Scroll Top

Ευάγγελος Αυδίκος | Να σέβεσαι

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Να σέβεσαι[1]

Ημερολόγιό μου,  τι να γράψω. Ήρθε το τέλος μου; Πώς τα κατάφερα να κατρακυλήσω στο τελευταίο σκαλοπάτι; Όταν ξεκίνησα να γράφω η ζωή μου  έκλεινε το μάτι. Ανακάλυψα πράγματα που δεν τα ήξερα. Βρήκα χαραμάδες και δοκίμασα εικόνες που δεν τις είχα ξαναδεί. Ο νους  μου πηγαίνει στη νουνά. Στην αδελφή μου Νίτσα. Ήμουν τυχερή που τις συνάντησα. Μήπως όμως, ήταν και η αρχή του τέλους; Ονειρεύτηκα πράγματα, που ξεπερνούσαν τα όρια. Θέλησα να ξεφύγω από τον τρόπο ζωής της μάνας μου. Όμως, προσέκρουσα σε τοίχο. Συνάντησα αδιέξοδο.

Βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο. Είμαι ξαπλωμένη στο χώμα, το κεφάλι μου πονάει. Δυσκολεύομαι να σηκωθώ όρθια, αδυνατώ να κρατήσω το κεφάλι μου, χωρίς να το ακουμπώ στο χώμα. Στα χείλη μου νιώθω τη γλώσσα να πατάει σε παχύρρευστο υγρό. Απλώνω το χέρι μου, στο αμυδρό φως, φαίνεται χαράζει, διαπιστώνω έντρομη την αλήθεια. Είναι αίμα ξεραμένο. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ούτε μπορώ να θυμηθώ τι συνέβη. Γιατί είμαι σ’ αυτό το στενό δωμάτιο; Πώς βρέθηκα εδώ;

Πονάει όλο μου το κορμί, ο λαιμός κοντεύει να κοπεί από την πλάτη. Το μόνο δικό μου  είσαι εσύ. Σ’ έχω δέσει στο βρακί μου. Είσαι δεμένο στο μακρύ βρακί μου. Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο. Σε ακούμπησα με το αριστερό χέρι, δεν πονάει πολύ αυτό. Σε ακούμπησα και ήταν σαν να ξαναγεννήθηκα. Σε θυμήθηκα. Όλα είναι μπερδεμένα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να τα βάλω σε μια σειρά. Πετάγονται διάφορα με φούρια, χωρίς να μπορώ να τα δέσω μεταξύ τους.

Γιατί είμαι εδώ; Ποιος με έφερε εδώ; Πονάει πολύ ο λαιμός μου. Τι συνέβη; Σαν να έχει σπάσει. Ποιος το έκανε; Ποιος μου έκανε αυτό το κακό; Είμαι η Γιώτα, το διάβασα σε σένα, ημερολόγιό μου. Θα σε διαβάσω λίγο λίγο, να ξαναθυμηθώ. Είμαι η Γιώτα. Το θυμάμαι αυτό. Τι έκανα και είμαι στο πάτωμα; Νιώθω σαν ζώο πεταμένο σε βρόμικη αποθήκη. Το δεξί μου χέρι κρυώνει, όλο το σώμα το νιώθω παγωμένο. Κάνει κρύο. Τσούζω κάτω. Γιατί; Τι μου έκαναν; Τουρτουρίζω, το χώμα είναι κρύο. Έξω φυσάει. Κρύος αέρας μπαίνει στο μικρό δωμάτιο. Θα μελανιάσουν τα χείλη μου, είναι το πιο αδύνατο σημείο του οργανισμού μου όταν αλλάζει ο καιρός.

 Δεν μπορώ να χαμογελάσω. Τα χείλη μου είναι κολλημένα , το ένα με το άλλο. Το μόνο που μπορώ να κάνω καλά αυτή τη στιγμή, είναι παραστήσω ένα μειδίαμα. Στο μυαλό μου φυσικά. Φοβάμαι πως έρχεται το τέλος μου. Πόσο μπορώ να αντέξω σ’ αυτό το χωμάτινο δάπεδο,  το κρύο βελονιάζει το κορμί μου. Θα γίνει, φοβάμαι, το σάβανό μου.

Τελικά τα κατάφερα και σ’ έβγαλα από το βρακί μου. Το θυμήθηκα. Ήσουν η συντροφιά μου για αρκετά χρόνια. Πρέπει να ξαναγράψω. Πώς όμως να το κάνω; Το δεξί χέρι είναι τσακισμένο. Θα δοκιμάσω με το αριστερό, μέσα στα φύλλα σου βρήκα ένα μολύβι. Το δοκιμάζω, τα καταφέρνω. Τι να γράψω, όμως;

Γιώτα! Ακούω καθαρά τη φωνή. Θυμάμαι το όνομά μου. Η μάνα σου είμαι, αγγελούδι μου. Κεραυνός να με χτυπήσει για το κακό που σου έκανα. Η μητέρα μου. Η φωνή της έρχεται από μακριά, την ακούω με δυσκολία. Με ψάχνει η μητέρα μου. Δηλαδή με έχουν χάσει. Πόσο χαίρομαι που με αναζητούν. Αναπτερώνεται η ελπίδα μου, μπορεί να ζήσω. Η φωνή της μάνας χάνεται. Στενοχωριέμαι.

Όμως, η φωνή ήταν μια μάλαξη στο θυμητικό μου. Αρχίζω να λαγαρίζουν οι εικόνες. Θυμάμαι τον γάμο στην Φανερωμένη. Με βιολιά. Ο γαμπρός δίπλα μου με παχύ μουστάκι. Ατσούμπαλος. Δικός μου άντρας ήταν αυτός; Αφού κρατιόμαστε από τα χέρια, μπροστά από τον παπά. Να, ο χορός του Ησαϊα και πίσω εμείς. Χαμογελαστοί. Όχι, λάθος μου, μόνο οι γονείς μας χαμογελάνε. Κι  εγώ. Έχω ένα πλατύ μειδίαμα. Ο γαμπρός, ο Τραϊανό, ς είναι μουτρωμένος,  τον πάτησα με τη γόβα μου στο δάχτυλά του αριστερού ποδιού. Έκανα ένα βήμα μπροστά, να είμαι σε θέση βολής. Τον πάτησα και τον ξάφνιασα, νόμισε ότι είχε καταφέρει να  κλείσει το πουλάκι στο κλουβί. Η Νίτσα, καθόταν ακριβώς απέναντι,  έχει ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο στο πρόσωπό της. Αυτή μου έβαλε την ιδέα στο μυαλό.

——Δώσε του ένα μάθημα, να έχεις το πάνω χέρι από την αρχή. Πήρες μια απόφαση παρακινδυνευμένη, μακάρι να σου βγει σε καλό. Τουλάχιστον, να καταλάβει ότι δεν είσαι σαν τις άλλες που αυτός έχει στο μυαλό του.

Μετά το πάτημα του ποδιού του όλα άλλαξαν, κυρίως η διάθεσή του. Φαινόταν εκνευρισμένος, χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη του, συνεχώς έστρεφε λοξά το πρόσωπό του και με κοίταζε εχθρικά

Η Νίτσα ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Καλά του έκανες, αδελφή, ψιθύρισε στο αυτί την ώρα που με φιλούσε μετά τη γαμήλια τελετή. Είχε κατακαθίσει ο αρχικός ενθουσιασμός από την ενέργειά μου. Ξεκίνησε ως ένα παιχνίδι, δεν ήξερα πού θα καταλήξει. Ο Τραϊανός ήταν θυμωμένος. Δεν έπρεπε να τον πατήσεις, η μητέρα μου βρήκε την ευκαιρία να αποδοκιμάσει την πράξη. Συνέβη στον χορό, στο σπίτι του γαμπρού. Ήταν η σειρά της μάνας να χορέψει, βρήκε την ευκαιρία να σχολιάσει τη συμπεριφορά μου. Τον πλήγωσες, κόρη μου. Άντρας είναι. Τον πρόσβαλες μπροστά σε όλο του το σόι. Θέλουν τρόπο κάποια πράγματα. Και την ώρα που ολοκληρώθηκε ο δικός της χορός, με ασπάστηκε λέγοντας.

 ——Να τον σέβεσαι τον Τραϊανό, έχει κάνει τόσες θυσίες για σένα. Μην τον προκαλείς.

Η μάνα  έδεσε ένα σχοινί στον λαιμό μου. Ήταν το προσωπικό της γαμήλιο δώρο. Να μην τον προκαλώ. Θύμωσα με αυτό που είπε. Ό,τι και να γίνει , ο φταίχτης θα είμαι εγώ. Τον προκάλεσα με όσα είπα ή έκανα.

