Scroll Top

7 + 1 Λόγος | Μάρτιος 2025 | Μαρία Διδάχου

Υπεύθυνη στήλης: Μίνα Πετροπούλου

7+1 Λόγος: Μια Πύλη στη Σύγχρονη Γραφή

Η στήλη 7+1 Λόγος φιλοδοξεί να αναδείξει αδημοσίευτα ή νεοεκδοθέντα κείμενα που αξίζουν την προσοχή των αναγνωστών. Διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, δοκίμια και ιστορικές μελέτες συνθέτουν έναν χώρο πνευματικής αναζήτησης, προσφέροντας νέες προοπτικές στη σκέψη και τον προβληματισμό. Στόχος είναι η ανάδειξη σημαντικών κειμένων και η ενθάρρυνση του διαλόγου γύρω από σύγχρονες και διαχρονικές θεματικές, καθώς η γραφή δεν αποτελεί απλώς έκφραση, αλλά πεδίο διαρκούς ερμηνείας και νοηματοδότησης.

Μάρτιος 2025

Ανατροπές ζωής

Η λογοτεχνία ιχνηλατεί τις ακροβασίες της ζωής. Με τα απρόσμενα και τ΄ αναπάντεχα, με τα αναμενόμενα και τα επιθυμητά ή ακόμα-ακόμα και με τα ανείπωτα που βασανίζουν και βαραίνουν τη σκέψη και την ψυχή.

Η ανατροπή  μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή ακόμα και αν “είχες μεράκι τελικά, είχες και καρδιά”, ειδικά αν “η μύγα που ήθελα να κάνω πεταλούδα” δεν είχε την ίδια επιθυμία. Η ανατροπή καιροφυλακτεί στα σενάρια της ζωής ακόμα και αν ‘σαν μπαλαρίνοι. Έτσι περπατάγατε. Σα να χορεύατε”, ακόμα και αν ο αγαπημένος σου διευκρινίζει “Μην πιέζεσαι, σ’ αγαπώ. Θα τα πούμε όταν επιστρέψω”, ακόμα και αν η αγαπημένη τον αποκαλεί “Ρίζα και δέντρο μου εσύ” και τον διαβεβαιώνει “Μυστική η αγάπη μας, μυστικό και το σμίξιμό μας!”

Είναι που η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες παρόλο που “Χτίζω την ιστορία. Μαζεύω τις φωνές. Γυρεύω μια γαλήνη που δεν έρχεται ποτέ”. Η ανατροπή είναι αναπόφευκτη. Άραγε, “συνηθίζει ο άνθρωπος”;

Στο 7+1 Λόγος για τον Μάρτιο 2025 συνεργάστηκαν με αδημοσίευτα κείμενά τους οι συγγραφείς Τέσυ Μπάιλα, Μαρία Διδάχου, Μαίρη Σιδηρά, Γρηγόρης Αυδίκος, Μάρω Γαλάνη, Φωτεινή Μυλωνά-Ραΐδη, Μάκης Καραγιάννης, Τζένη Οικονομίδη

Το κείμενο εισαγωγής στηρίχθηκε σε φράσεις των διηγημάτων τους

Μίνα Π. Πετροπούλου

Δ/ντρια Ύλης Culture Book

 

Μαρία Διδάχου

Η ΡΟΖΑΛΙΑ 

Δέκα μέρες πριν αποφυλακίστηκα.  

«Θέλουμε να σαπίσει στη φυλακή… ο αλήτης», φώναζαν οι γονείς της γυναίκας που σκότωσα. Και σάπισα. Είκοσι-δύο χρόνια σε ένα σκοτεινό βρώμικο κελλί. Αμέτρητες φορές έφερα εκείνον τον φόνο στο μυαλό μου. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο ζωντανό τον έστηνα μπροστά μου. Κυρίως τα βράδια. Έλαμπε η κοφτερή λεπίδα στο ματωμένο μου χέρι, σαν πυροτέχνημα έσβηναν στον αέρα του κελλιού μου τα μάτια της, καθώς λυποψυχούσε. Ανατρίχιαζα κι έκλεινα το πρόσωπό μου στις σκληρές μου παλάμες. Ήθελα να κλάψω. Όμως δεν μπορούσα. Σαν πέτρα ασήκωτη μέσα μου ο πόνος, τρόπο δεν βρήκε ποτέ να βγει. Τον κουβαλάω από τότε που την γνώρισα. Σχεδόν είκοσι-πέντε χρόνια πριν. 

