Τοτέμ | Λυδία Μαργαρώνη | Εκδόσεις Ιωλκός, 2020
Εισαγωγή
Οι φιγούρες των ανθρώπων, εκτός του ότι μοιράζονται τις σελίδες του παρόντος βιβλίου, διαπραγματεύονται τον έρωτα, κοιτάζουν στον «εαυτό» ή στιγματίζονται από συνήθειες, με τη μοναξιά να καιροφυλακτεί στις επιλογές τους, ερήμην. Ο χώρος που κινούνται συχνά είναι άτοπος και άχρονος.
Η Λουκία, η Πασιφάη, μια μουσικός, ένας φυλακισμένος διεκδικούν τη συμφιλίωση με τους δαίμονες που τους οργώνουν.
Ο Θεοδόσης βλέπει το θ και το δ του ονόματός του πάνω στη γλώσσα της που παίζει ανάμεσα στα δόντια και λιώνει από τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για κείνη.
Ένα βίαιο γεγονός ξυπνάει παιδικές μνήμες σε μια δημοσιογράφο που σκαλίζει τα υπολείμματα του παρελθόντος για απαντήσεις.
Σ’ ένα πάρτι τα νιάτα σαρκάζουν το χρόνο, που χάνει το εύρος του ανάμεσα σε μια στοίβα ρολόγια.
Ήταν υποψήφιο από την Εταιρεία Συγγραφέων για το Βραβείο Μένη Κουμανταρέα 2021.
ΤΟΤΕΜ
Ανάμεσά μας κοιμόταν ένας ξένος. Μύριζε ταλκ και ξινισμένο γάλα. Το στήθος μου πρησμένο με πονούσε αφόρητα κι αυτός κάθε τόσο άπλωνε τα χέρια, έμπηγε τα νύχια στη σάρκα μου κι άρπαζε τη θηλή με λαιμαργία. Τον έσπρωξα μακριά κι έβαλα ωτοασπίδες να μην τον ακούω.
«Μπία, ξύπνα! Δεν τ’ ακούς;» φωνάζει θυμωμένος ο Νικήτας και τον βάζει στην αγκαλιά μου να τον θηλάσω μες στα κλάματα – τα δικά μου. «Πρέπει να συμβουλευτούμε ένα γιατρό. Να τηλεφωνήσουμε και στη μάνα σου να έρθει λίγες μέρες» συμπλήρωσε και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει.
Με το Νικήτα ήμασταν μαζί από παιδιά. Εγώ αφοσιωμένη στα ωδεία και στις ευοίωνες προοπτικές που διαγράφονταν εμπρός μου κι εκείνος μεταπτυχιακά κι ακαδημαϊκές καριέρες.
Έβλεπα την καύτρα του τσιγάρου μες στο σκοτάδι κι εκείνον να μου μιλάει δίχως φωνή. Δεν άκουγα τίποτε με τις ωτοασπίδες ακόμη στ’ αυτιά. Προστάτες της ακοής μου. Της αίσθησης που τόσο αγαπούσα και που πάντα έδινε διαμαντένιους ήχους να φτιάχνω τις μελωδίες μου, χάρισμα στην τέχνη. Τώρα μόνο τους λυγμούς μου άκουγα.
Τι κι αν οι δικοί μου έσκυψαν πάνω μου με κατανόηση, τι κι αν αποδέχτηκαν τη διάγνωση του γιατρού για επιλόχεια κατάθλιψη. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά έναν άγνωστο να κλέβει τη ζωή μου. Ήθελα να φύγω. Να πεθάνω ήθελα. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να το αφήσω με τη μάνα μου και να εξαφανιστώ. Εκείνη ήξερε να είναι μάνα. Εγώ όχι.
«Έχουμε αφήσει τα μπουκαλάκια στο ψυγείο. Δίνε του και συμπλήρωμα. Ξέρεις εσύ» είπε ο Νικήτας.
«Να την προσέχεις, παιδί μου» του απάντησε η μητέρα μου.
«Ό,τι χρειαστείς, πάρε τηλέφωνο. Απέναντι στη Θάσο θα είμαστε. Τρεις μέρες μόνο».
Νόμιζαν ότι δεν τους άκουγα, επειδή δε μιλούσα. Ένας κόμπος στο λαιμό με είχε φυλακίσει με το πρώτο του κλάμα, που έγινε ταφόπλακα στο στόμα μου. Μόνο αέρας ήθελα να βγαίνει, να τον φυσάω νότες στο φλάουτο, να στολίζω αυτιά που διψούσαν, να δίνω ζωή στο μέταλλο που από μικρή κρατούσα αφοσιωμένη στα χέρια και μόνο μπράβο εισέπραττα. Αργότερα, χειροκροτήματα στις συναυλίες. Όλα τα είχα, πριν έρθει αυτός ο άγνωστος. Τη μουσική μου, τη δουλειά μου, τον αγαπημένο μου.
Η έδρα στο Πανεπιστήμιο Θράκης για το Νικήτα, θυμάμαι, ήρθε αναπάντεχα μαζί με την εγκυμοσύνη. Όλοι χάρηκαν. Εγώ πήρα το φλάουτο, κλείστηκα στο μπάνιο κι έπαιξα τη Follia του Κορέλι, παράταιρα θλιμμένη για τη διπλή χαρά που έλεγαν ότι μας είχε βρει.
Έκανε αγώνα ο Νικήτας να με πείσει ότι η ζωή μας θα ήταν καλύτερη. Και η Θεσσαλονίκη μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο.
Το σπίτι άλλαξε. Το σώμα μου άλλαξε και η ανάσα μου δυσκόλεψε από την πίεση στο διάφραγμα, που ασκούσε αυτός ο άγνωστος από την κοιλιά μου. Το φλάουτο έμενε βουβό στη θήκη – γυαλισμένο. Και η φλογέρα. Το φλαουτίνο από την Πάντοβα, επίσης. Όλα στις θήκες τους, τακτοποιημένα μες στα χαρτόκουτα από τη μετακόμιση σε μια πόλη που δεν είχε Κονσερβατόριο. Ούτε καν θέατρο της προκοπής. Μόνο ένα δημοτικό ωδείο. Τι ήθελα εγώ εδώ;
Μέρα με τη μέρα δε με χωρούσαν τα ρούχα μου, αλλά ούτε και το σπίτι. Γύριζα όλα τα σοκάκια, πήγαινα στις καπναποθήκες και χάζευα τα κτίρια. Περπατούσα στις όχθες του Κόσυνθου μέχρι χαμηλά στα σφαγεία – κρυφά από το Νικήτα.
«Τι δουλειά έχεις στα σφαγεία, μου λες;» με ρώτησε μια μέρα.
Κάποιος του το σφύριξε, μάλλον. Είχε κάνει ήδη φίλους στην Ξάνθη και φρόντιζε τη δημόσια εικόνα του.
«Θέλω ν’ ακούω τα χοιρινά όταν σκούζουν πριν τη σφαγή» είπα και δεν ήταν ψέμα.
Οι ψηλές οκτάβες ήταν μία πρόκληση στις συνθέσεις μου. Πού να του έλεγα για τους τσιγγάνους και την γκάιντα.
Γυναίκες είχαν στήσει μπουγάδα –στη δεξιά όχθη– με γέλια, ένα τσούρμο μελαχρινά παιδιά πλατσούριζε και ήχοι κλαρίνου ακούγονταν. Θαύμασα τη δεξιοτεχνία του λαϊκού οργανοπαίχτη που –πέρα από κάθε κανόνα– μάθαινε σ’ έναν έφηβο τα γυρίσματα στο όργανο, ξανά και ξανά. Δεν άργησε το μάθημα να εξελιχθεί σ’ ένα largo μουσικό κομμάτι, κλαψιάρικο και λάγνο συνάμα. Δύο γυναίκες παράτησαν το πλύσιμο κι άρχισαν το χορό αντικριστά κουνώντας τους γοφούς και τα βυζιά τους. Τι κι αν ήταν η μία μεγάλη στην ηλικία και χοντρή και η άλλη έγκυος με την κοιλιά ξεδιάντροπα να εξέχει γυμνή και να την καμαρώνει. Σε αντίθεση με μένα που την έκρυβα.
Μόνο ένας γέρος, με καρό πουκάμισο, ήταν απασχολημένος να μαστορεύει μια γκάιντα. Πάντα ήθελα να δοκιμάσω τον τρόπο σ’ αυτό το μουσικό όργανο, που κοιλοπονάει τον ήχο του. Πλησίασα και τον ρώτησα αν την πουλάει.
«Όχι» μου είπε και με νοήματα μου ζητούσε να φύγω. Τον παρακάλεσα να δοκιμάσω και τον κατάφερα. Έπιασα να φουσκώνω το ασκί κάτω απ’ την αριστερή μασχάλη, αλλά η ανάσα δεν έφθανε, ασκί και κοιλιά στριμώχνονταν κι εγώ παραιτήθηκα. Ο κλαριντζής γέλασε και συνέχισε να παίζει κουνώντας το κεφάλι του. Ένας ασημένιος κρίκος ανέμισε στο αυτί του, που έλαμψε πάνω στο σκούρο δέρμα κι έφυγα σαν κυνηγημένη. Τράβηξα για τα σφαγεία.
Απέναντι στη Θάσο τρεις μέρες μόνο. Έβγαλα το κράνος κι άνοιξα το μπουφάν που με στένευε στο πρησμένο μου στήθος. Ο ήχος της μηχανής κι ο αέρας με ανακούφισαν.
Στο νησί πήγαμε δυτικά για να βλέπουμε ηλιοβασίλεμα. Ένας πεύκος πελώριος υψωνόταν σαν τοτέμ, μόνος του δίπλα στη θάλασσα και στήσαμε τη σκηνή στη σκιά του. Είχα μαζί μου το φλάουτο και δύο σονάτες του Τέλεμαν έτρεξαν γύρω μας.
«Συμβαίνει στο ογδόντα τοις εκατό των γυναικών, Ολυμπία. Είναι θέμα διαταραχής των ορμονών. Θα περάσει» έλεγε κάθε τόσο ο Νικήτας περισσότερο να το πιστέψει ο ίδιος, παρά για να καθησυχάσει εμένα.
Κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά του ηλίου και τους ήχους του φλάουτου, τον έβλεπα να με κοιτά διερευνητικά.
Πώς να διαχειριστεί την κατάσταση; Αδιαφορούσα. Θεωρούσε τη μητρική αγάπη δεδομένη; Λάθος του. Ή ήταν μία υποχρέωση του φύλου μου που την αρνιόμουν κι έπρεπε να με συνετίσει; «Ματαιοπονεί» σκέφτηκα.
Το μεσημέρι μες στη σκηνή απλώθηκα γυμνή κι ο Νικήτας αμήχανος σιώπησε. Μας πήρε ο ύπνος με τον ήχο της θάλασσας. Αφουγκράστηκα κάποιο κοπάδι από μακριά, τα τζιτζίκια που χαλούσαν τον κόσμο, κάποιες σταγόνες αραιές στην τέντα της σκηνής, παράταιρες με την αντηλιά. Η ανάσα του Νικήτα δίπλα στο αυτί μου, σαν σούρσιμο φιδιού σε χόρτα.
«Πάω να βουτήξω» είπα και τον ξύπνησα.
«Ναι, κι εγώ» πετάχτηκε.
Βγήκα, όπως ήμουν γυμνή από τη σκηνή, αδιαφορώντας για ένα βοσκό που στεκόταν στο πλάτωμα πιο πέρα. Πάτησα κάτι κολλώδες. Και η σκηνή ήταν γεμάτη από παχιές σταγόνες.
«Ρετσίνι» λέω του Νικήτα.
Η μηχανή ήταν στο ξέφωτο κι εκείνος ντύθηκε γρήγορα, για να πάει σε κοντινό χωριό να φέρει διαλυτικό, όπως είπε, κι απομακρύνθηκε για να μιλήσει στο κινητό, σίγουρα με τη μάνα μου, όπως έκανε κάθε τόσο. Αισθάνθηκα προδομένη και μελαγχόλησα.
Τα τζιτζίκια σώπασαν για λίγο, σαν να ένιωσαν μία απειλή στο βλέμμα μου· ένα βουητό έπνιξε τ’ αυτιά μου. Βούτηξα στη θάλασσα μόνη, να μείνω εκεί για πάντα σ’ έναν ήσυχο θάνατο. Η ανάσα δεν έφθασε. Βγήκα κι έριξα ένα παρεό πρόχειρα πάνω μου, μια που ο τσοπάνος με κοίταζε επίμονα και κινήθηκε προς τη μεριά μου.
«Έπες πρατύτερα για ρετσίν’» τον άκουσα να λέει. «Δεν είν’ ρετσίν’. Τήρα σαπάν τ’ς κλάρες, αγρομέλισσα είναι. Μέλ’. Έγνεψα στουν άλλουν με του μηχανάκι, αλλά δε με ’δε».
Άπλωσα το δάχτυλο στη σκηνή που γυάλιζε, πήρα μια χοντρή σταγόνα και το έφερα στο στόμα. Ναι, μέλι ήταν. Κι άρχισε να με κυκλώνει το βουητό. Ένα υπόκωφο βουητό καθισμένο πάνω από τα κεφάλια μας. Πέντε τσαμπιά, πελώριες κουδουνίστρες μωρού, ζωντανές, να πάλλονται. Έμεινα ασάλευτη, ανήμπορη να κινηθώ. Μονάχα άνοιξα το στόμα μου μήπως γευτώ κάποια σταγόνα μέλι.
«Τι κάν’ς; Τι θέλ’ς; Τήραξε μην τ’ς αγρέψ’» είπε ο βοσκός περιτριγυρισμένος από τα κατσίκια, που είχαν πλησιάσει.
«Να το γευτώ!».
Κι ακόμη ήθελα να του πω, ότι ποθώ να δω. Ν’ ακούσω. Να φύγω. Να σπάσω το κέλυφος θέλω, για το πέρασμα αλλού. Πέρα από αυτό που μου δόθηκε. Όμως, δεν του είπα τίποτα, μόνο έσφιξα τα χείλη κι άρχισα να μιμούμαι το βουητό προσπαθώντας να συντονιστώ με τους ήχους γύρω μου, πάνω μου, εντός μου. Άλογες ορμές μ’ αλώνισαν και πήρα την χρεωστική κάρτα από το πορτοφόλι μου, έξυσα την τέντα της σκηνής, μάζεψα μέλι και το έφαγα με βουλιμία – μαζί με τις σκόνες και τα λογής ζωύφια που ήταν κολλημένα πάνω της. Δε με ένοιαζε καθόλου.
Η γλύκα του μελιού άπλωσε μια ηδονή στην καρδιά μου μετά από καιρό. Μέθυσα. Μία ευδαιμονία με διέτρεξε κι άρπαξα το φλάουτο χωρίς να νοιαστώ αν θα το πασαλείψω. Άρχισα να παίζω Κόρσακοφ, το Flight of the bumble bee, επαναλαμβάνοντας το θέμα συνέχεια. Πότε άλλοτε θα είχα το βίωμα της μουσικής εκεί που παίρνει την αληθινή της υπόσταση; Το βουητό δυνάμωσε. Ένας τάραχος χαράς μ’ έκανε να κουνιέμαι ανάμεσα στο κοπάδι με αυτοσχέδιο χορό. Έπεσε το παρεό στο χώμα κι εγώ εκεί, αδιάφορη πια για το βοσκό και τη γύμνια μου, για τα πρησμένα μου βυζιά που έσταζαν γάλα. Το γάλα – τροφή προορισμένη για έναν άγνωστο που είχα αφήσει πίσω μου χωρίς ενοχές.
Είχα παραδοθεί σ’ έναν εκστατικό χορό με τα κατσίκια γύρω μου αναστατωμένα να σκάβουν το χώμα με τις οπλές. Τα κουδούνια τους πανδαιμόνιο και τα σμήνη των μελισσών ιπτάμενες απειλές να βουίζουν. Όλα αυτά κάτω απ’ τον πελώριο πεύκο, αρχέγονο ξόανο της φύσης.
Ακούστηκαν κορναρίσματα. Μες στο σύννεφο από το μελίσσι γυάλισε ένας ασημένιος κρίκος σε σκούρο φόντο. Όνειρο ήταν; Επιθυμία; Πλησίασε με το κλαρίνο στα χέρια να πατάει τις νότες του με αυτοσχεδιασμούς πάνω στις δικές μου. Συνέχισα το χορό μου ξετρελαμένη κι ανταπέδωσα το θέαμα που μου είχαν προσφέρει κι εκείνοι, πριν μερικούς μήνες στην Ξάνθη, στις όχθες του Κόσυνθου. Βάλαν φωτιά σε κάτι πανιά και τα στριφογύριζαν στον αέρα, με μία κάπνα αποπνικτική που βρόμαγε πετρέλαιο, να διώξουν μακριά τα σμάρια.
«Άλε, μωρή, άλε άλε, ντιλαρντό, άλε»[1] φώναζαν όλοι μαζί κουνώντας τα χέρια στον αέρα έντρομοι.
Ούτε που κατάλαβα πότε ανέβηκα πάνω στους μπόγους στην καρότσα του αγροτικού, πότε φόρεσα αυτά τα ρούχα. Μόνο κρατούσα γερά στο ένα χέρι το φλάουτο και με το άλλο είχα αγκαλιά ένα μικρό κατσίκι, που είχα αρπάξει μπροστά στα μάτια του έκπληκτου τσοπάνου. Ο άντρας με το κλαρίνο, όμορφος, συνέχιζε να παίζει και να ακροβατεί στην καρότσα που τρανταζόταν στο χωματόδρομο κι εγώ καθισμένη εκεί μ’ όλο τ’ ασκέρι.
«Άι, μαρ’ κλέφτρα! Φτου, μαρή ζεβζέκα» ούρλιαζε ο τσοπάνος πίσω μας.
Κοίταξα τον πεύκο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που διαλυόταν αργά κι από κάτω τη σκηνή πεσμένη – ένας σωρός να την ποδοπατούν κατσίκια.
Φανταζόμουν το Νικήτα, να τρέχει στην αστυνομία και το λιμενικό και να με ψάχνει. Χαμογέλασα χαιρέκακα με την έκπληξή του μπροστά στην κατεστραμμένη σκηνή μες στα μέλια και τα χώματα. Τα ρούχα σκόρπια. Τα λόγια του βοσκού που δε θα τα πίστευε. Έφευγα μακριά. Άφηνα γνωστούς κι αγνώστους πίσω μου να εικάζουν ότι μ’ έκλεψαν. Μπορεί και να πέθανα ή να πνίγηκα. Όπως είχα απειλήσει το Νικήτα ότι θα κάνω, αν με ανάγκαζε να γυρίσω στο σπίτι με κείνον τον άγνωστο.
Πήραμε το καράβι. Περάσαμε απέναντι. Η Ροδόπη φάνταζε θεά. Σταματήσαμε μακριά από τα χωριά, μες στο δάσος, δίπλα σ’ ένα ρυάκι με παγωμένο νερό.
Τραγουδήσαμε «τζιλέμ τζιλέεεμ» τα επινίκια, με το κλαρίνο, ένα νταούλι και την γκάιντα του γέρου με το καρό πουκάμισο. Το ίδιο που φορούσε και τότε. Άπλωσα τα χέρια μου να την πάρω.
«Άιντε ,χαλάβ ταμέλια»[2] με μάλωσε ο μπάρμπας κι εγώ υπάκουσα.
Μπήκα στο ρυάκι τουρτουρίζοντας. Ήρθε κι ο μελαχρινός άντρας κοντά, χωρίς ντροπές, να μου δώσει καθαρά ρούχα. Μάζεψε βατόμουρα, έβαψε τα χείλη μου μελανά, μου πέρασε έναν ασημένιο κρίκο στο αυτί σαν το δικό του κι ένα χαϊμαλί στο λαιμό.
Αγκάλιασα το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη και το φούσκωσα. Εκείνος πήρε το κλαρίνο του και με οδήγησε στους δρόμους και τις μουσικές τους, μπροστάρης σαν τραγί. Έδειχνε περήφανος για τα τσαλίμια που έριχνα. Τα θυμόμουν από τα σολαρίσματα σε έργα του Σκαλκώτα, στην προηγούμενη ζωή μου. Οι γυναίκες με γοφιά και βυζιά που έτρεμαν, άπλωναν τα σείστρα τους, χέρια με βραχιόλια και μας κερνούσαν τσίπουρα.
Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του πάνω σε κάτι χράμια με το κλαρίνο και το φλάουτο τυλιγμένα με πανιά δίπλα μας, μην τα πειράξει η υγρασία του βουνού. Αφουγκράστηκα τους ήχους του σκοταδιού που με αφύπνισαν. Σηκώθηκα. Πονούσαν τα μάτια μου, έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες. Απομακρύνθηκα μες στα σκίνα –ήσυχα μην ξυπνήσω κανέναν– κρατώντας αγκαλιά το λάφυρο, από τον τσοπάνο, κάτω από την αριστερή μασχάλη. Ανακουφίστηκα στην αφή του. Χάιδεψα τη ράχη με το μαλακό τρίχωμα. Το τάισα με το γάλα μου. Οργίαζε η φύση γύρω μου. Ένα ζουζούνι πενθούσε τρίζοντας, η κραυγή του γκιόνη συμπλήρωνε το κλάμα του κι εγώ θυμόμουν πεντακάθαρα το σημείο που έμπηγαν το μαχαίρι οι σφάχτες στα σφαγεία της Ξάνθης. Να μην τραυματιστεί το δέρμα για το ασκί. Να δώσουν έναν ανώδυνο θάνατο θυσίας στα τραπέζια μας. Στην αγκαλιά μου. Στο ρυάκι. Στο παγωμένο νερό. Μία ζοφερή σιωπή. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος, μόνο ζεστό το κόκκινο έβαψε τα χέρια μου. Και τις πέτρες. Έτρεξε μες στο νερό να χρωματίσει την πορεία του. Ασάλευτη εγώ. Πέτρα δίπλα στις πέτρες.
Μακριά ξημέρωνε και τα παγωμένα βλέμματα γύρω μου απορούσαν. Τα παιδιά κούρνιασαν μισοκοιμισμένα δίπλα στις σκονισμένες ζάντες. Οι άντρες φοβισμένοι απομακρύνθηκαν και φόρτωσαν τους μπόγους στις καρότσες. Οι γυναίκες σιωπηρά με λυπόνταν κι όταν πια τα αυτοκίνητα απομακρύνθηκαν, σήκωσαν τα χέρια και με χαιρέτησαν. Τα μελίσσια θα ξανάφτιαχναν τις κυψέλες τους στις εσοχές του πεύκου. Στο τοτέμ που γύρω του τελετούργησα χωρίς άμφια, τον ιερό χορό της αισθητικής μουσικής απόλαυσης.
Κι εγώ, κρατώντας αγκαλιά το σφάγιο με το μυαλό μου να σήπεται, έμεινα εκεί, για να έρθουν τα όρνεα.
[1] «Έλα, μωρή, έλα έλα, τρελή, έλα».
[2] Άντε, πλύνε τα μέλια.