Φυσάει πολύ. Νοέμβριος ο μήνας. Θυμάμαι που είχαμε επισκεφτεί τον Μιχάλη, τον κουμπάρο μας. Το θυμάμαι καλά. Είχαν περάσει δυο μήνες από τα στέφανα. Επισκεφτήκαμε το σπίτι των κουμπάρων μια μέρα μετά τη γιορτή, ήθελαν να μας  κάνουν το τραπέζι στο σπίτι τους. Όλα ξεκίνησαν με γέλια, η κουμπάρα με ρωτούσε για την αρχή της συζυγικής μας ζωής, άφηνε διάφορα υπονοούμενα. Σιωπούσα, με ενοχλούσε αυτή η συζήτηση, αν ήταν στη θέση της η Νίτσα θα τα έλεγα όλα, χαρτί και καλαμάρι. Η κουμπάρα μου ήταν σχεδόν  άγνωστη, είχα ακούσει μόνο ότι μετάφερε λόγια από τον ένα στον άλλο. Γιατί ήσουν ψηλομύτα με την κουμπάρα; Είπε ο Τραϊανός, την ώρα που επιστρέφαμε στο σπίτι μας. Έκανε παράπονα. Είναι η κουμπάρα μας κι έχεις υποχρέωση να τη σέβεσαι.

Έχω υποχρέωση. Το είπε η μάνα. Το εκστόμισε και ο Τραϊανός. Με μοναδική ευκολία. Όλοι είχαν πάρει ένα σκαλιστήρι κι έσκαβαν γύρω μου έναν κύκλο, μια ντάπια. Δεν είχα το δικαίωμα να βγω έξω από τον κύκλο που οι άλλοι έχουν χαράξει για μένα. Αυτόν τον κύκλο αψήφησα, φαίνεται,  και στο σπίτι των κουμπάρων. Σιωπούσα για πολύ διάστημα, στη διάρκεια του δείπνου.. Χρειάζομαι χρόνο για να ξεθαρρέψω με ανθρώπους που δεν γνωρίζω τα χούγια τους. Ξαφνικά μπήκα στη συζήτηση, την ώρα που μιλούσε ο Τραϊανός.

—–Να μάθεις να σέβεσαι τον άντρα σου, έσκυψε και μου ψιθύρισε η κουμπάρα.

Πάλι να σέβομαι. Άρχισα να  νιώθω ασφυξία. Ο Τραϊανός δεν αντέδρασε στην αρχή. Λίγο μετά, έσφιξε πολύ δυνατά το χέρι μου, με πονάς πολύ, κατάφερα να πω. 

Να τον σέβεσαι. Η φράση που  έγινε τροχονόμος στην έγγαμη ζωή μου. Συνέχεια από τα πριν. Αλλάζει μόνο το πρόσωπο που πρέπει να σέβομαι. Πρώτα ήταν ο πατέρας, τη θέση του πήρε ο Τραϊανός. Να σέβεσαι, όλοι τα ίδια. Να σέβεσαι. Με άλλα λόγια, να μην έχω άποψη, να μην έχω πρωτοβουλία σε τίποτε. Να αφήσω τη ζωή μου στα χέρια άλλων.

——Να σέβεσαι τον άντρα σου, να τον κουλαντρίζεις. Το σπίτι είναι στα χέρια σου, Γιώτα. Ο άντρας σου έκανε τόσα για σένα. Και για όλους μας. Να τον τιμάς.

Με το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στο χώμα ανασηκώνομαι. Πόση ώρα έχει περάσει; Ακούω μακριά μηχανή αυτοκινήτου. Θα είναι φορτηγό, ήρθε να φορτώσει τελάρα με ντομάτες για την αγορά της Θεσσαλονίκης. Ευλογία η βόρεια Ελλάδα , τα λόγια που επαναλάμβανε ο πατέρας. Χωρίς αυτούς θα σφίγγαμε συνέχεια το ζουνάρι. Είχε κολλήσει η κοιλιά με την πλάτη από την πείνα.

——Να σέβεσαι τον Τραϊανό, Γιώτα. Αποδείχτηκε κύριος. Ξέρεις τι έχει κάνει για σένα;

Νιώθω να πνίγομαι, καταπίνω ξεραμένο αίμα. Το κεφάλι, ο λαιμός μου, κουδουνίζουν τα αυτιά. Τα μάτια θολώνουν, χάνομαι.

Έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Το κρύο ζορίζει, ακούγονται γαυγίσματα σκύλων. Ένα απ’ αυτά βάζει τη μουσούδα του στον εξωτερικό τοίχο του δωματίου. Να είμαι κοντά στα θερμοκήπια του πατέρα; Μπορεί να είναι ο σκύλος με τη ρίγα. Με νοιάζεται. Δεν μπορώ όμως να αναπνεύσω. Δυσκολεύομαι να καταπιώ το ξεραμένο αίμα. Βοήθεια. Ποιος θα μ’ ακούσει. Ποιος με έφερε εδώ;

Να σέβεσαι τον άντρα σου, έκανε τόσα για σένα. Ακούω τη φωνή της μάνας,. Γίνεται τρυπάνι που ανοίγει τρύπες σε όλο μου το σώμα. Έκανε τόσα για σένα. Βλέπω την εικόνα. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, η γιορτή μου. Ποτέ δεν γιορτάζαμε, μου φάνηκε παράξενο που η  μάνα μαγείρεψε πρόβατο στη γάστρα, με πατάτες. Ο πατέρας αγόρασε κόκκινο κρασί. Απόρησα. Δεν έπινε στο σπίτι. Λίγο αργότερα, κατάλαβα. Ήρθε ο Τραϊανός, τον προσκάλεσαν στο σπίτι, μήπως και υποχωρήσω στην άρνησή μου να τον παντρευτώ.  Ανέβαλα συνεχώς την απόφαση. Οι γονείς μου , στο μεταξύ, τον είχαν εικόνισμα, μεσολάβησε ο Τραϊανός να πάρουν το δάνεια, ενώ  έπεσε τους εμπόρους να φορτώνουν πρώτα  τα δικά μας.

——-Το δώρο για τη γιορτή σου. Ο Τραϊανός άφησε μπροστά μου έναν φάκελο. Μην το ανοίγεις τώρα, με την ησυχία σου. Η μάνα, όμως,, είχε διαφορετική άποψη. Ήταν συμβόλαιο αγοράς ενός κτιρίου από τον ίδιο. Βγήκε στον πλειστηριασμό, το αγόρασα σε καλή τιμή.

Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Δεν έβρισκα για ποιο λόγο ήταν δώρο για μένα.

——Είναι το μοδιστράδικο της κυρίας Λίλης, πρόσθεσε.

Ανατρίχιασα. Το σπίτι της κυρίας Λίλης μου στα χέρια του Τραϊανού. Ξέσπασα σε νευρικό γέλιο. Δεν μπορούσα να σταματήσω, δονούνταν όλο το κορμί μου. Εξελίχθηκε σε νευρικό γέλιο και λόξυγκα.

——Είναι δώρο για σένα. Να ανοίξεις το μοδιστράδικο. Μετά το γάμο μας. Μόλις τακτοποιηθούν κάποιες εκκρεμότητες.

Το μοδιστράδικο της αφεντικίνας ,μου στα χέρια ενός ανθρώπου που εμπορεύεται ντομάτες. Τι ξέρει αυτός από ομορφιά . Από ωραία φουστάνια. Από φινέτσα. Με αιφνιδίασε η αποκοτιά αυτού του ανθρώπου. Έκανε μια επένδυση, που δεν σχετίζεται με  τα δικά του συμφέροντα.

Πονάω. Δεν μπορώ να στήσω όρθιο το κορμί μου για πολλή ώρα. Σωριάζομαι στο έδαφος. Το κεφάλι μου μοιάζει με καρπούζι, είναι έτοιμο να σκάσει, να γίνει θρύψαλα. Δεν μπορώ να έχω τον έλεγχο του κορμιού, έπεσα στο χώμα με το κεφάλι, δεν μπόρεσα να το προφυλάξω. Με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον λήθαργο.

Βρέχει. Οι στάλες βρήκαν κάποια σχισμή, πέφτουν ακριβώς πάνω στο μέτωπό μου. Άλλες απ’ αυτές συνεχίζουν στη μύτη και το στόμα, άλλες πλημμυρίζουν τα μάτια. Φυσάει δυνατά. Νιώθω ρίγος, οι σταγόνες  είναι παγωμένες. Έχουν, όμως, και τα καλά τους. Με συνεφέρνουν. Επανέρχομαι από τον λήθαργο.


[1] Απόσπασμα από υπό έκδοση μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου