Τα καύκαλα | Γιώργος Θάνος | Εκδόσεις Ιωλκός, 2019
Εισαγωγή
«Οι σουπιές ήταν φρέσκες, Παγασητικού, η σάρκα τους μαστιχωτή και ξασπρισμένη από το τηγάνι. Η σουπιά είναι περίεργο πλάσμα, είναι κατάμαυρη όταν ψαρεύεται κι έρχεται με το καθάρισμα και τη φωτιά κι ασπρίζει. Πιάνεται δύσκολα κι όλο ξεγλιστράει. Δεν είναι τυχαίο που τους κουτοπόνηρους ανθρώπους, τους μπαμπέσηδες, με αυτό το παρατσούκλι τους αναφέρουνε. «Κι οι πολισμάνοι όταν έρθουνε, μελάνι αμολάω» ακούστηκε από ένα τρανζιστοράκι, δίπλα, από τη μεριά των καϊκιών. Γύρισε το κεφάλι, περιμένοντας να δει κάποιον από τους ψαράδες να φέρνει τις βόλτες του, αλλά το τραγούδι πήγαινε χαμένο. Είχανε βάλει τα κεφάλια τους κάτω στο ξεψάρισμα».
Τα δεκαεννέα διηγήματα, που απαρτίζουν «Τα καύκαλα», είναι νοτισμένα από την υγρασία της ελληνικής επαρχίας· ακόμα και οι ιστορίες, που φαινομενικά διαδραματίζονται στη μεγάλη πόλη, κουβαλούν επάνω τους την επαρχιακή πάχνη.
Οι θεματικές του βιβλίου εκτείνονται από τις στεγνές ημέρες της οικονομικής κρίσης ως το συλλογικό τραύμα του εμφυλίου και περνούν από το ασφυκτικό πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας σε χαρακτήρες καθημερινούς που τραβούν λοξή πορεία. Η μνήμη και η διαχείρισή της, τα σφιχτά δεσμά της μικρής πόλης και της οικογένειας, ο θάνατος και η ενηλικίωση είναι μερικά από τα ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των διηγημάτων της συλλογής.
–Βραβείο «Μένη Κουμανταρέα» 2020 Εταιρείας Συγγραφέων–
Ο ΞΕΠΑΠΑΣ[1]
Όταν έμπαινα στο καφενείο, ήξερα πως δεν έπρεπε να κάτσω στο τραπέζι το δίπλα στο παράθυρο. Ήταν η θέση κρατημένη, σαν από πάντα, για έναν ξέπαπα.
Το όνομά του, ποτέ δεν το έμαθα. Ερχότανε πάντα μετά το μεσημέρι, μες στην ησυχία την πολλή, και καθότανε σιωπηλός σαν υπουργός. Δε φώναζε ποτέ για να παραγγείλει, το γκαρσόνι τον ήξερε κι ακούμπαγε τον ελληνικό του αχνιστό στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Ο ξέπαπας με την εμφάνισή του έμοιαζε λες και ήθελε να ανατρέψει της γλώσσας τα στερεότυπα· έτρεφε γενειάδα πυκνή, αντίθετα με όσα λένε για όσους ξεπαπαδεύουνε, πως τάχα τους ξυρίζουνε. Μόνο που δε φορούσε ράσο, αλλά κουστούμι κυριακάτικο, που από τον καιρό είχε πλέον μπαγιατέψει. Τα μπατζάκια του νόμιζες ότι στέκονταν όρθια από τη μάκα σαν από μόνα τους. Από μέσα πρόβαλλαν κάλτσες βυσσινί, αταίριαστες ολότελα με το σκούρο του παντελόνι. Τα παπούτσια του ήτανε πατημένα, φαγωμένα στις άκρες, σαν να ’χε οργώσει μ’ αυτά χωράφι.
Οι υπόλοιποι θαμώνες ήταν σίγουρο πως τον απέφευγαν, εκτός από έναν μπογιατζή, που του χαμογελούσε όποτε τον έβλεπε κι εκείνος του ’γνεφε απάντηση με τα μάτια. Καθόταν πάντα μοναχός του για δύο περίπου ώρες και ρούφαγε τον καφέ του διακριτικά, χωρίς θορύβους, λες και πρόσεχε να μη διαταράξει την ατμόσφαιρα, τη γεμάτη ωστόσο από χτυπήματα από πούλια, τριξίματα από ζάρια, πότε πότε κι από βλαστήμιες. Έπειτα σηκωνόταν, φόραγε το καπέλο του μ’ ένα ήρεμο τίναγμα του ζερβού του χεριού κι έφευγε. Στο μάρμαρο είχε πάντοτε αφημένα τα χρήματα για το καφεδάκι του· ρέστα ποτέ του δεν περίμενε. Φαινόταν να τα έχει όλα πάνω του κουρντισμένα για τα καλά. Όταν ο καιρός γλύκαινε, φορούσε κουστούμι ανάλαφρο, καλοκαιριάτικο, που επέμενε να συνδυάζει με τα ίδια πατημένα παλιοπάπουτσα. Αντί για σκούρο καπέλο, τότε φορούσε ψαθάκι, που έδειχνε επάνω στο μαλλιαρό του κεφάλι αρκετά κωμικό.
Χαλούσα αρκετά απογεύματα στο καφενείο, καθώς άλλο τι να κάνω δεν είχα. Η δουλειά μου τέλειωνε νωρίς κι έπειτα άρχιζε ένα απόγευμα χέρσο κι άγονο. Τάβλι δεν ήξερα, ούτε και σκόπευα να μάθω, οπότε καθόμουν και προσπαθούσα να ξεχαστώ με τις εφημερίδες. Η πόλη ήταν μικρή, δεν είχες πού να σταθείς. Το καφενείο αυτό ήταν από τα λίγα μέρη που μπορούσες να κάθεσαι μονάχος.
Κάποια στιγμή παρατήρησα πως είχαμε πληθύνει όσοι επισκεπτόμασταν το μαγαζί δίχως παρέα. Εκτός από μένα και τον ξέπαπα, στον αμίλητο κύκλο είχε προστεθεί μια νέα κοπέλα, άχαρη σαν αφυδατωμένη και λεπτή σαν στέκα, κι ένας τρελός που άκαιρα γελούσε. Για κάποιες μέρες, μου δημιουργήθηκε ο φόβος ότι θα ’πρεπε να αλλάξω στέκι. Ο καφετζής θα άρχιζε δίχως άλλο να ενοχλείται, του κρατούσαμε τόσα τραπέζια για μια καρέκλα το καθένα μοναχά. Τέτοιες καταστάσεις θα έκαναν τη διακριτικότητα που επιθυμούσα, όλοι μας φαντάζομαι, θρύψαλα.
Ευτυχώς δεν αναγκάστηκα να φύγω· εντελώς ξαφνικά, η ξερακιανή κοπέλα δεν ξαναφάνηκε και τον τρελό τον έδιωξαν κάτι ταξιτζήδες, γιατί τους ενοχλούσαν τα παράταιρα γέλια του. Ποιος ξέρει τι μπορεί να νόμισαν και τον παρεξήγησαν. Παρέμεινα πιστός στο πόστο μου, μαζί με τον ξέπαπα.
Για το ξεπαπάδεμά του άκουγα διάφορες ιστορίες. Φρόντιζαν με σπουδή να τις διαδίδουν οι υπόλοιποι του καφενείου, που είχαν αρχίσει να μου θυμίζουν πλέον φοβερό συμβούλιο. Κάποιος έλεγε ότι τον είχαν τσακώσει στο ιερό μ’ ένα φαντάρο, άλλος συμπλήρωνε ότι έτσι όντως είχαν τα πράγματα, αλλά το αγόρι ήταν επιπλέον ανήλικο κι όχι στρατιώτης. Οι άλλοι διαφωνούσαν, υποστήριζαν με θέρμη ότι ο παπάς δεν είχε σχέση με τέτοια πράγματα. Απλά είχε πιάσει την παπαδιά του μ’ ένα χασάπη και την είχε σφάξει σαν κοτόπουλο· τον είχαν ξυρίσει όσο ήταν στη φυλακή και είχε δεν είχε ούτε πέντε χρόνια που ήταν έξω.
Αυτά τα ψιθύριζαν μεταξύ τους με συνωμοτικές φωνές, κρύβοντας τα δόντια και τα μουστάκια τους με τις βρόμικες παλάμες τους. Οι ιστορίες λέγονταν και ξαναλέγονταν πολλές φορές, σαν να χρειάζονταν επανάληψη και σοβαρή μελέτη για να εξιχνιάσουν το μυστήριο του παράξενου άντρα. Μόλις τον έβλεπαν να δρασκελίζει του καφενείου το σκαλοπάτι, οι κουβέντες έπαυαν. Γύρναγαν όλοι ξαναμμένοι στα χαρτιά τους και στα ζάρια.
Έμαθα την αλήθεια από τον μπογιατζή, έναν άντρα ψηλό που έσκυβε για να περάσει την πόρτα, που πρέπει να ήταν του ξέπαπα ο μοναδικός φίλος. Ο παπάς είχε παντρευτεί νωρίς με μια κοπέλα που κουβάλησε μαζί του απ’ το χωριό. Βλέψεις για ιεραρχίες και δεσποτιλίκια δεν μπορούσε πια να έχει, αλλά τα ’φερνε καλά όπως τα ’χε καταφέρει. Από μικρός ήτανε μες στα μοναστήρια και στους ψαλτάδες, ένιωθε να ’χει το Θεό πάντοτε στη μέσα τσέπη του. Χειροτονήθηκε και προσπαθούσε να ’ναι σε όλα του σωστός· φτωχό άνθρωπο δεν άφηνε που να μην τον βοηθούσε. Είχαν να το λένε πως ήτανε δεινός εξομολόγος, είχε κάνει μάτια και μάτια να τρέχουνε σαν βρύσες.
Με την παπαδιά αποκτήσανε ένα γιο, που ο παπάς είχε πώς και τι. Άλλα παιδιά δεν κάνανε, της έμεινε πρόβλημα από τη γέννα, που ’τανε δύσκολη πολύ. Τόσο, που κι ο γιος βγήκε με κουσούρι: ήτανε αργός.
Όταν τον φωνάξανε να κάνει τη θητεία του, στον τρίτο μήνα τηλεφώνησαν στον παπά ότι είχε σκοτωθεί. Πυροβολήθηκε με τ’ όπλο του, ατύχημα όμως κι όχι αυτοκτονία. Του ’χανε χρεώσει τυφέκιο οι κερατάδες, σάμπως δε βλέπανε.
Ο παπάς δεν είπε τίποτα· κλονίστηκε, αλλά έσφιξε τα δόντια του και γύρεψε τις απαντήσεις που ’ψαχνε στο τετραβάγγελό του, όπως πάντα. Μέρα τη μέρα αδυνάτιζε μέσα του αυτό που τον κρατούσε. Όταν μετά από κάνα χρόνο τον έστειλαν να κάνει αγιασμό σ’ ένα στρατόπεδο, η πίστη του έσπασε σαν κλαράκι.
Από κείνη την ημέρα ξεπαπάδεψε. Η παπαδιά γύρισε στο χωριό, η μάνα της ζούσε ακόμα κι έτσι θα ’χε, σκέφτηκε, μια ψυχή για παρέα.
Ο ξέπαπας κουβαλάει στις πλάτες του το αφόρητο φορτίο κι αποφεύγει να κοιτάει τους ουρανούς. Η μέσα του τσέπη έχει χώρο μόνο για τα τσιγάρα του.
[1] Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal το Σεπτέμβριο του 2016.