Scroll Top

Ευάγγελος Αυδίκος “Οικολογικό μυθιστόρημα ως υπαρξιακό θρίλερ” | του Κώστα Καραβίδα

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Γράφει ο Κώστας Καραβίδας

Οικολογικό μυθιστόρημα ως υπαρξιακό θρίλερ

Η λέξη δρολάπι, το σφοδρό ανεμοβρόχι, που τιτλοφορεί το έκτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου (γ. 1951) φέρνει στο νου δύο σημαίνουσες λογοτεχνικές χρήσεις που δεν είναι άσχετες νομίζω με την ποιητική του μυθιστορήματος. Η πρώτη απαντά στο γνωστό σεφερικό ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο», όταν πριν την αποκαλυπτική σκηνή της συνάντησης με τον φασματικό, αλλά ανθρώπινο Οδυσσέα με τα ροζιασμένα χέρια, το «μακρινό βούισμα» της ξενιτιάς που περιτριγυρίζει τον ήρωα παρομοιάζεται «σαν τον αχό της θάλασσας που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι». Η δεύτερη εμφατική λογοτεχνική παρουσία του δρόλαπα συναντάται στις περιγραφές του αριστουργηματικού Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα (1851)του Χέρμαν Μέλβιλ, στη θαυμάσια μετάφραση του Α.Κ. Χριστοδούλου (Gutenberg). Το μεγάλο αυτό αμερικανικό μυθιστόρημα του 19ου αι., με αφορμή τη θαλασσινή περιπέτεια ενός φαλαινοθηρικού σκάφους, πραγματεύεται την επική αναμέτρηση του ανθρώπου, που δεν πτοείται από φουρτούνες, θύελλες και καταστροφές, με οτιδήποτε ξεπερνά τις αντοχές του. Και στις δύο περιπτώσεις το δρολάπι υποδηλώνει το δέος απέναντι στη δύναμη της φύσης, πυρηνική ιδέα και στο μυθιστόρημα του Αυδίκου.

Τραύμα, ταυτότητα και επιθυμία

Το Δρολάπι είναι ένα μυθιστόρημα με ρυθμό, πληθωρικό σε αφηγηματικό υλικό, χαρακτήρες, τόπους, πλοκή και ανατροπές. Η υπόθεση δομείται γύρω από τις σχέσεις που αναπτύσσουν τρία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ζευγάρια. Το πρώτο, η Αρσινόη και ο Μάχος -δανεικά ονόματα που τους αποδόθηκαν στο νοσοκομείο μετά από ένα τροχαίο ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα την ολική απώλεια της μνήμης αλλά και των δελτίων ταυτότητάς τους- είναι δύο άνθρωποι χωρίς παρελθόν και εαυτό, αλλά με βαθιά επιθυμία για ζωή. Η Αρσινόη δεν θυμάται πια ότι πριν το ατύχημα είχε προκαλέσει σκάνδαλο όταν στην Κομοτηνή που ζούσε και εργαζόταν ως καθηγήτρια πανεπιστημίου ερωτεύτηκε έναν μουσουλμάνο δημοσιογράφο, συνεπιβάτή της στο μοιραίο τροχαίο ατύχημα. Η περίπτωση του συντρόφου της, του Μάχου, είναι ακόμη πιο βαριά, όντας επιπλέον άλαλος και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αλλά με ζωντανές σεξουαλικές ορμές. Η Αρσινόη και ο Μάχος, δύο απόβλητοι και ναυαγοί της ζωής, άνθρωποι sans papiers (χωρίς χαρτιά και νομική υπόσταση), που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, υφίστανται ιατρικές και νομικές περιπέτειες από την ανάλγητη λειτουργία ενός απόντος κοινωνικού κράτους που δεν τους αναγνωρίζει. Με τη συμπαράσταση ψυχολόγου βρίσκουν τελικά καταφύγιο στην Πρέβεζα (γενέτειρα του συγγραφέα), αρχικά στο Κανάλι και κατόπιν στον Παντοκράτορα, όπου προσπαθούν να επουλώσουν το τραύμα και να χτίσουν απ’ το μηδέν την καινούργια τους ζωή. Η φύση δεν τους εγκαταλείπει. Σε αυτή τη συνθήκη, η Αρσινόη αναπτύσσει τη διαισθητική ικανότητα να συνομιλεί με όσους δεν μιλάνε: από τον ανάπηρο Μάχο μέχρι τα σπουργίτια, τα κοράκια και την πλανεύτρα θάλασσα.

Το δεύτερο ζευγάρι είναι χτυπημένο από την οικονομική κρίση. Η «λουσού», βουλγαρικής καταγωγής, αλλά από Τζουμερκιώτη πατέρα-πολιτικό πρόσφυγα, Ιρένε ή Ρήνα, έχει απολυθεί από την εφημερίδα που εργαζόταν στην Αθήνα ως δημοσιογράφος, ενώ πριν την κρίση διετέλεσε γραμματέας αλλά και ερωμένη διεφθαρμένου υπουργού. Σε ένα από τα πρώτα ταξίδια της από τη Σόφια υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του τροχαίου που είχε στην Ασπροβάλτα το πρώτο ζευγάρι, καταχωνιάζοντας σε ένα παλιό σακάκι τις ευρεθείσες αστυνομικές τους ταυτότητες. Ο σύντροφος της Κώστας, εργένης εκ πεποιθήσεως, ένας πολύ ωραία σκιαγραφημένος τύπος, Σαρακατσάνος γεννημένος στην Κομοτηνή, με σπουδές Νομικής, έχει επίσης χάσει τη δουλειά του σε δικηγορικό γραφείο της Αθήνας, συμμετείχε στη μοιραία αντιμνημονιακή διαδήλωση που κατέληξε στη δολοφονία της Marfin, και κατρακυλώντας στο περιθώριο καταλήγει άστεγος στο κέντρο της Αθήνας. Το μάλλον αταίριαστο ζευγάρι, που ενώνεται στα δύσκολα, παίρνει πάντως τη μεγάλη απόφαση και εγκαθίσταται στα Τζουμέρκα (τόπο καταγωγής του συγγραφέα), όπου θα στήσει, κοντά στο Γεφύρι της Πλάκας, έναν ξενώνα. Ο «τζόρας» και με τάσεις φυγής Κώστας, καλλιτεχνική φύση και ερασιτέχνης ζωγράφος, χάνεται συχνά στο δάσος και στο ποτάμι, γλιτώνει στο παρά πέντε από ατυχήματα, αλλά ζει μέσα στη φύση με όλες του τις αισθήσεις και τα αγαπημένα του κατσικάκια, σχεδιάζοντας δέντρα.

Το τρίτο ζευγάρι, φαινομενικά πιο μοντέρνο, διπλοπαντρεμένοι κι οι δύο με σύμφωνο συμβίωσης και με μια κόρη από πρώτο γάμο, αποδεικνύεται επίσης αταίριαστο. Η νεαρή ελληνοαμερικανίδα Μίκα, πολιτική επιστήμονας και υποψήφια διδάκτορας με αντικείμενο τις μεταναστευτικές ροές στη Λατινική Αμερική, με πλούσια ακτιβιστική δράση στον Αμαζόνιο, έρχεται στην Ελλάδα για ένα ρεπορτάζ στον Έβρο, την εποχή των μεγάλων προσφυγικών κυμάτων, όπου και γνωρίζεται με τη δημοσιογράφο Ιρένε. Ο Κριστ, που εμφανίζεται μετά τα μισά του βιβλίου, με καταγωγή από την Πρέβεζα, έζησε στα χρόνια του μνημονίου στην Αθήνα και τα Γιάννενα, έχει λογοτεχνικά ενδιαφέροντα αλλά κυρίως εργάζεται για λογαριασμό μιας εταιρείας που είναι σε διαπραγματεύσεις με την περιφέρεια Ηπείρου για μια επένδυση στην πράσινη ενέργεια.

Συγγραφικό αρμολόι και σπονδυλωτή αφήγηση

Ο Αυδίκος επιμένει στο επαγγελματικό και καταγωγικό υπόβαθρο των ηρώων του αλλά και στα κοινωνικά συμφραζόμενα. Όλοι οι ήρωες και κυρίως οι ηρωίδες του βιβλίου, καθώς οι γυναίκες φωτίζονται περισσότερο ενώ οι άνδρες παραμένουν λιγομίλητοι ή άλαλοι, είναι άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από το παρελθόν. Ψάχνουν εναγωνίως τρόπους να λυτρωθούν από πληγές και τραύματα που τους άφησαν οι λακκούβες της ζωής, κυριολεκτικές (όπως του τροχαίου) και μεταφορικές, αναζητώντας την ταυτότητα τους, επίσης κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κάποιοι από αυτούς προσπαθούν να ζήσουν αλλιώς, μια ήρεμη ζωή στην ύπαιθρο, σε αρμονική σχέση με τη φύση. Στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται ακόμη πολλά ακόμη πρόσωπα, όλα λειτουργικά τοποθετημένα στον μύθο: γιατροί, δικηγόροι, ψυχολόγοι, ο ψυχίατρος Πέτρος, ο πατέρας της Ιρένε, η Χαρά που παραδίδει μαθήματα νοηματικής, ο Γερμανός ερευνητής-βοτανολόγος Μπερτ κ.ά. Το τυχαίο συναπάντημα των τριών ζευγαριών δεν έχει τίποτα το απίθανο, σε αντίθεση ίσως με την υπόθεση που μπορεί να ελεγχθεί ως προς την αληθοφάνειά της ότι δύο άνθρωποι με τόσο σοβαρά προβλήματα υγείας ζουν για μεγάλο διάστημα χωρίς να τους αναζητήσει κανείς και χωρίς να βρίσκουν την πραγματική τους ταυτότητα.

Η πλοκή του μυθιστορήματος, νομίζω το μεγάλο προσόν του βιβλίου, αναπτύσσεται σπονδυλωτά και ο χειρισμός του αφηγηματικού και ιστορικού χρόνου είναι εναργής, καθώς καλύπτει όχι μόνο το διάστημα από τον Φλεβάρη του 2015 μέχρι τις αρχές του 2020, αλλά με πλούσιες αναδρομές ολόκληρη τη δεκαετία της κρίσης. Ο Αυδίκος χρησιμοποιώντας ευφάνταστα το συγγραφικό του αρμολόι, λαξεύει τον μύθο του συνδέοντας, σαν τα κομμάτια ενός παζλ, τις ιστορίες ζωής ανθρώπων πολύ διαφορετικών που τους ενώνουν ωστόσο οι συμπτώσεις της ζωής, του κύκλου τα γυρίσματα και η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Σε αντίθεση με την Αρσινόη και τον Μάχο, που δεν έχουν μνήμη, όλοι οι τόποι που αναφέρονται στο μυθιστόρημα έχουν παρελθόν και ιστορία, που ο συγγραφέας φροντίζει διακριτικά να υπομνήσει: από τη σφαγή της Παργινόσκαλας το 1944 στην Πρέβεζα μέχρι την εμβληματική για την Εθνική Αντίσταση Συμφωνία της Πλάκας την ίδια χρονιά. Η θάλασσα και τα βουνά της Ηπείρου, το Ιόνιο και η Πίνδος, περιθάλπουν φιλόξενα απόκληρους και κυνηγημένους. Οι τόποι, που δεν περιορίζονται στα ελληνικά σύνορα αλλά εξακτινώνονται στη Σόφια, το Οχάιο, το Δουβλίνο, τον Αμαζόνιο, ανήκουν επίσης οι περισσότεροι στην προσωπική μυθολογία του συγγραφέα· πέρασε από εκεί και άφησε το αποτύπωμά του: Πρέβεζα, Γιάννενα, Τζουμέρκα, Κομοτηνή, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Στα λόγια του Κώστα, προς το τέλος του βιβλίου, διακρίνω ίσως τη συγγραφική φωνή: «Ο δικός μου τόπος είναι παντού, κουβαλάω τη φύτρα μου όπου κι αν πηγαίνω» (σ. 278).

Καταρρεύσεις συμβολικές και πραγματικές

Αν το Δρολάπι προϋποθέτει ένα πραγματικό συμβάν που ως αφορμή κινεί τη μυθοπλαστική διαδικασία, αυτό αναμφίβολα είναι η κατάρρευση της (προσφάτως αποκατεστημένης) Γέφυρας της Πλάκας, του μεγαλύτερου μονότοξου γεφυριού των Βαλκανίων, τον Φεβρουάριο του 2015. Αυτό το σημαδιακό γεγονός, πραγματικό όσο και συμβολικό, σε μια περίοδο μάλιστα με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον (διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), αν θεωρηθεί ως κατά βάση κυριολεκτικό, μας κατευθύνει προς μια οικοκριτική προσέγγιση του βιβλίου, αναγνωρίζοντας μια οπτική υπεράσπισης του φυσικού περιβάλλοντος απέναντι στις καταστροφικές αδράνειες και τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις που ανατρέπουν την οικολογική ισορροπία. Εξάλλου, μέσα στην πλοκή παρακολουθούμε παράλληλα τους αγώνες και την επιχειρηματολογία γύρω από τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» με αφορμή το ενδεχόμενο τοποθέτησης ανεμογεννητριών στα βουνά των Τζουμέρκων, στην περιβαλλοντικά επιβαρυμένη από αμφίβολης χρησιμότητας επιχειρηματικά σχέδια για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εξορύξεις Ήπειρο.

Αν όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το γκρέμισμα και η ανασυγκρότηση της γέφυρας διαβαστούν μεταφορικά, ως συμβολοποιήσεις δηλαδή της κοινωνικής και ανθρώπινης κατάστασης που ζούμε, της αποκοπής από το παρελθόν και μιας γενικευμένης ηθικής καταρράκωσης, τότε στον αναγνώστη αφήνεται περισσότερος χώρος για μια υπαρξιακή και οντολογική ανάγνωση του μυθιστορήματος. Σε αυτή την προοπτική, που είναι και ευρύτερη, το περιβαλλοντικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, η προστασία της φύσης δεν είναι παρά αφορμή για τον συγγραφέα προκειμένου να μιλήσει γι’ αυτό που βαθύτερα ίσως τον απασχολεί και το έχουμε εξακριβώσει και σε προηγούμενα μυθιστορήματα του καθώς και στα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα. Το ζήτημα δηλαδή της ταυτότητας, της αναζήτησης του ατομικού και συλλογικού εαυτού, της αυτογνωσίας σε συνδυασμό με έναν στοχαστικό λόγο για το παρελθόν, τον τόπο, την πατρίδα και τις ρίζες. Με άλλα λόγια ένας βαθύς προβληματισμός γύρω από το ποιοι είμαστε και πώς ζούμε, πώς συνδέουμε το παρόν με το παρελθόν και με όσα μας προσδιορίζουν. Ρίζες άλλωστε δεν έχουν μόνο τα πλατάνια αλλά και οι άνθρωποι. «Η ρίζα είναι σαν τον ομφάλιο λώρο» θα πει η Αρσινόη προς το τέλος του βιβλίου. «Μπορεί να σου τον κόβουν την ώρα που γεννιέσαι, ποτέ όμως δεν ξεμπερδεύεις μαζί του, ακόμη κι όταν σε πληγώνουν» (σ. 288). Και πώς αλλιώς, αφού η μόνη ριζική πατρίδα δεν μπορεί να είναι ένας τόπος, αλλά ένας χρόνος ή καλύτερα, με την ορολογία του Μπαχτίν, ένας χρονότοπος: η παιδική ηλικία.

Από αυτή την ένταση των δύο αφηγηματικών αξόνων προκύπτει νομίζω το ενδιαφέρον και η πολυσημία του μυθιστορήματος, καθώς οι ήρωες για να αποκτήσουν υπόσταση και ταυτότητα, αναζητούν, παράλληλα με τον εαυτό τους, την «ψυχή» της φύσης και του παρελθόντος. Κατά την εκτίμηση μου, έχουμε να κάνουμε με ένα οικολογικό κατά βάση μυθιστόρημα που εξελίσσεται όμως σε υπαρξιακό θρίλερ. Κάπως έτσι άλλωστε δεν συμβαίνει και με την κλιματική κρίση στην εποχή μας; Ο συγγραφέας καταπιάνεται με δύσκολα θέματα, ίσως παραφορτώνει θεματικά το μυθιστόρημα, χωρίς όμως να ενδίδει σε αφελείς ή νοσταλγικούς συναισθηματισμούς. Το κεντρικό ερώτημα που θέτει το διαβάζω κάπως έτσι: Πώς μπορεί κανείς να ξεκινήσει από την αρχή μια καινούργια ζωή, σβήνοντας το παρελθόν και τις πληγές του, κοντά στη φύση, σε αρμονική σχέση με τον εαυτό και το περιβάλλον, τα δέντρα, τις θάλασσες, τα ποτάμια και τα πουλιά; Τα ζητήματα και οι υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων του βιβλίου αρδεύονται από τα σύγχρονα, μεγάλα, οικουμενικά προβλήματα: κλιματική κρίση, παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, μεταναστευτικές ροές, σχέση με το παρελθόν. Κι αυτό δεν είναι μια εύκολη, τεχνικά και μυθοπλαστικά εννοώ, υπόθεση, για να μην σχολιάσω την αμηχανία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας να αναμετρηθεί, χωρίς φτηνό καταγγελτισμό ή ορθοπολιτική κοινοτοπία, με τα μεγάλα προβλήματα της εποχής.