Την έλεγαν Όλγα. Όλοι όμως την φώναζαν «Ροζαλία». Είχε έναν μπερέ ροζ που φορούσε πάντα, χειμώνα – καλοκαίρι, και γι’ αυτό της το «κόλλησε» κάποτε ένας πελάτης. «Ροζ τοίχοι, ροζ σεντόνια, ροζ καπέλα. Ροζαλία θα έπρεπε να σε λένε…» της είχε πει. Τακτικός και «ξεκούραστος» πελάτης, θα μου εξηγούσε καιρό μετά όταν θα τη γνώριζα. Εγώ μόλις 18, εκείνη δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Δούλευε σε οίκο ανοχής ή «σπίτι» όπως το λέγαμε τότε.  

Η πρώτη μου «επίσκεψη», παταγώδης αποτυχία. Με χάιδευε, μου μιλούσε, έβαλε την γλώσσα της βαθιά στο λαιμό μου. Κόντεψα να πνιγώ, θυμάμαι. Νόμιζα πως θα βάλει τα γέλια. Χαμογέλασε και, χωρίς να το περιμένω, γύμνωσε τα στήθη της. Μέλωσε το σάλιο μου και έσφιξα τις χούφτες.  

«Θα ξανάρθεις και τότε θα είναι καλύτερα», μου είπε λίγο αργότερα, αφού είδε κι απόειδε με μένα. Κουμπώθηκα γρήγορα και κατακόκκινος, σαν παπαρούνα, ρώτησα τι όφειλα.  

«Τίποτα», μου απάντησε και διπλώθηκε σε μια ροζ, δαντελένια ρόμπα.  

«Την άλλη φορά..» συμπλήρωσε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι. Έφυγα αναστατωμένος και ντροπιασμένος. Στον δρόμο, όλοι σφιχτοδιπλωμένοι στα παλτά τους. Τσουχτερό το κρύο κοκκάλωνε τα μέλη. Εγώ περπατούσα γρήγορα κι ένιωθα την παγωμένη βραδιά απίστευτη λύτρωση για το «καιόμενο» κορμί μου. Είχα τη λεπτή μυρωδιά της ανάσας της ριζωμένη στο βάθος του λαιμού μου. Όταν με ρώτησαν οι φίλοι μου στην πλατεία τι και πώς, τους απάντησα αδιάφορα με ένα εντάξει κι άλλαξα αμέσως συζήτηση. Η Ροζαλία ήταν δική μου υπόθεση. Το είχα αποφασίσει.  

Ξαναπήγα στο «σπίτι». Τρεις μέρες μετά. Ζήτησα την Ροζαλία. Μου είπαν πως είχε πελάτη. Έμεινα ακίνητος για λίγο, σαν να μην άκουσα. «Έχει πελάτη μικρέ…» επανέλαβε η χιλιοβαμμένη γριά και χτύπησε νευρικά τον κόκκινο στυλό της στο τραπεζάκι. «Έλα σε καμιά ώρα» μου είπε πιο ήρεμα μετά από λίγα λεπτά, καθώς με είδε να απομακρύνομαι σχεδόν σοκαρισμένος. Γύρισα και την κοίταξα. Χαμογελούσε. Ένα χαμόγελο σχεδόν τρομακτικό. Τα κίτρινα, αραιά της δόντια πετάγονταν ελαφρά προς τα έξω και γαντζώνονταν στο βαμμένο κάτω χείλος. Οι ρυτίδες της φουσκωμένες, σαν βρώμικο ποτάμι, από την φτηνή μπογιά. Μια μαραμένη, καφετιά ελιά κρεμόταν σαν θλιβερό απομεινάρι ενός καιρού καταραμένου, στο βάθος του λαιμού της. Ένιωθα να αηδιάζω. Σκέφτηκα τη Ροζαλία να ιδρώνει στις παλάμες κάποιου γέρου, ή κάποιου βρώμικου, ανέραστου μεροκαματιάρη και το στομάχι μου έφτασε στο στόμα. Έτρεξα βιαστικά προς την πόρτα. Ξέρασα χολή, λίγο πιο πέρα.. κι έπειτα, σαν κάπως ανακουφισμένος, σκούπισα τα χείλια μου με την παλάμη κι ορκίστηκα πως δεν θα ξαναπατούσα ποτέ πια εκεί.  

