Μάκης Καραγιάννης
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν μπορείς πια να σκίσεις στο Τρίκορφο. Χάθηκαν τα μονοπάτια που περπάτησα. Έφραξαν οι σούδες από την πυκνή βλάστηση, που έχει θρασέψει, και το χορτάρι, παλάμη την παλάμη, παλεύει να πνίξει την πέτρα. Μόνο αετοί επισκέπτονται τις ψηλές του κορφές. Και τα φαράγγια αλεπούδες κι άγρια θηρία.
Σκληρά. Ανυπότακτα βουνά. Κανείς δεν μπόρεσε να βρει το λόγο που σ’ αυτά τα χώματα, από τα αρχαία χρόνια, θάλλει η άγρια ζωή. Οι λύκοι αλυχτάνε νύχτα μέρα. Κατασπαράσσουν πρόβατα μοναχικά και ξεπαστρεύουν ολόκληρα κοπάδια. Στο τέλος, λυσσασμένοι, ξεσχίζονται πάλι μεταξύ τους. Ξεχνούν το γάλα που βυζάξαν. Το ίδιο αίμα. Τις μητρικές τους τις φωλιές. Κι όταν δαγκώνουν, τη λύσσα δίνουν στους ανθρώπους. Σαν τον Χριστόφορο. Ο ανανήψας, είπαν, πως βουβάθηκε. Δάγκωνε, έλεγαν, κι αλυχτούσε όλο τον κόσμο.
Δεν ξαναπήγα στο ξεχασμένο Φλάμπουρο, με τα ωραία χριστιανικά ονόματα. Ένα κιτρινισμένο απόκομμα εφημερίδας –χαμένο σε ένα συρτάρι– κι ένα δημοτικό τραγούδι είναι ό,τι απόμεινε από κείνους τους καιρούς. Χρειάζεται χρόνος για να βγούμε από τη σαγήνη των νεκρών. Να αγγίξεις πάλι με τη γλώσσα ονόματα και πράγματα. Τις νύχτες πετάγομαι στον ύπνο. Μυρίζω ακόμα το χυμένο αίμα. Και τώρα, με άσπρα γένια, στους πεθαμένους μου συντρόφους πια μιλώ. Και προσπαθώ να φτιάξω της μνήμης τον σπασμένο τον καθρέφτη. Η ζωή μου κομμάτια και θρύψαλα πάνω σε γυαλί. Κάθε κομμάτι μια σκηνή. Με αυτούς που χάθηκαν μια θυμωμένη νύχτα που αιώνια μοιάζει. Χτίζω την ιστορία. Μαζεύω τις φωνές. Γυρεύω μια γαλήνη που δεν έρχεται ποτέ.
Κάποτε η ανάμνηση μιας μέρας, όταν φυσάει ο άνεμος και τα σύννεφα κοιτάζω, μου φέρνει πάλι εικόνες μακρινές. Κλείνω τα μάτια και, σαν όνειρο, βλέπω ψηλά βουνά. Κι ένα πουλί χωρίς φτερά. Και μακρινούς ορίζοντες. Πως είμαστε πάλι στα πεύκα, μια νύχτα με φεγγάρι. Κάτω από τα αστέρια ακούω τα φύλλα να θροΐζουν. Να κυματίζει στα λιβάδια το χορτάρι. Ακούω φωνές. Σαν να κρατάει ακόμα μέσα του το Τρίκορφο τη μυστική του την ηχώ. Και μετά σιωπή.
Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, βρήκα τον Περικλή. Τον μόνο από εκείνη τη δρακογενιά. Μαζί περάσαμε τις δίκες και τα ξερονήσια. «Δε με πειράζει που χάσαμε» μου είπε. «Κείνο που δεν μπορώ τα βράδια να ξεχάσω είναι οι νεκροί μας οι συντρόφοι. Που ’δωκαν στον πόλεμο τα έρμα τα νιάτα κι αγκαλιά με τους φαντάρους χώματα μαύρα τρώνε στα βουνά. Τι γίναν κείνα τα κόκαλα; Σκόνη στον άνεμο. Ξασπρίζουν στον ήλιο παρέα με τα άστρα, τη νύχτα και τα πουλιά. Κανένα στόμα δεν τους πιάνει. Ποιος θα τους φέρει πίσω; Όλοι το κρίμα ρίχνουν στον αντίμαχο. Ακόμα θυμάμαι την εικόνα του Μακεδόνα. Άκλαυτο και άταφο στην έρημη πλαγιά».
Η περιπέτεια τούτη κράτησε οχτώ μήνες. Μα σήμερα μοιάζει με τρεμόπαιγμα ματιού. Τι τα θες. Ώρες ώρες κι εγώ λέω πως όλα είναι μάταια. Πώς το μελάνι να χαράξει το σκοτωμένο αίμα στη σελίδα; Το δίκιο και τo άδικο τίμια να μοιράσει; Ποιος μπόρεσε τις λέξεις σαν το αμύγδαλο να σπάσει με την πέτρα κι η ψίχα του ανείπωτου σαν ήλιος πρωινός να λάμψει μπροστά μας; Ένα κενό, με λόγια σκεπασμένο, πάντα θα χάσκει. Πολλές οι φωνές. Κι οι αλήθειες άλλες τόσες. Προσπαθώ να μην αδικήσω καμιά. Μα η πιο βαθιά αλήθεια, η πιο μεγάλη, σαν το φεγγάρι μέσα στην άλω κρύβεται. Όλοι το δείχνουν με το δάχτυλο, μα κείνο σαν τον κλέφτη στην ομίχλη πάντα θα γλιστρά. Ποιο στόμα τάχα θα την πει;
Γυρίζω πίσω και κοιτάζω τις ζωές μας. Δίσεχτα χρόνια. Θολός ο Μαυροπόταμος. Βουνά με χιόνια. Απάτητες κορφές. Όλα ξεθώριασαν, μα, ωστόσο, ένα όνομα τις νύχτες ακόμα μου τριβελίζει το μυαλό. Παράξενο και ανεξιχνίαστο. Μ’ όλη τη γοητεία που ασκούσε σε νεοφερμένο. Ο σημαδεμένος καπετάνιος που είναι θαμμένος στην Άγια Κυριακή. Καμιά φορά κοιτάζω τον κόσμο στις ειδήσεις και λέω: Ο Μάρκος δεν πέθανε ποτέ. Τα όνειρά του σκαλισμένα στην πέτρα και το σίδερο.
Τα μάτια του θυμάμαι. Της αστραπής το βλέμμα. Μόνα τους ζωγραφίζονται πάνω στο χαρτί. Πράσινα. Σαν το χρώμα του πεύκου που φτερουγίζουν τα πουλιά. Πώς να συλλάβεις τα πάθη του ανθρώπου; Το μυστήριο μιας ψυχής δαιμονισμένης χωρίς χαλινό; Τόσα χρόνια πασχίζω. Δεν μπόρεσα να τον καταλάβω. Ο καθένας μόνος του ας κρίνει.
Μια βελανιδιά και μια πέτρα πάνω στο μνήμα είναι τα απομεινάρια αυτού του θρύλου. Χρόνια τώρα όλοι επέμεναν πως δεν έβγαζε βελάνι. Πολλοί λένε πως τις χρονιές με τα δεκατρία φεγγάρια μαζεύονται στη ρίζα της πυκνές αγέλες λύκων. Σηκώνουν τις μουσούδες στο ματωμένο φεγγάρι κι ουρλιάζουν διψασμένοι για ανθρώπινο αίμα. Έτοιμοι πάλι να μπουν στα αμέριμνα χωριά και τις ευτυχισμένες πολιτείες