Καράβια με ξένη σημαία | Αλέκος Κατσιούρης | Εκδόσεις Ιωλκός, 2023
Εισαγωγή
Οι δρόμοι της Κυψέλης —οι περισσότεροι των οποίων φέρουν ονόματα νησιών— αποτελούν αγκυροβόλι για πολλά καράβια που φτάνουν από διάφορες χώρες. Είναι όλοι αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα με σκοπό ένα νέο ξεκίνημα, μία καινούρια ζωή, καλύτερη απ’ αυτήν που άφησαν. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει μία ιστορία να αφηγηθεί, αλλά δεν το κάνει παρά μόνο αν αναγκαστεί απ’ τις συνθήκες. Συνήθως την κρατά μέσα του, για τον εαυτό του. Σαν φυλαχτό ή σαν ξόρκι. Οι προτεραιότητές τους καθορίζονται από την ανάγκη. Πρέπει να ξεχάσουν πολλά απ’ την παλιά τους ζωή και να μάθουν περισσότερα για τη νέα που ξεκινούν να χτίζουν. Βιάζονται να αφομοιώσουν και να αφομοιωθούν, για να μπορούν μετά να ονειρεύονται. Με τον καιρό γνωρίζονται με άλλους ξενόφερτους, αλλά και με ντόπιους και δημιουργούν φιλίες. Σιγά σιγά ξανοίγονται, αστειεύονται μεταξύ τους, κλαίνε, γελούν κι ερωτεύονται, γιατί η καρδιά δε γνωρίζει από σύνορα, θρησκείες ή χρώμα επιδερμίδας. Σε κάθε ανθρώπινο σώμα πάλλεται με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό.
Τα μικρά βαλκάνια της Αθήνας
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη κι είχε μια λιακάδα, χαρά Θεού. Αγόρασα την εφημερίδα μου απ’ το περίπτερο του Στέλιου και ανηφόρισα προς τη Φωκίωνος. Βάδιζα ανάμεσα σε ηλικιωμένες κυρίες, που έβγαζαν βόλτα τα σκυλάκια τους και σε νεαρές μανάδες, που είχαν πάρει τα παιδιά τους από το σχολείο και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Κάποιοι νεαροί πακιστανοί πουλούσαν CD στους θαμώνες των καφέ και οι συνταξιούχοι σκότωναν την ώρα τους με τον ίδιο ρυθμό που έπιναν τον καφέ τους.
Αυτή είναι πάνω κάτω η καθημερινή κίνηση του ωραίου αυτού πεζόδρομου, ο οποίος στη δεκαετία του ’60 αποτελούσε το κέντρο της αστικής κοινωνίας της Αθήνας, με ακριβά καταστήματα και έντονη καλλιτεχνική κίνηση. Εδώ βρισκόταν η περίφημη κουίντα του Μουτσάτσου, από τα πρώτα νυχτερινά κέντρα της χώρας, το νεανικό κλαμπ Top Hat, που διοργάνωνε τους πρώτους διαγωνισμούς αντοχής στο ροκ εντ ρολ για την ανήσυχη νεολαία της εποχής, όπως και το εστιατόριο Θράκα, αγαπημένο στέκι των κατοίκων της περιοχής. Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει σήμερα. Από την άλλοτε «Βία Βένετο» της Αθήνας μένει μόνο η παλιά Δημοτική Αγορά, χαρακτηριστικό κτίριο του μεσοπολέμου που κατασκευάστηκε επί δημαρχίας Κοτζιά και παραμένει ερείπιο, αφού καμιά απ’ τις προτάσεις που έχουν γίνει για την αξιοποίησή του δε συναντά την αποδοχή των κατοίκων της περιοχής.
Η προτομή του δημάρχου, ο οποίος ως Υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης κάλυψε το ρέμα Λεβίδη και το μετέτρεψε σε πεζόδρομο, βρίσκεται στο πρώτο παρτέρι. Οι πολεοδομικές παρεμβάσεις του ήταν ευεργετικές για την πόλη, σε αντίθεση με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αφού ήταν αυτός που, μετά από μια επίσκεψή του στη φασιστική Ιταλία, είχε δηλώσει πως το καθεστώς Μουσολίνι δεν κυβερνούσε με τη βία, αλλά με πειθώ, ενώ το Σεπτέμβριο του 1936 είχε υποδεχθεί τον Γκαουλάιτερ και Υπουργό Προπαγάνδας του Γ΄ Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος σ’ ένα άρθρο του στην εφημερίδα Der Angriff με τίτλο «Τι θέλουμε στη Βουλή» έγραφε μεταξύ άλλων:
…Θα μπούμε στο Ράϊχσταγκ για να εφοδιαστούμε από το οπλοστάσιο της δημοκρατίας τα όπλα της. Θα γίνουμε βουλευτές για να εξουδετερώσουμε το πνεύμα της Βαϊμάρης, χρησιμοποιώντας το ίδιο. Εάν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο και μάλιστα με βουλευτική αποζημίωση γι’ αυτό, είναι θέμα δικό της. Κάθε μέσο για την ανατροπή των σημερινών καταστάσεων μάς είναι ευπρόσδεκτο.
Όσο για τον Ντούτσε, τον οποίο θαύμαζε όπως και ο Κοτζιάς, έγραφε:
…Κι ο Μουσολίνι είχε μπει στο Κοινοβούλιο. Δεν άργησε όμως να οργανώσει την πορεία προς τη Ρώμη. Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε. Τώρα δεν είστε πλέον μεταξύ σας! Και δεν θα έχετε μεγάλη χαρά με εμάς!
Από τα ονομαστά καφέ και ζαχαροπλαστεία εκείνης της εποχής το μόνο που διασώζεται, μεταλλαγμένο πλέον σε μοντέρνα καφετέρια, είναι το Select, γωνία Φωκίωνος και Επτανήσου. Σ’ αυτό σύχναζαν παλιά μερικά από τα πιο μεγάλα ονόματα της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής, όπως ο Σακελάριος, ο Τσιφόρος, ο Αυλωνίτης, η Βέμπο, ο Σταυρίδης και άλλοι. Σ’ αυτό πήγαινα κι εγώ, όχι για να αναπολήσω τα χρόνια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αλλά για να συναντήσω το φίλο μου το Σταύρο που με είχε πάρει τηλέφωνο πρωί πρωί να βρεθούμε για καφέ.
— Άργησες, μου είπε όταν με είδε, πού χάζευες;
— Σταμάτησα λίγο να χαιρετήσω τον Κοτζιά, του είπα.
— Μη δικαιολογείσαι, δε σου κάνω παρατήρηση, είπε αυτός που, προφανώς, δεν κατάλαβε σε ποιον ακριβώς αναφερόμουν.
— Περίμενες πολύ;
— Τώρα έφτασα κι εγώ, είπε και πριν προβάλω να καθίσω με ρώτησε: Μάντεψε ποια θα έχεις γειτόνισσα από μεθαύριο.
— Τώρα με φώτισες, δεν πάει ο νους μου πουθενά, είναι καμιά γνωστή;
— Πασίγνωστη.
— Τότε λέγε και μη μου βάζεις αινίγματα.
— Η Αντριάνα, ρε, η νταρντάνα. Φεύγει από Κεφαλληνίας κι έρχεται Σίφνου, ένα τετράγωνο μετά από σένα.
— Μπα, πώς κι έτσι; Γιατί αφήνει τα Επτάνησα για να ’ρθει στις Κυκλάδες;
— Τα ’κονόμησε καλά, δεν το ’μαθες;
— Όχι, τι να μάθω;
— Ο γέρος που φρόντιζε τον τελευταίο καιρό το φύσαγε το παραδάκι και λίγο πριν πάθει το τελευταίο εγκεφαλικό, που τον έστειλε στα θυμαράκια, της χάρισε ένα παλιό αυτοκίνητο. Αυτή φοβήθηκε μήπως το ζητήσουν τα παιδιά του που τον κληρονόμησαν και το σκότωσε αμέσως.
— Και πόσα έβγαλε από ένα σαράβαλο, ρε Σταύρο, μην τα παραλές κι εσύ.
— Σαράντα χιλιάρικα κολλαριστά, παρακαλώ.
— Γιατί, Λαμποργκίνι είχε ο παππούς;
— Φίατ Τίπο του ’36 καμπριολέ και ατσαλάκωτο, σπάνιο εργαλείο. Το κράταγε κλειδωμένο σ’ ένα γκαράζ στο Παγκράτι και πλήρωνε υπάλληλο για να το πλένει τακτικά και να το βάζει εμπρός για να μην πέσει η μπαταρία. Μια φορά το μήνα, λέει, τον έβαζε να γρασάρει την οροφή του μ’ ένα ειδικό λίπος που είχε αγοράσει από την Ιταλία, για να μην ξεραίνεται το δέρμα, για τέτοιο ψώνιο μιλάμε.
— Και πού το σκότωσε η Αντριάνα;
— Δεν ήξερε τι να κάνει και μίλησε στο Μιχάλη, το αφεντικό της. Εκείνος την ψυλλιάστηκε τη δουλειά, αλλά της ’ξηγήθηκε εντάξει. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί κανονικά.
— Μη μου πεις ότι το πήρε για να τρέχει στα ράλι αντίκα;
— Όχι, ρε, αυτό θα κάναμε εγώ κι εσύ, αλλά αυτός έχει σπουδάσει στην Ιταλία και ξέρει τα κόλπα, να πούμε. Πήρε τηλέφωνο στην αντιπροσωπεία της Φίατ και τους είπε το και το. Αυτοί επικοινώνησαν με τα κεντρικά της εταιρείας στο Τορίνο, η οποία έχει μεγάλη συλλογή με όλα τα παλιά μοντέλα, εκτός απ’ αυτό, άκου σύμπτωση να πούμε. Μόλις το άκουσαν οι Ιταλοί τρελάθηκαν. «Το θέλουμε» του είπαν κι άρχισαν τα παζάρια μέχρι που κατέληξαν στα σαράντα χιλιάρικα.
— Μπράβο τύχη η Αντριάνα!
— Μόνο τύχη, κωλοφαρδία να λες.
— Και τι σκέφτεται να κάνει τώρα;
— Προς το παρόν μετακομίζει. Δεν το ’χει πει σε κανέναν, γιατί φοβάται μην της την πέσουν τίποτα λαμόγια για δανεικά, ξέρεις εσύ τώρα.
— Καλά κάνει, μόνο που πρέπει να το κρατήσει, γιατί αυτή δε βάζει γλώσσα μέσα της. Όλοι ξέρουν με ποιον τα χάλασε χθες και με ποιον πηδιέται σήμερα.
— Η Αντριάνα, φίλε μου, μπορεί να λέει πολλά, αλλά στα γκομενικά είναι τάφος, δεν της παίρνεις εύκολα κουβέντα.
— Καλά, ας έρθουμε τώρα στο θέμα.
— Τι λέγαμε; Α, ναι, για τα λεφτά. Λοιπόν, μόλις πήρε το έμβασμα, κράτησε δυο χήνες και τα υπόλοιπα τα άφησε στην τράπεζα. Τα έβαλε, μάλιστα, κλειστά, για να μην μπορεί να τα σηκώσει ούτε η ίδια μέχρι να σκεφτεί τι θα κάνει.
— Σωστό. Άλλωστε, δεν ξέρεις, μπορεί να έχει υποχρεώσεις στην πατρίδα της ή να μεγαλώνει κάνα παιδί εκεί. Οι περισσότερες έτσι κάνουν, αφήνουν άντρα και παιδιά πίσω και φεύγουν στο εξωτερικό, γιατί έτσι είναι ευκολότερο γι’ αυτές να βρουν δουλειά.
— Χρέη δεν έχει απ’ ό,τι ξέρω, ούτε εδώ ούτε στην πατρίδα της, όσο για παιδιά δεν έχει, εκτός από ένα που έριξε πρόπερσι, αλλά τα έμβρυα δε μετράνε.
Η Αντριάνα είναι από το Πλόβντιβ, παλιά πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης, το οποίο λεγόταν Τριμόντιουμ, ενώ εμείς συνεχίζουμε ακόμα να το λέμε Φιλιππούπολη, όπως είχε ονομάσει ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος την παλιά θρακική πόλη Ευμολπιάδα, η οποία ήταν αρχαιότερη απ’ την Αθήνα. Τον 6ο αιώνα την κατέλαβαν οι Σλάβοι και έγινε Πουλντίν, από τη θρακική ονομασία Πουλπουδέβα, όπου –δέβα σήμαινε πόλη. Το 1384 επί Μουράτ Α΄ πέρασε στους Οθωμανούς, ενώ μετά την ελευθέρωση της Βουλγαρίας έγινε πρωτεύουσα της ημιαυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας έως τη λήξη του Σερβοβουλγαρικού πολέμου, οπότε ενώθηκε με τη Βουλγαρική Ηγεμονία.
Σήμερα είναι μια ωραία, καταπράσινη πόλη, χτισμένη πάνω σε τρεις λόφους. Τη διασχίζει ο ποταμός Μαρίτσα, ο οποίος χύνεται στο Αιγαίο με το ελληνικό του όνομα Έβρος. Είναι μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με μεγάλη παρουσία Τούρκων και Ρομά και μικρότερη από διάφορες άλλες εθνότητες, μεταξύ των οποίων και Έλληνες.
Εκεί γεννήθηκε και έζησε η Αντριάνα μέχρι το ’92, όταν διέκοψε απότομα την ιατρική και ήρθε στην Ελλάδα, κάνοντας διάφορες δουλειές. Τα τελευταία χρόνια δουλεύει στο φαρμακείο του Μιχάλη, ενώ τα απογεύματα κάνει ενέσεις κατ’ οίκον σε άτομα που δεν μπορούν να μετακινηθούν. Γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι στην Κυψέλη, έμαθε τη νησιωτική γεωγραφία της Ελλάδας απέξω κι ανακατωτά. Έτσι, αντί τα καλοκαίρια να πηγαίνει διακοπές στην πατρίδα της, ταξιδεύει στα νησιά, κάθε φορά και σε διαφορετικό, μέχρι να τα γνωρίσει όλα. Διαθέτοντας ίσως τα ωραιότερα πόδια του λεκανοπεδίου και φορώντας καυτά μίνι, υπερκαλύπτει τις μικρές ατέλειες του προσώπου της κι έτσι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα μοναξιάς. Αλλάζει, μάλιστα, συχνά ερωτικούς παρτενέρ, προτιμώντας να επιλέγει αυτή, παρά να την επιλέγουν. Άλλωστε, οι δεξιότητές της στο κρεβάτι είναι ξακουστές και η λίστα αναμονής των υποψηφίων εραστών μεγάλη.
Κάποιο φεγγάρι τα είχε με το Λεωνίδα, απ’ τον οποίο τη γνώρισα κι εγώ. Μετά τα ’μπλεξε μ’ έναν Παλαιστίνιο, ύστερα με κάποιο Σύρο Δρούζο που έδειχνε για Ισπανός κι ύστερα εξαφανίστηκε μ’ έναν υδραυλικό που τον είχε φωνάξει να της ξεβουλώσει το σιφόνι. Από κει κι ύστερα έχασα το λογαριασμό. Το ίδιο φοβάμαι πως έχει πάθει και η ίδια.
— Ρε συ, λες να την πηδάει ο Μιχάλης; ρώτησα.
— Μπα, δε νομίζω, αν κι αυτός είναι μουλωχτός και δεν τον καταλαβαίνεις. Αν είναι τώρα για κάνα όρθιο πίσω απ’ το παραβάν, μπορεί, αλλά αυτό δε μετράει.
— Είναι έξω καρδιά, πάντως, τη χαίρομαι.
— Θα βρεθούμε σήμερα το βράδυ, θέλεις να ’ρθεις κι εσύ;
— Για να κρατάω φανάρι ή για να σου χαλάσω τη φάση;
— Όχι, ρε, δεν τρέχει τίποτα, αν ήταν γι’ αυτό δε θα σου ’λεγα να ’ρθεις.
— Μην το λες, αν ήταν για κάνα τρίγωνο δε θα ’λεγα όχι.
— Κι όμως, φίλε μου, η Αντριάνα είναι πιστή. Μπορεί να πηγαίνει με πολλούς, αλλά όταν είναι με κάποιον είναι Παναγία. Δεν το παίζει δίπορτο, όπως κάνουν κάποιες μειξοπαρθένες που ξέρεις και ξέρω, για να μη λέμε ονόματα τώρα. Αυτή, φίλε μου, τον σέβεται τον άντρα που έχει δίπλα της, γίνεται δούλα και κυρά, που λέει ο λόγος, και τον υπηρετεί κανονικά μέχρι να βαρεθεί.
— Ναι, μόνο που βαριέται πολύ γρήγορα.
— Κανείς δεν είναι τέλειος, για στάσου. Αυτή, τουλάχιστον, είναι ντόμπρα. Έχεις ακούσει εσύ ποτέ κακιά κουβέντα για πάρτη της από κανέναν μέχρι σήμερα;
— Όχι, αυτό είναι αλήθεια.
— Ούτε κι απ’ αυτήν θα ακούσεις. Για τον καθένα έχει να πει τα καλύτερα, όχι σαν αυτές που όταν παίρνουν πόδι απ’ τον γκόμενο, αρχίζουν τα τρελά, ότι τάχα έπινε και δεν ήξερε τι έκανε, ότι δεν του σηκωνότανε ή ότι την έπεφτε στην κάθε ψόφια και τέτοια. Αυτή τίποτα. Κυρία. Όσο και να την προβοκάρεις δεν πρόκειται ν’ ακούσεις κακό λόγο για κανέναν απ’ το στόμα της.
Όντως, για την Αντριάνα δεν έχει ακουστεί το παραμικρό κι όσα συζητούσαμε εμείς, τα ήξεραν μόνο όσοι τα είχαν φτιάξει κάποιο διάστημα μαζί της. Οι άλλοι δεν έχουν ιδέα και απλώς ξερογλείφονται όταν τη βλέπουν να περνά για το φαρμακείο. Στη δουλειά της είναι άψογη, ακούραστη και εξυπηρετική, ενώ το χέρι της είναι τόσο ελαφρύ, που δεν καταλάβαινες πότε σου κάνει την ένεση. Για τη ζωή της δεν ξέρει κανείς τίποτα. Μπορεί να κάνει αστεία με όλους, να ακούει τα μυστικά και τις εξομολογήσεις τους, αλλά για τον εαυτό της δε μιλάει ποτέ, ούτε για την οικογένειά της. Το παρελθόν της είναι ένα επτασφράγιστο μυστικό τόσο που σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν αυτός που θα κατορθώσει κάποια μέρα να το ανακαλύψει, θα είναι πολύ τυχερός ή φοβερά άτυχος.
Σε αντίθεση με την Αντριάνα, ο Σταύρος δεν ήταν καθόλου τυχερός. Η εταιρεία που δούλευε σαν οδηγός έκλεισε και είχε βρεθεί άνεργος, ενώ το νοίκι έτρεχε κανονικά και τα γραμμάτια, που είχε υπογράψει για το ημιφορτηγάκι, έληγαν κάθε 15 του μηνός.
— Βγες στη γύρα και ψάξε για δουλειά, του είπα.
— Αυτό κάνω, ρε φίλε, αλλά δεν είναι εύκολο. Χθες πήγα στο Μαρκόπουλο που ζητούσαν οδηγούς με δικό τους αυτοκίνητο και βρήκα μια ουρά ένα χιλιόμετρο, το πιστεύεις; «Αφήστε το τηλέφωνό σας, κύριε, και θα σας ειδοποιήσουμε» μου είπε μια ασχημομούρα καριόλα που δε θα την πήδαγε ούτε ισοβίτης.
— Και τώρα τι γίνεται; Έχεις να κοιτάξεις και αλλού;
— Λέω να κάνω καμιά μεταφορά στη ζούλα μέχρι να βρεθεί κάτι.
— Κατάλαβα, η πρωτιά θα γίνει αύριο με τη μετακόμιση της Αντριάνας.
— Όχι, ρε, αυτή τσόνταρε για να πληρώσω το γραμμάτιο, λεφτά θα της πάρω;
— Σε πλήρωσε προκαταβολικά, δηλαδή;
— Όχι, δανεικά μού έδωσε, αλλά όχι αγύριστα, με το πρώτο μεροκάματο θα τα πάρει πίσω. Εγώ δεν κάνω αυτά που βρίζω στους άλλους, το ξέρεις εσύ.
— Καλά, ρε, θα κοιτάξω κι εγώ με κάτι γνωστούς, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται.
— Γι’ αυτό σε φώναξα, ρε φίλε. Ρίξε καμιά ματιά κι αν βρεις κάτι, σφύριξε.
— Μήπως χρειάζεσαι τίποτα ψιλά για την ώρα;
— Όχι, όχι, τη βγάζω ακόμα.
— Σίγουρα;
— Αφού με ξέρεις, ρε συ, άμα ήμουνα σάλιο θα σ’ το ’λεγα.
Το Σταύρο τον ήξερα χρόνια. Ήταν λαϊκός τύπος, αλλά καλό παιδί. Για τους φίλους γινόταν χαλί να τον πατάνε και τις καλές εποχές, όταν περνούσε μπόλικο παραδάκι απ’ τα χέρια του, είχε βοηθήσει τους πάντες. Μόνο που το χρήμα δεν έλεγε να καθίσει στα χέρια του, έτρεχε μέσ’ από τα δάχτυλά του σαν το νερό της πηγής, γι’ αυτό κι όταν ήρθαν τα δύσκολα, βρέθηκε ξεκρέμαστος.
«Ρε άχρηστε, τον πείραζε ο Αντώνης που έχει το προποτζίδικο στη Ζακύνθου, θα πεθάνεις και δε θα βρούμε λεφτά να σε θάψουμε».
«Όταν πεθάνω δε θέλω να μου βρουν δεκάρα, όπως δε βρήκα κι εγώ» έλεγε εκείνος.
«Και δε φοβάσαι μη σε σιχτιρίζουν τα παιδιά σου;».
«Ποια παιδιά, ρε; Τρελός είμαι να κάνω παιδιά; Μόνο οι γύφτοι γεννοβολάνε σαν τα κουνέλια επειδή δε χαμπαριάζουν από τέτοιες λεπτομέρειες».
«Έτσι όπως τα λες, όμως, δεν πρέπει να κάνει κανένας παιδιά».
«Μην το λες αυτό, ρε Αντωνάκη, σε παρακαλώ, δεν είναι όλοι άχρηστοι σαν κι εμένα, υπάρχουν ένα σωρό παιδιά μαζεμένα και νοικοκυρεμένα. Αυτά, μάλιστα, να κάνουν οικογένεια».
Ο Σταύρος πίστευε πως είχε χάσει προ πολλού το τρένο της ζωής και πως τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περνούσε μόνος. Έριχνε το φταίξιμο πάνω του και δεν παραπονιόταν. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μη γίνει βάρος σε κανέναν.
Πέρασε ένας μήνας από εκείνη τη συνάντηση και μια μέρα, καθώς έβγαινα στη Φωκίωνος, έπεσα τυχαία πάνω στην Αντριάνα.
— Πού χάθηκες εσύ; της είπα. Πάμε να σε κεράσω μια μπίρα.
— Αυτή τη στιγμή πεινάω περισσότερο απ’ όσο διψάω, έκανε εκείνη.
— Τότε στρίψε δεξιά να πάμε στον Μπακαλόγατο για κασιώτικα ντολμαδάκια και χειροποίητες μακαρούνες με σιτάκα και τσίκνωση.
— Δε χάθηκα μόνο εγώ, είπε εκείνη μόλις καθίσαμε. Δυο φορές χτυπήσαμε το κουδούνι σου με τον Σταύρο και τις δυο έλειπες.
— Θα έτυχε, είπα. Αλήθεια, τι κάνει αυτή η ψυχή, βρήκε δουλειά;
— Δουλεύει μαζί μου.
— Πού, στο φαρμακείο;
— Όχι ακριβώς, αλλά σε κάτι παραπλήσιο.
— Μπορείς να μιλάς χωρίς αινίγματα, σε παρακαλώ;
— Να, σκέφτηκα να φέρω φάρμακα από τη Βουλγαρία, γιατί υπάρχει ζήτηση στην αγορά κι εκεί είναι πιο φθηνά από δω.
— Έξυπνο αυτό, αλλά ο Σταύρος πού κολλάει;
— Ε, αφού είχε το ημιφορτηγό να κάθεται, είπαμε να γίνουμε συνέταιροι.
— Μπράβο, ωραία ιδέα και πού βρίσκεται το θέμα;
— Έχουμε ξεκινήσει, η πρώτη παρτίδα έχει φύγει σχεδόν όλη κι αυτήν τη στιγμή ο Σταύρος βρίσκεται στο Πλόβντιβ και ξαναφορτώνει. Μη φανταστείς, όμως, ότι φέρνουμε τόνους, γιατί αυτό χρειάζεται μπόλικο χρήμα, που προς το παρόν δεν υπάρχει.
— Χρήμα χρειάζεσαι ό,τι και να κάνεις, το θέμα δεν είναι εκεί.
— Αν δεν είναι εκεί, τότε πού είναι;
— Το πιο σημαντικό είναι να σταθείς στην αγορά, αυτό πρέπει να δεις. Για πες μου, όμως, είναι νόμιμο αυτό κατ’ αρχήν;
— Και βέβαια, μην ξεχνάς ότι η Βουλγαρία ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
— Δίκιο έχεις, δεν το σκέφτηκα.
— Υπάρχουν κάποιες διατυπώσεις, βέβαια, όπως είναι η μετάφραση των οδηγιών στα ελληνικά και μερικές άλλες λεπτομέρειες, αλλά…
— Εντάξει, αυτά ξεπερνιούνται εύκολα, αλλά για πες μου, πού τα προωθείτε, στο Μιχάλη;
— Ο Μιχάλης μάς βοήθησε πολύ με τις γνωριμίες του να βρούμε τους πρώτους πελάτες. Μέχρι στιγμής τροφοδοτούμε δυο μικρές φαρμακαποθήκες, αλλά για τα δικά μας μεγέθη είναι πολύ καλά, αργότερα βλέπουμε.
— Αφού μου λες ότι φέρνετε κιόλας δεύτερη παρτίδα, πάει να πει ότι βγαίνει.
— Δεν έχει μεγάλο κέρδος, μη νομίζεις, απλώς μας επιτρέπει να τζιράρουμε.
— Έτσι είναι το εμπόριο. Άμα πουλάς όμως και μάλιστα τοις μετρητοίς, όπως εσείς, όπου να ’ναι θα ’ρθουν και τα κέρδη. Δε γίνεται κανείς Ωνάσης απ’ την πρώτη στιγμή.
— Μη φοβάσαι, δεν έχω τόσο ψηλές φιλοδοξίες.
— Αν καταλαβαίνω καλά, πάντως, το φαρμακείο τέλος, έτσι;
— Όχι, καθόλου, συνεχίζω κανονικά.
— Και πώς τα καταφέρνεις με εισαγωγές, παραγγελίες, πωλήσεις;
— Έχουμε φτιάξει μια εταιρεία με το Σταύρο κι οι δουλειές μοιράζονται. Εγώ έβαλα το κεφάλαιο και ανέλαβα τις επαφές με τους πελάτες κι αυτός το φορτηγό και τις αποστολές, δίκαια πράγματα.
— Σωστά και πώς λέγεται η εταιρεία;
— Σταυραντριάνα ΕΠΕ, είπε μ’ ένα χαμόγελο, μαντεύοντας την αντίδρασή μου και συμπλήρωσε, η ιδέα ήταν του Σταύρου.
— Αυτό το παιδί, λοιπόν, όταν ξύνει το κεφάλι του κατεβάζει ωραίες ιδέες.
Γελάσαμε και χωρίσαμε, αλλά συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε, όταν θα γύριζε ο Σταύρος απ’ το Πλόβντιβ.
Τελικά, συναντηθήκαμε μετά από καιρό, όταν η εταιρεία είχε κάνει άλλες τέσσερις εισαγωγές και είχε μεταφέρει την έδρα της, από την οδό Σίφνου 14 που ήταν το διαμέρισμα της Αντριάνας σ’ ένα ισόγειο ογδόντα τετραγωνικών, Μηθύμνης και Τενέδου γωνία. Το χώρισαν στη μέση με γυψοσανίδα και μετέτρεψαν το μισό σε γραφείο, με τηλέφωνο, κομπιούτερ, φαξ κι όλα τα σχετικά, αφήνοντας ένα μικρό χώρο για αποθήκη. Η Γιάντρανκα, που είναι καλή στα κομπιούτερ, έστησε την ιστοσελίδα της εταιρείας και επιμελήθηκε έναν καλαίσθητο τιμοκατάλογο κι όλα δούλευαν ρολόι.
— Το βράδυ σε περιμένουμε στο σπίτι για φαγητό, μου είπε, έχω φωνάξει και τη Γιάντρανκα, η οποία μας έχει βοηθήσει πολύ, δε σε πειράζει έτσι;
— Όχι, βέβαια, τι να με πειράζει η κοπέλα.
Μέχρι τότε ούτε εγώ ούτε η Γιάντρανκα είχαμε δοκιμάσει βουλγάρικη κουζίνα και εκπλαγήκαμε ευχάριστα με τις ομοιότητες που παρουσίαζε με τη σέρβικη, αλλά και την ελληνική. Αυτή διαπίστωσε ότι η σόρπσκα σαλάτα και η σούπα ταρατόρ ήταν ολόιδιες με αυτές που έφτιαχναν στην πατρίδα της κι εγώ το ίδιο με το γιαχνί, τα γεμιστά και τους λουκουμάδες, ενώ ο μπακλαβάς ήταν κοινός και στις τρεις κουζίνες.
— Τελικά, όλα τα φαγητά τους μοιάζουν με τα δικά μας, έκανε ο Σταύρος.
— Έχουν την ίδια γιαγιά, γι’ αυτό, είπε η Γιάντρανκα.
— Εγώ τρελαίνομαι για τους λουκουμάδες, είπε εκείνος. Όταν ήμουν μικρός, η μάνα μου έφτιαχνε κάθε Κυριακή πρωί, αλλά μου έβαζε τις φωνές γιατί γέμιζα το φανελάκι μου μέλια. Κι ενώ πρόσεχα να μην λερωθώ, τελικά γινόμουν χάλια. Στη Βουλγαρία τούς λένε κάπως περίεργα, αλλά δε θυμάμαι.
— Λόκμα, είπε η Αντριάνα, είναι τούρκικη λέξη που σημαίνει μπουκιά.
— Eπειδή γίνονται μια χαψιά, μπράβο, έκανε αυτός, δεν πιάνονται σε κάτι τέτοια τα καρντάσια, είναι μανούλες.
Όταν τελείωσαν οι συγκρίσεις και οι ετυμολογικές εξηγήσεις επικράτησε σιωπή και, πάνω που φοβόμουν ότι αυτό θα συνεχιζόταν, είδα το Σταύρο να παίρνει το πιο σοβαρό του ύφος και να σηκώνει το ποτήρι του, έτοιμος να κάνει πρόποση.
— Χάρη στη Γιάντρανκα η εταιρεία πήρε άλλο προφίλ, πιο κυριλέ να πούμε, είπε, γι’ αυτό απόψε θα πιούμε στην υγειά της.
— Δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, ψέλλισε ντροπαλά εκείνη.
— Για σένα όχι, αλλά για μας ήταν πολύ σημαντικό, είπε η Αντριάνα.
— Άντε, στην υγειά μας, λοιπόν!
— Νάζντραβε! έκανε η Αντριάνα.
— Ζίβελι! είπε η Γιάντρανκα.
Ο Σταύρος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
— Διάβολε, έκανε, τι είναι αυτά που ακούω, πού βρισκόμαστε;
— Στην Κυψέλη, του είπα, στα μικρά Βαλκάνια της Αθήνας.
— Δίκιο έχεις, ας πιούμε τότε μια δεκάχρονη ρακία από δαμάσκηνα να γλυκάνει λιγουλάκι ο ουρανίσκος μας.
— Είναι από το Τρογιάν, είπε η Αντριάνα, μια περιοχή που φημίζεται ότι βγάζει το καλύτερο ρακί.
— Εμείς το λέμε σλιμποβίτσα, είπε η Γιάντρανκα.
Με το ρακί σταμάτησε η συζήτηση κι έπεσε πάλι βουβαμάρα, θαρρείς πως είχαν εξαντληθεί όλα τα θέματα. Ένιωσα μια μικρή αμηχανία, όπως αυτή που έβλεπα και στο πρόσωπο της Γιάντρανκα. Τη σιωπή έσπασε ο Σταύρος με ένα διπλό ξερόβηχα, δείγμα πως ήθελε κάτι σημαντικό να πει…
— Η Αντριάνα κι εγώ, δε σας καλέσαμε μόνο για να σας ευχαριστήσουμε, είπε κομπιάζοντας.
— Να δεις που κάποιος γιορτάζει ή έχει γενέθλια, είπε η Γιάντρανκα.
— Όχι, όχι, δεν είναι αυτό, έκανε εκείνος, αλλά δυσκολευόταν να συνεχίσει.
— Ρίξ’ του άλλη μια ρακία, ρε Αντριάνα, γιατί αυτός θα μας χτικιάσει, είπα.
— Αφού το ξέρεις, ρε φίλε, δεν είμαι καλός στα λόγια, δικαιολογήθηκε εκείνος.
— Πες το, όμως, πού να πάρει ο διάβολος!
— Να, αποφασίσαμε με την Αντριάνα να περάσουμε δαχτυλίδια και σας θέλαμε και τους δυο δίπλα μας. Αυτά είναι οικογενειακά πράγματα θα μου πεις, αλλά εμείς δεν έχουμε σόγια να καλέσουμε, ούτε άλλους πιο κοντινούς από σας, γι’ αυτό σκεφτήκαμε…
— Μπράβο! Συγχαρητήρια! είπε η Γιάντρανκα και φίλησε την Αντριάνα τρεις φορές κατά τη σέρβικη συνήθεια.
— Μη βιάζεσαι, την έκοψα, να δούμε πρώτα τα δαχτυλίδια.
Ο Σταύρος έβγαλε απ’ την τσέπη του δυο λεπτές βέρες κι αφού πέρασε τη μια στο δάχτυλο της Αντριάνας, της έδωσε την άλλη και την άφησε να την περάσει στο δικό του.
— Είδες πόσο εύκολο ήταν; του είπα, δε χρειαζόταν τόσο ζόρι.
— Πρώτη φορά είναι, ρε φίλε, έκανε εκείνος χαζά, ενώ η Αντριάνα τον φίλησε στο στόμα και ξαναγέμισε τα ποτήρια.
— Εμένα γιατί δε με φιλάς τρεις φορές όπως τη Γιάντρανκα; παραπονέθηκε.
— Γιατί έτσι φιλάμε τους φίλους, απάντησε εκείνη.
— Τρεις φορές φιλιούνται κι οι Άραβες όταν συναντιούνται.
— Ξέρεις, όμως, γιατί το κάνουν αυτοί; τον ρώτησα.
— Για πες μας, είπε Γιάντρανκα, γιατί το ίδιο κάνουμε κι εμείς.
— Λένε ότι με τις δυο πρώτες δεν προλαβαίνουν να βγάλουν το μαχαίρι που έχουν κρυμμένο στη μέση τους.
— Αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου, κατσούφιασε εκείνη, και το θέμα είναι ότι τώρα πια δεν κόβεται, έχει γίνει συνήθεια.
— Δε χρειάζεται να κόψεις τίποτα, εδώ είναι Βαλκάνια, της είπε η Αντριάνα και την ξαναφίλησε τρεις φορές.