Δεν κράτησα τον όρκο μου. Ενάμιση μήνα περίπου μετά ήμουν πάλι εκεί. Βασανιζόμουν. Η Ροζαλία είχε γίνει κάτι σαν εμμονή για μένα. Σαν πεισματάρα μύγα τριγυρνούσε στο μυαλό μου. Ίδιο φίδι ο νους μου, σερνόταν στη λεία επιφάνεια του κορμιού της. Τα βράδια την ονειρευόμουν. Ξυπνούσα ιδρωμένος και την έψαχνα στο μαύρο σκοτάδι. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να ξαναπάω.  

Εκείνη τη φορά ήμουν τυχερός. (Ή άτυχος, θα έλεγα αργότερα). Ήταν «ελεύθερη». Με δέχτηκε. Χαμογέλασε, όταν με είδε. Μου έβαλε κάτι να πιώ. Ζεστές οι παλάμες της γραπώθηκαν στο ολοζώντανο κορμί μου. Ζαλίστηκα, θυμάμαι. Με έβαλε στο κρεβάτι και μου ζήτησε να είμαι πιο τολμηρός. Όλα έπειτα ήρθαν από μόνα τους. Εκείνη να με αγκαλιάζει και να με σφίγγει κι εγώ να γίνομαι πηλός να με πλάθει. Κάθε φορά που την επισκεπτόμουν ήταν και διαφορετικά. Σαν να την ανακάλυπτα και μαζί με εκείνη κι εμένα. Στην αρχή της έλεγα ότι μου αρέσει πολύ. Κι εγώ της άρεσα. Μελαγχολούσε, όταν ήταν να φύγω. Με έβαζε να της υποσχεθώ πως δεν θα αργούσα.  

Αρκετές εβδομάδες μετά, της εξομολογήθηκα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Τρόμαξε.  

«Γιατί αποτραβιέσαι;» τη ρώτησα.  

«Γιατί εγώ είμαι από τις γυναίκες που δεν πρέπει να ερωτεύονται οι άντρες» μου απάντησε. Αισθάνθηκα την παγωνιά του Φλεβάρη στα λόγια της. Αν είναι να μου λες βλακείες κι αγάπες… να μην ξανάρθεις, μ’ ακούς;» μου φώναξε κι άρχισε να δακρύζει. Σηκώθηκα και την πλησίασα. Με κοίταξε. Η μαύρη μπογιά έτρεχε στα μάγουλά της. Την έκλεισα στην αγκαλιά μου.  

Ποτέ μετά από εκείνο το βράδυ δεν ξαναπήγα στο «σπίτι». Την έβλεπα μετά την «δουλειά» στο διαμέρισμά της. Κάθε βράδυ κάναμε έρωτα με όλο και περισσότερο πάθος. Λες κι έψαχνε να βρει σε μένα ό,τι δεν της έδιναν τόσοι άντρες κάθε βράδυ. Την αγαπούσα τυφλά. Φιλούσα κάθε πόντο του κορμιού της για να το «καθαρίσω», να το γιατρέψω από την κατάρα της «εξαργύρωσης» που μάστιζε τη ζωή της. Με έλεγε «Φως μου» και μου παραδινόταν.  

Ξεχνούσα τη βαμμένη γριά, του πελάτες της, το σκοτεινό δρομάκι που οδηγούσε στην καγκελωτή πόρτα του «σπιτιού». Ξεχνούσα τα διαβάσματά μου, την μάνα μου που ξενοδούλευε για να μας θρέψει.

Κανένα πριν η μετά. Μόνο Τώρα. Το Τώρα με την Όλγα. Είχα πάψει να την λέω Ροζαλία. «Όλγα θα είναι το όνομα σου από εδώ και πέρα. Μαζί μου», της είπα όταν αποφασίσαμε να γίνουμε ζευγάρι. Συγκινημένη, μου είπε ψιθυριστά «ευχαριστώ».  

Ζευγάρι; Τι είδους ζευγάρι άραγε, όταν εκείνη δεχόταν εφτά με εννιά πελάτες κάθε μέρα… Είχα αρχίσει να αηδιάζω… Όσο και να πλενόταν, όλα τα αρώματα του κόσμου κι αν έριχνε πάνω της, εγώ είχα αρχίσει να ξεχωρίζω τις μυρωδιές του κάθε άντρα που τη είχε λεηλατήσει.. 

Ο πρώτος, κοντός και καραφλός με στραβά, άσπρα δόντια βουτηγμένα στα κορμί της. Ο δεύτερος, γλοιώδης και γέρος με κοκκινισμένα μάτια και μακριά, βρώμικα νύχια. Ο άλλος, παχύς, κατάλευκος, σαν πηχτό γάλα με χείλια κρεμαστά και μαλλιά κοκκινωπά.  

…Να τι σκεφτόμουν κάθε βράδυ όταν της έκανα έρωτα. Ώσπου, κάποια μέρα, εκείνον τον καιρό, της μίλησα. «Θέλω να διακόψεις» της ζήτησα. Μου απάντησε πως συμφωνούσε, πως το ήθελε κι εκείνη. Αλλά το έκανε από καθαρή ανάγκη. Της υποσχέθηκα πως θα δούλευα κι εγώ. Έπεσα στα πόδια της για να την πείσω…

«Σε ένα μήνα. Το πολύ δύο» μου υποσχέθηκε. Την πίστεψα.  

Τρεις μήνες μετά άρχισαν οι άγριοι καβγάδες. Είχε μπει το καλοκαίρι και οι πρώτες ζέστες είχαν γλυκάνει τα βράδια της Αθήνας. Τελείωσα κακήν κακώς το σχολείο. Η μάνα μου ωρυόταν. «Θα δώσεις εξετάσεις», φώναζε, «πρέπει να σπουδάσεις… Πού το έχεις το μυαλό σου; Αν δεν ακούσεις εμένα ποιον θα ακούσεις;…». Κανέναν δεν είχα στον κόσμο εκτός από την μάνα μου και τα δυο μου αδέρφια. Τότε όμως, νόμιζα πως μόνο η Ροζαλία ήταν η ζωή μου.  

Η Ροζαλία όμως δεν με υπολόγιζε καθόλου. 

«Σου είπα να με αφήσεις, αν δε σου αρέσει. Εγώ αυτή είμαι.» μου απαντούσε πάντα  στο τέλος  των καβγάδων μας κι έφευγε κλείνοντας  με δύναμη την πόρτα. Η «πεισματάρα μύγα» που ήταν πριν μερικούς μήνες η Ροζαλία και τρέλαινε με το βουητό της το κεφάλι μου, τώρα είχε γίνει ένα τερατώδες έντομο με γυαλιστερά φτερά να με ζαλίζουν. Με μάτια κόκκινα σαν αίμα, να με λεκιάζουν και ορέξεις σαρκοβόρες…

Αργότερα κατάλαβα ότι τελικά δεν ήταν η Ροζαλία που με απειλούσε. Με απειλούσε κάτι χειρότερο. Ήταν η Ροζαλία που ήθελα να κάνω Όλγα. Η μύγα που ήθελα να κάνω πεταλούδα. Αυτή η εμμονή μου να την αλλάξω, να της δώσω μια ευκαιρία που ποτέ της η ίδια δε θέλησε πραγματικά. Αυτή η ίδια ευκαιρία θα γύριζε σαν βέλος φαρμακερό και θα με έβρισκε κατευθείαν στην καρδιά.

Την τελευταία φορά που μαλώσαμε άσχημα, αποφασίσαμε να χωρίσουμε. Ήταν αρχές Αυγούστου. Δέκα μόλις μέρες μετά την είδα να φιλιέται και να «ζαχαρώνεται» με έναν τύπο του υποκόσμου, στη μέση της πλατείας. Όταν χώρισαν, την ακολούθησα. Σαστισμένος δεν ήξερα τι να πιστέψω. Όταν έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματός της την πλησίασα. Με είδε. Τρόμαξε.

«Τι θέλεις εδώ Οδυσσέα;», με ρώτησε με ύφος.

«Σε μένα μιλάς έτσι;», της είπα πληγωμένος.

Χαμογέλασε και με άφησε να μπω. Άρχισα να την ρωτώ για εκείνον τον βρωμερό τύπο. Της είπα όσα είχα ακούσει γι’ αυτόν. Ότι ανακατευόταν με ναρκωτικά και με πορνεία. Ότι ήθελε σίγουρα να την μπλέξει.

Άρχισε να αντιδράει. Μου φώναξε να μην με νοιάζει τι κάνει στη ζωή της και να κοιτάξω τα δικά μου. Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε ένα μακρύ, ροζ νυχτικό.

«Είσαι μικρός, Οδυσσέα. Γύρνα σπίτι σου και άσε με εμένα. Στην αρχή σου υποσχέθηκα πολλά, το ξέρω. Αλλά δεν θέλω να είμαι μαζί σου. Δεν μπορώ. Μου αρέσει, καταλαβαίνεις;;», μου είπε ειλικρινά.

Η ειλικρίνειά της με θύμωνε. Προτιμούσα τις ψεύτικες υποσχέσεις της. Ίσως γι’ αυτό μου τις έδινε κάποτε.

«Πώς αντέχεις έτσι;», την ρώτησα οργισμένος.

«Αντέχω. Συνήθισα. Δεν θέλω να ξεσυνηθίσω, αγόρι μου. Κα-τά-λα-βέ το», μου είπε με θράσος.

Στριφογύρισε, ίδια πυρωμένη σφαίρα το μυαλό μου μέσα στο κεφάλι μου.

«Μα εγώ σε αγαπάω, Όλγα…», της είπα δυνατά.

Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση κι αηδία. Δεν την ανεγνώριζα (όπως σε λίγο δεν θα αναγνώριζα τον ίδιο μου τον εαυτό).

«Μ’ αγαπάς; Εσύ; Εσύ δεν έχεις βγει από τ’ αυγό ακόμα»…  μου είπε κι έσκασε στα γέλια.

Ο θυμός μου θέριευε κι έφτανε στον Θεό.

«Γελάς…; Γελάς, Όλγα;» την ρώτησα και την γράπωσα από τους ώμους.

Εκείνη παραληρούσε στο γέλιο κι έλεγε «Ροζαλία… όχι Όλγα… Ροζαλία».

Θόλωσα κι άρχισα να την χτυπάω. Μου ανταπέδωσε κι εκείνη. Άρχισε να με βρίζει αισχρά. Τότε άρπαξα την λεπίδα που είχε στο κομοδίνο της για να καθαρίζει τις άκρες των μαλλιών της και της την κάρφωσα στον λαιμό.

Πετάχτηκε ζεστό το αίμα της στο πρόσωπό μου κι όταν την είδα να τρέμει σύγκορμη στο πάτωμα, τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι είχα κάνει. Πέταξα την ματωμένη λεπίδα κι άρχισα να φωνάζω για βοήθεια. Οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία. Αργότερα ήρθε κι ασθενοφόρο. Η Ροζαλία ήταν ήδη νεκρή.

Ομολόγησα τα πάντα. Βέβαια η αστυνομία και ο δικαστής δεν νοιάζονταν και πολύ για τα «πάντα»… Τους ενδιέφερε περισσότερο να βρουν κάποιον ένοχο και γρήγορα να κλείσει και αυτή η υπόθεση.

Και βρήκαν. Εγώ ήμουν ο ένοχός τους.

Με φώναξαν στυγνό δολοφόνο, ψυχρό φονιά, αλήτη, εκτελεστή. Ακόμα και νταβαντζή.

Εμένα… που «έκλεβα» τις τσέπες της μάνας μου για να πηγαίνουμε στα ταβερνάκια της Πλάκας με την Ροζαλία… Εμένα, που έγλειφα τις δαγκωματιές και τις μελανιές της όταν γύριζε με λεηλατημένο το κορμί της στην αγκαλιά μου.

«25 χρόνια», η ποινή μου.

Η μάνα μου ούρλιαζε. Έβγαζε τα μαλλιά της.

«Το παιδί μου δεν είναι φονιάς»…

Πού να ακουστεί όμως; Οι γνωστοί και οι συγγενείς της Ροζαλίας ήταν εκεί,  να με κατασπαράξουν κι εκείνοι.

«ΘΑΝΑΤΟΣ στον δολοφόνο».

«ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ Ο ΦΟΝΙΑΣ», φώναζαν κι έσκιζαν τα ιμάτιά τους.

Όπως τους έβλεπα έτσι όλους από εκεί που καθόμουν, και άκουγα το βουητό της οργής τους, θυμήθηκα στο σχολείο τον δάσκαλο που μας έλεγε συχνά πως η δικαιοσύνη είναι τυφλή.

Όντως ήταν τυφλή εκείνη τη μέρα για μένα. Με καταδικάσαν, χωρίς ελαφρυντικό σε 25 χρόνια φυλακή για έναν φόνο που έκανα από αγάπη.

Δεν ήμουν αθώος, το ήξερα. Ούτε ένοχος όμως, το αισθανόμουν.

Κρίμα που οι νομοθέτες δεν έχουν βρει όνομα και ποινή για το ενδιάμεσο αυτών. Μια ποινή για αθώο – ένοχο άξιζα.

Βγήκα 3 χρόνια νωρίτερα λόγω καλής διαγωγής. Σαράντα χρονών, κατακρεουργημένος από την σκληρότητα και τα βιώματα εκεί μέσα.

Τα αδέρφια μου με ξέγραψαν για πάντα. Μόνο η μάνα μου… μόνον αυτή βρήκα να με περιμένει στην πόρτα την ημέρα της αποφυλάκισής μου.

Δεν μου είπε τίποτα. Με πήρε από το χέρι, με πήγε στο σπίτι και μου έβαλε να φάω το αγαπημένο μου φαγητό.

Όταν χόρτασα πια και της έπιασα το χέρι για «ευχαριστώ», βούρκωσε και μου ψιθύρισε: «Καλώς ήρθες, γιε μου».

Κατέστρεψα την ζωή μου για μια γυναίκα που αγαπούσε το παιδικό ροζ και δεν είχε ούτε μια στάλα παιδικότητας στην ψυχή της. Θυσιάστηκα για να σώσω έναν άνθρωπο που δεν κατάλαβα ότι είχε πολύ πριν με γνωρίσει, ξεπουλήσει τα πάντα.

Στην φυλακή έμαθα να ζωγραφίζω. Με όλα τα χρώματα, εκτός από το ροζ. Όπως επίσης έμαθα ότι δεν υπάρχουν στον κόσμο «σωτήρες» και «σωζόμενοι». Πολλές φορές αυτοί που σώζουν δεν βρίσκουν ποτέ σωτηρία κι αυτοί που σώζονται πολύ εύκολα ξεχνάνε τον σωτήρα τους.

Νόμισμα τελικά η ζωή. Το πετάς στον αέρα και περιμένεις… Λίγα δευτερόλεπτα χρειάζεται για να στριφογυρίσει… κι όλα αποφασίζονται στη στιγμή. Μια στιγμή που καθορίζει το κάθε λεπτό της αιωνιότητάς σου.

Το μικρό κηπάκι που έχουμε εδώ και χρόνια στο πατρικό μας, εκεί που μένω τώρα με την μάνα μου, έχει γεμίσει κάμπιες. Έπιασα λοιπόν να τις σκοτώνω προχτές.

«Μη… μην τις ξεπαστρεύεις», φώναξε η μάνα μου όταν με είδε.

«Μα, καταστρέφουν τα μαρούλια…», της απάντησα με έκπληξη.

«Δεν πειράζει… Θα γίνουν πεταλούδες όμως αργότερα…»,  μου εξήγησε χαμογελαστή.

Πεταλούδες… Βούρκωσα ολόκληρος.

«Καλά…», απάντησα σιγανά.

«Αχ ρε μάνα, δεν μου το ’λεγες τόσα χρόνια πως οι πεταλούδες, βγαίνουν από τις κάμπιες… και με άφηνες να ψάχνω και να ελπίζω στις μύγες…».

Βιογραφικό Μαρία Διδάχου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου