Μαίρη Σιδηρά
Οι μπαλαρίνοι
Μία μετά τα μεσάνυχτα περίπου η ώρα κι η Νάνσυ έκλεισε την τηλεόραση έχοντας δει, δεύτερη φορά, η πρώτη όταν κυκλοφόρησε η ταινία το ’86, τη Θυσία του Ταρκόφσκι. Μετά έβαλε τα κλάματα κι αφού ξεψύχησαν κι οι τελευταίοι αναστεναγμοί, έμεινε να κοιτάζει απ’ τ’ ανοιχτό μπότζι τα ιστιοφόρα και τα κότερα στον πάλαι ποτέ πίσω μόλο που έγινε μαρίνα και πια δε θυμάται, αυτή, τέτοια αρχιτέκτονας, με σπάνια καλλιτεχνική όραση -όλοι το λένε, δε θυμάται την τοπογραφία των νησίδων με τους καλαμώνες και τα βούρλα, το άχνισμα του νερού –σαν ανάσα, έλεγε τότε, το λίκνισμα απ’ τις μικρές βαρκούλες και το χάραγμά τους στη λίμνη που αυτόματα επουλωνόταν μες το βαρύ νερό. Θυμάται ότι όλα αυτά την απασχολούσαν, ότι πράγματι τα ’ζησε, μα δεν τα θυμάται από μέσα της, δεν μπορεί να τα αναπαριστήσει βιωματικά. Ρουφώντας τη μύτη της, έγειρε προς τα πίσω και στήλωσε τη ματιά της στη νυχτερινή εικόνα, με τα πλοιάρια του κόσμου σε πρώτο πλάνο και φόντο τον σύγχρονο ιστιοπλοϊκό λιμένα, φωτισμένο κόντρα στο σκοτάδι.
Δεν είχε ύπνο. Το μυαλό της δραπέτευε σε μια σκέψη απροστάτευτη από το καλοσυντηρημένο της εγώ. Ο Θοδωρής φτάνει αύριο βράδυ. Να μαγειρέψω. Τι, τώρα; Κόκορα που τ’ αρέσει. Να το παίξω μανούλα. Έσφιξε όλο της το σώμα και βυθίστηκε με πάθος στην κουίντα της νύχτας. Μετά από άχρονη ακινησία, δεν τον αγαπώ, σκέφτηκε, βυθισμένος στη σιωπή του, σημασία δε μου δίνει. Όλο μη σκας και δεν πειράζει. Να μη σκάω που αγνόησαν την πρότασή μου για την Ξούντελη, καρφί να μη μου καίγεται που δεν πέρασε η μελέτη μου για τις αθλητικές εγκαταστάσεις… Αυτός το διευθυντιλίκι του το χαίρεται, όμως. Τόσες εκδρομές έκανε φέτος. Erasmus και ξερό ψωμί. Και μου κοπανά όλη την ώρα για την απώλεια της κοινωνικής μας συνείδησης. Έστρεψε, ξάφνου, το κεφάλι της αριστερά, σαν κάποιος να την άκουγε. Και είπε: «Νιώθω πως η ζωή που έχω ζήσει μέχρι τώρα δεν είναι πραγματική». Γιατί μου ήρθε τώρα αυτό, της χτύπησε η σκέψη την πόρτα της συνείδησης και απόμεινε ξανά βυθισμένη, ακίνητη, απορηματική, σαν γυναίκα που την πρόλαβε η λάβα στην Πομπηία, εκεί που μύρια αρχαία πράγματα την απασχολούσαν. Δεν τον αγαπώ, είπε ξανά, και αισθάνθηκε πως έπρεπε να στεναχωρηθεί με την απλότητα της αποδοχής της. Μετά γέλασε. Σε καλό μου, λίγο πριν με πιάσει τρομάρα. Απ’ την ταινία είναι η φράση… Αυτή… πως δεν έζησα πραγματικά. Πρέπει να κοιμηθώ… Έχω παραλύσει. Και σηκώθηκε με κόπο απ’ τον ανακυκλωμένο καναπέ σε χρώματα λιμνοθάλασσας, που είκοσι χρόνια πριν είχε με πάθος επιμεληθεί. Θυμόμουν, μάλλον, τότε, μονολόγησε.
Θοδωρή, τινάχτηκε κατά τις έξι, ακριβώς τη στιγμή που φως μελανί με «σπλάχνα ροζ» έμπαινε, τέλη Σεπτέμβρη, απ’ τ’ ανοιχτό παντζούρι της κρεβατοκάμαράς τους και αλλοίωνε τα ανοιχτόχρωμα σεντόνια τους τόσο που σε μια στιγμή σκέφτηκε «ποιος παίζει με το φως;» κι αμέσως μετά τον είδε να την κοιτά και τότε ήταν που τινάχτηκε. Θοδωρή, δε, δε σ’ άκουσα. Καλώς ήρθες. Και του χαμογέλασε, κοιτώντας τον με ένα γελάκι – σπαρτάρισμα, ήρεμη, παραδομένη. Τώρα μόνο μπορούμε να τη δούμε, της εκμυστηρεύτηκε. Πάμε μια βόλτα; Και της έδειξε τη λίμνη. Μυρίζει, λες, όπως τότε; Έσεισε κατ’ επανάληψη ο Θοδωρής το κεφάλι, «τα μάτια λάμποντας», όπως η Αθηνά του Μαρωνίτη, και γέλασαν και δαγκώθηκαν ελαφρά, σα να δοκίμαζαν μοτίβα ιεροπραξίας ή συνωμοσίας ή, απλά, τελετής. Και πριν πετάξουν, δε θα το πιστέψεις της είπε, είναι όλα εδώ και έχει, έσκυψε τότε και για λόγους έμφασης και γιατί δεν άντεχε να το ξεστομίσει ως αντικειμενική πληροφορία, και έχει και μπαλαρίνους….. Μπαλαρίνους; Ένευσε με ανείπωτο ενθουσιασμό, τουτέστιν θέρμη που έχει αφυδατωθεί απ’ τις λέξεις της κι απόμεινε δυο τρεις αρχετυπικές κινήσεις συν η επικουρία της μιμόγλωσσας. Τσικνιάδες, ρίγησε η Νάνση χαμηλόφωνα, αργυροτσικνιάδες, είπε ο άντρας, σκύβοντας προς το πρόσωπό της και φιλώντας τη στο αριστερό βλέφαρο. Η Νάνση αφέθηκε ωσάν παρθένα του Χριστού, έτοιμη να μεταλάβει τα άχραντα, τα ετοιμασμένα προ πάντων των αιώνων για τους δυο τους. Βγήκαν στον στενό αυτοκινητόδρομο που κύκλωνε τη λιμνοθάλασσα και πριν διαβούν το θαλασσινό κατώφλι και κατόπιν το πλακόστρωτο της προβλήτας με τα σκεπασμένα τραπεζοκαθίσματα, χωρίς φόρα, χωρίς σκέψη, χωρίς αγέρι, με μια ελαφρά κίνηση προς τα άνω, μ’ έναν επίγειο, χορευτικό σχεδόν σπασμό, άρχισαν να πετούν. Δίπλα τους κορμοράνοι και αγριόπαπιες, γλαρόνια και μαύρες φαλαρίδες. Έσκιζαν τους υδρατμούς της λίμνης και έδιναν μαζί με το ανθρώπινο ζευγάρι μία διπλή παράσταση, ένα απαράμιλλο ντουέτο με το ταίρι τους και συνάμα μια ομαδική χορογραφία, άνθρωποι και πουλιά σε ένα ρεσιτάλ πτήσης, μυητικό στο χάδι, στη στέρεη ανεπαίσθητη αφή που αρκεί για να καταλύσει παν νόμο βαρύτητας, εξευτελίζοντας τον Νεύτωνα και το μήλο του. Άνδρας και γυναίκα να εναλλάσσονται, πότε η γυναίκα αφημένη στον μηρό του άνδρα, με εμπιστοσύνη που μαγνήτιζε πιότερο κι απ’ την πιο ανεξίτηλη κολλώδη ουσία κι άλλοτε ο άνδρας, ολάκερος δορυφόρος, πιανόταν απ΄ τα μάτια της και περιστρεφόταν γύρω της.
Και τότε ήρθαν οι μπαλαρίνοι. Χόρευαν με τα μάτια και το ράμφος, με κομμένη την ανάσα, πιότερο κι απ’ τον Γκοντάρ. Δίπλωναν τους μακριούς λαιμούς τους, σαν να χόρευαν μπάλο γυναίκες του Μοντιλιάνι, ένα μπάλος όμως ουράνιος, με κίνηση αφαιρετική, με μακριά ζυγίσματα, αρχαγγελικά ανοίγματα, κι αχαλίνωτη, αν και γεωμετρική, ερωτική παραφορά. Μα κι η Νάνση με τον Θοδωρή δεν πήγαιναν πίσω… Κι όσο χόρευαν έβλεπαν τα ροδαλά χρώματα να μοσχοφιλάν τη λίμνη και τα γαλάζια να γεννιούνται σαν τελευταίο πέρασμα τρελού καλλιτέχνη που μιλούσε στις μπογιές του και «θέλατε να μου ξεφύγετε» έλεγε, μπήγοντας με τρελή ικανοποίηση τις κορυφές του πινέλου του στα μύχια των βούρλων και των σκίνων. Και λίγο πριν κατεβούν στις καρέκλες του Point, που όλα έδειχναν πως ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει, πετάχτηκαν τριανταφυλλιά άγρια κρίνα και βυσσινί νάρκισσοι στη μεγάλη στεριανή γλώσσα στο μέσον της λίμνης κι η Νάνση θυμήθηκε τότε τον καημό της πως δεν τη θυμόταν με λεπτομέρειες τη λίμνη και δάκρυσε καθώς γεννιόταν ολάκερη μπροστά της.
Πώς και νωρίτερα, Θοδωρή; Δεν πρόλαβα να σου κάμω τον κόκορα, είπε η Νάνση ύστερα από λίγο που κάθισαν στο Point, κι αυτός την κοίταξε με χαμόγελο βαθύ και τη φίλησε στο στόμα.
Κατά τις 10 το πρωί, η γυναίκα ξύπνησε αλαφιασμένη, με δυνατούς παλμούς. Της πήρε πολλή ώρα μέχρι να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, να νιφτεί και να πιει λίγο καφέ κοιτάζοντας την απαστράπτουσα μαρίνα της οποίας οι ημερήσιες εργασίες είχαν βρει ρυθμό. Όνειρο, λοιπόν… Κρίμα. Κρίμα. Ναι ναι, κρίμα…. έλεγε και ξανάλεγε η Νάνση, ξεσπώντας τελικά σε μικρούς λυγμούς, ανίκανους να ολοκληρωθούν σε ψυχωφελές κλάμα. Καλά, ναι. Ο Ταρκόφσκι… Μα άνευ θυσίας. Άνευ εξαμέτρων… Ποιος τώρα; Καβάφης, τι; Ναι… Δίκιο είχε… Σύρε ντύσου… ούτε κόκορα ούτε… Μιμίκο δε θα βρεις σε λίγο… Ουφ… «Κενή αγάπης»… Ναι… Τα είπε όλα ο Αλεξανδρινός, τι περιμένεις. Στρώθηκε στον καναπέ σε χρώματα λιμνοθάλασσας. Κι όμως… Ο Θοδωρής τόσα χρόνια την έκαμε τη θυσία του. Και πάντα υποχωρεί. Πάντα. Την αφήνει να ξεθυμαίνει κι αυτός κάνει πίσω… Μα δε μ’ αγαπά. Κοίταξε γύρω της τρομαγμένη, λες κι η σκέψη είχε ήχο, σηκώθηκε, σπασμωδικά έρριξε πάνω της μια ζακέτα αφημένη από βραδύς και κίνησε για την αγορά.
Κρασάτος κόκορας κι εκλεκτό βερτζαμί στην χειροποίητη τριανταφυλλένια τραπεζαρία, η σκούφια της οποίας κρατούσε απ’ τους αρραβώνες της γιαγιάς και του παππού της απ’ την πλευρά της μάνας της, έργο διάσημου Κερκυραίου τεχνίτη, που κατά τον μεσοπόλεμο δεχόταν παραγγελίες απ’ όλα τα Επτάνησα, υποδέχτηκαν τον κουρασμένο Θοδωρή, που σα να πάγωσε με την όψη του τραπεζιού, την καλαισθησία του σερβιρίσματος, τον αγαπημένο του κόκορα σε φαγιάντσα βενετσιάνικη, την αδημονία της Νάνσης που μια εφηβική ταραχή την κινούσε.
Τι; Δε σ’ αρέσει; Ρώτησε αμήχανα η γυναίκα. Όχι, κάθε άλλο, μα πώς τώρα; Να, είπα… ένιωσα να θέλω να σ’ ευχαριστήσω… Όχι…, καταλαβαίνεις, όχι από υποχρέωση… Βρε, Θοδωρή… Να, τώρα που έλειψες μια βδομάδα… Ναι, δεν ξέρω… Σκέφτηκα την υπομονή σου, την καλοσύνη σου… Μαζί μου, εννοώ. Κι όχι μόνο… Την καλοσύνη σου… Κι είπες να βγάλεις την υποχρέωση… Θοδωρή; Τι λες; Η Νάνση τα ’χασε. Πώς, πώς το σκέφτηκες αυτό; Με συγκίνησες απλώς. Η στάση σου, η σιωπή σου. Το γελαστό σου βλέμμα… Η αγάπη σου. Κι εγώ… κατάλαβες, κι εγώ σ’ αγαπώ, Θοδωρή. Σιωπή. Και, δεν ξέρω, σα να χω κηρύξει πόλεμο με τη ζωή. Δεν ζω αγαπητικά. Δε στο δείχνω… Στον εαυτό μου δεν το δείχνω… Σα να ’γινα αποπαίδι της αγάπης.
Πάγος η σιωπή, κυρίευσε σαν δυσοίωνη σκιά τη Νάνση. Κοίτα, δεν ξέρω αν κάνω καλά. Μα θα σου μιλήσω. Κάτι ένιωσα τούτη τη βδομάδα, δεν ξέρω τη διάρκειά του, αν έχει αλήθεια, αν έχει βάθος… Μα μ’ έκανε να θέλω να χορέψω, να περπατήσω, να κουρντίσω ξανά τη ζωή. Ίσως είναι πρόωρο, δε θα ’πρεπε μάλλον να στο πω, μα δεν ξέρω πώς να λειτουργήσω με την προσφορά σου. Ποια προσφορά; Αντέτεινε η Νάνση. Όλα αυτά για μένα σήμερα. Ο κόκορας; Θέλησε να διευκρινίσει η γυναίκα. Κι αυτός. Παίζει κι αυτός τον ρόλο του. Θα ήθελα λίγο χρόνο. Δηλαδή; Μην το διαλύσουμε έτσι, κατευθείαν. Θα το διαλύσουμε όμως. Αυτό δε μου λες; Δεν ξέρω τι θα γίνει, Νάνση. Είναι βαρύ αυτό που σου ζητώ μα, πώς αλλιώς να το πω, πνίγομαι. Δεν το ’ξερα πως πνίγομαι. Ας κοιμάμαι στη μάνα μου για λίγο καιρό. Και βλέπουμε.
Ο Θοδωρής έφυγε σε λίγο και είναι ήδη δύο μήνες που ζούνε χώρια. Μετά τον πρώτο καιρό, που η οδύνη βλασταίνει τα σαρκοφάγα φυτά της, η Νάνση άρχισε να περπατά στα περίχωρα της νησιωτικής πολιτείας. Φρύνη, Απόλπαινα, κυρίως όμως τον γύρο τής μπροστά λιμνοθάλασσας με τελείωμα τους μύλους ή και Άη Γιάννη, όταν είχε διάθεση. Ξεκίνησε και τα μπάνια κι έμενε ώρες πολλές μόνη στην παραλία να κοιτά τον βηματισμό του ήλιου που βασίλευε. Μανικά σχεδόν μάζευε εικόνες και προσπαθούσε ο ορίζοντας της σκέψης της να τελειώνει στο κάδρο της όρασής της. Γύριζε σπίτι και κοιμόταν, σχεδόν πάντα, στο μπότζι.
Ένα βραδάκι, γυρνώντας από μια βόλτα στη θάλασσα, τη σταμάτησε ένας ηλικιωμένος ψαράς. Ε, Νάνση, τι κάνεις ψχη μου; Καλά, μπάρμπα Σπύρο, εσείς πώς τα πάτε; Καλά είμαστε, παιδί μου, κι εγώ κι η Βασιλική. Γεράματα, όμως ε; Μην ξεχνιόμαστε. Όλα σχετικά. Πόσο σας χαίρομαι, είπε με κρυφό καημό η Νάνση. Που είστε μαζί, που αγαπιέστε. Ε, ποιος μιλά, της έκανε ο γέροντας. Εσύ, που ’στε με τον Θοδωρή σαν μπαλαρίνοι. Τι εννοείτε, μπάρμπα Σπύρο. Ε, να, παιδί μου, σας είδα κάνα δυο μήνες τώρα. Αξημέρωτα… Εγώ καθάριζα τα δίχτυα του γαμπρού μου. Και πώς μου φανήκατε… Σαν μπαλαρίνοι. Έτσι περπατάγατε. Σα να χορεύατε. Νύχτα ακόμη. Και πού πηγαίναμε, είδατε πού πήγαμε; Ε, να απέναντι, περάσατε τον δρόμο και βλέπατε τα καΐκια. Μετά έσκυψα στα δίχτυα μου. Σας έχασα. Τον έχασα, μπάρμπα Σπύρο. Βρήκε άλλη γυναίκα.
Ο γέροντας σιώπησε. Κι όταν πήρε τον χρόνο που του χρειαζόταν, είπε. Ρυθμός είν’ η αγάπη, παιδί μου. Και δεν ακούγεται πάντα.