πληγωμένου συναισθήματος
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο προφίλ του δράστη, ο οποίος αναγκάζεται να επιδείξει ένα ενάρετο πρόσωπο στην κοινωνία για να γίνει αποδεκτός, με αποτέλεσμα να νιώθει καταπίεση και να δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερο κακό, ένα κακό το οποίο θα βιώσει η πρωταγωνίστρια, η μετέπειτα σύζυγος, μητέρα αλλά και ανυποψίαστη γυναικεία φιγούρα.
Η σύγκριση ανάμεσα στα δύο έργα καθιστά αντιληπτή την άρρηκτη σύνδεση του μυθοπλασματικού σκηνικού με τη γυναικεία υπόσταση, ενώ δίνεται έμφαση στην οδυνηρή πλευρά του έρωτα και στην ολέθρια φύση του πληγωμένου συναισθήματος. Και στα δύο έργα το μοτίβο της εξαπάτησης από την γυναικεία ύπαρξη και αλλοιώνει την ιδιοσυγκρασία της.
Μέσα στο μυθιστόρημα γίνονται πολλές εκτενείς αναφορές στην Αινειάδα και στον Όμηρο. Μάλιστα, σ’ ένα αστείο και ευρηματικό λογοπαίγνιο η omertà των μαφιόζων –η συνθήκη συμβιβασμού και σιωπής– μετατρέπεται σε λέξη, η οποία θα συσχετιζόταν άνετα με την ομηρική παράδοση. Σε μια προσπάθεια να ερμηνευθεί από ψυχοκοινωνικής πλευράς το φαινόμενο αυτής της άκρατης βαρβαρότητας και να ιαθούν οι εσωτερικές αμυχές της ψυχής τους, οι πρωταγωνίστριες ορίζουν την ύπαρξή τους στο χωροχρονικό πλαίσιο, έχοντας ως σημείο αναφοράς τον μύθο και την αρχαία ελληνική και λατινική παράδοση. Η ψυχική εξουθένωση των γυναικών πρωταγωνιστριών και στα δύο έργα, η διαφοροποίησή τους από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο εξαιτίας της εξελιγμένης νοοτροπίας τους και η μητροφοβία τούς δημιουργούν ένα συναίσθημα ασφυκτικό για τον κοινωνικό τους ρόλο, για τον τρόπο με τον οποίο τους συμπεριφέρεται η ανδροκρατούμενη κοινωνία αλλά και για τις αλλαγές στις οποίες υπόκειται το γυναικείο σώμα, το οποίο φθείρεται από τη βία των ανδρών και τον πόνο που βιώνουν οι γυναίκες. Η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη μεταφέρεται και στην πόλη, η οποία γίνεται σύμβολο της εσωτερικής διαμάχης των πρωταγωνιστών όπως ακριβώς και το σώμα. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται η Σικελία θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, όπως και στο έργο της Ferrante, ότι η περιγραφή της πόλης –νήσου στο Σικελικό ειδύλλιο– συγκρίνεται με τη μητρική φιγούρα, ενώ οι περιγραφόμενες συνθήκες δυσμένειας από την πρωταγωνίστρια δίνουν κατά την ερευνήτρια μεγαλύτερη έμφαση στα αίτια εμφάνισης της παραβατικότητας.
Οι πρωταγωνίστριες ορίζουν τον εαυτό τους μέσα από τη σχέση τους με τη μητέρα. Αν η σχέση αυτή εμπεριέχει κάτι αρνητικό, θα αποτύχουν να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο και θα καταλήξουν θύματα της πατριαρχικής κοινωνίας. Η πρωταγωνίστρια στο Σικελικό ειδύλλιο νιώθει προδομένη, αφενός γιατί επέτρεψε στον εαυτό της να εξαπατηθεί και αφετέρου γιατί ο δράστης εκμεταλλεύτηκε όχι μόνο την απουσία των οικείων της από το σπίτι αλλά και την εμπιστοσύνη της οικογένειας και της κοινωνίας. Κατά κάποιο τρόπο στο σημείο αυτό προκύπτει μια ομοιότητα με το αντίστοιχο επεισόδιο της Τετραλογίας της Νάπολης, όπου ο Donato Sarattore, προβάλλοντας την εικόνα του αξιοσέβαστου πατέρα και συζύγου, παρασύρει τη νεαρή πρωταγωνίστρια με στόχο την εκμετάλλευσή της, παρόλο που οι ρόλοι αντιστρέφονται και το θύμα αποκτά τον ρόλο του θύτη,
Μια αντίθεση, επομένως, με το Σικελικό ειδύλλιο είναι ότι η πρωταγωνίστρια Concetta δεν επιθυμεί να γίνει αποδέκτης αυτής της παράλογης και ανεξέλεγκτης βιαιοπραγίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η ίδια προκάλεσε το αιματηρό συμβάν με την υποδοχή του επίδοξου δράστη στην οικία της εκμεταλλευόμενη την απουσία των γονιών της. Καθότι όμως η ταυτότητα του δράστη είναι αδιάφορη ως στοιχείο και στα δύο έργα, ο αναγνώστης επιθυμεί μέσα από αυτό να αντλήσει κάποιες πληροφορίες για τον δράστη, ώστε να χτίσει σταδιακά το προφίλ του και να αποκτήσει διευρυμένη άποψη σχετικά με τα κίνητρα της ειδεχθούς συμπεριφοράς του και τους απώτερους σκοπούς μιας τόσο διεφθαρμένης λογικής, η οποία προσβάλλει την ηθική αξιοπρέπεια ενός παιδιού. Στην ουσία, μοτίβα, τα οποία εντοπίστηκαν και στη μυθιστορία της Ferrante, είναι η ηθική σκοπιμότητα καθώς και η χρησιμότητα της περιγραφής του αίματος.
Μια ομοιότητα με το έργο της Ferrante ως προς τη δράση και τον δυναμισμό των γυναικών αποτελεί η σθεναρή αντίσταση της πρωταγωνίστριας να υπακούσει στις προσταγές της πατριαρχικής κοινωνίας, να δεχθεί δηλαδή την πρόταση του επανορθωτικού γάμου του μαφιόζου και να εγκαταλείψει τον αγώνα για την προσωπική και ηθική δικαίωσή της.
Ως προς τον τόπο εκτύλιξης των γεγονότων, με μια προσεκτικότερη μελέτη ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το σικελικό τοπίο λειτουργεί σαν μια μεταφορά ενός spazio, στο οποίο η συγγραφέας περικλείει την αφήγησή της σαν να διαχωρίζει νοητά τη Σικελία της αφήγησης –τη Σικελία της βίας– με την υπόλοιπη Ιταλία.
θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα κείμενα παρότι σύμφωνα με την συγκριτική φιλολογία και ορισμένα κριτήρια υφολογικά ή δομικά παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ή και όχι μεταξύ τους δεν εντάσσονται πάντοτε σε κατηγορίες, πλαίσια η κουτάκια δεδομένου του ότι το νόημα όλων αυτών είναι να μεταφερθούν ιδέες, ανησυχίες και συναισθήματα . Από τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς ότι το Σικελικό ειδύλλιο σε καμία περίπτωση δεν ανήκει στην κατηγορία του hardboiled παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στην υποθετική ιδιότητα του αστυνόμου, τη συγγραφική και ο ίδιος αποδίδει στη γυναίκα- πρωταγωνίστρια κάποια χαρακτηριστικά όπου θυμίζουν σε ορισμένα σημεία αυτή τη λογική.
Το Σικελικό ειδύλλιο εισήγαγε τον αναγνώστη σε μια διαφορετική νοοτροπία με αποτέλεσμα πέρα από τα δομικά του χαρακτηριστικά να εστιάσει στην ουσία του ανθρώπινου πόνου, στα συναισθήματα των τραγικών ηρώων και σε μια εικόνα της Ιταλίας που μοιάζει μακρινή αλλα είναι τόσο κοντά στο δικό μας σήμερα.