Οικοκριτική ή υπαρξιακή προσέγγιση;

Ας δούμε όμως από λίγο πιο κοντά αυτή τη διπλή ανάγνωση του μυθιστορήματος που προτείνω, την οικοκριτική και την υπαρξιακή. Στις λογοτεχνικές σπουδές, τα τελευταία χρόνια δίπλα στη φεμινιστική, την ψυχαναλυτική, τη μετα-αποκιακή κριτική, έχει κάνει την εμφάνιση της η οικοκριτική στο πλαίσιο του ευρύτερου πεδίου που αποκαλείται «πράσινες σπουδές». Πρόκειται για μια μέθοδο ιδεολογικής ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, παλαιότερων ή σύγχρονων, γνωστών ή ξεχασμένων, που βασίζεται στους προβληματισμούς της σύγχρονης οικολογικής ευαισθησίας και αναγνωρίζει τη σημασία της λογοτεχνίας στη δημιουργία, την προώθηση ή την υπονόμευση των κυρίαρχων αναπαραστάσεων γύρω από τη σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον. Ο ερμηνευτικός φακός αυτής της θεωρητικής προσέγγισης εστιάζει στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις, τις λειτουργίες, τις νοηματοδοτήσεις και τις ιδεολογικές χρήσεις της φύσης. Από μια οικοκριτική σκοπιά λοιπόν θα μπορούσαμε να δούμε το Δρολάπι ως ένα μυθιστόρημα μεστό οικολογικού ενδιαφέροντος, αλλά χωρίς τη συνήθη, ηθογραφική, ιδεολογική κατασκευή μιας φύσης ειδυλλιακής και άχρονης που παραπέμπει στη νοσταλγία ενός απωλεσθέντος παραδείσου και της επιστροφής σε μια δήθεν εξιδανικευμένη ζωή στην ύπαιθρο. Ο συγγραφέας, υποψιασμένος και ασφαλώς με γερή θεωρητική κατάρτιση λόγω και της ακαδημαϊκής του ενασχόλησης με την επιστήμη της Λαογραφίας, αποφεύγει τεχνηέντως τις κακοτοπιές.

 Η φύση που διδάσκει την ταπεινότητα, η φύση που θυμώνει και τιμωρεί εκδικητικά την ανθρώπινη αλαζονεία, η φύση ως συμπαντική αρμονία και ως οντολογική δικαιοσύνη απέναντι στην ανθρώπινη ύβρη, δεν είναι απλώς το φόντο, το σκηνικό της αφήγησης και το λυρικό της άλλοθι, ούτε περιορίζεται σε συμβολικές και μυθολογικές σημάνσεις. Η φύση είναι φορέας αφηγηματικής δράσης, καθώς η αναζήτηση του εαυτού συνδέεται με την ανάγκη συνειδητοποίησης των καταστροφικών ανθρώπινων επιλογών και επαναπροσδιορισμού της σχέσης με το περιβάλλον. «Μακάρι ν’ ακούγαμε περισσότερο τον αέρα, θα είχαμε τουλάχιστον καλύτερη αρμονία μέσα μας» ψιθυρίζει η Αρσινόη σε ένα από τα πρώτα κεφάλαια (σ. 49).

Από την άποψη αυτή, βρίσκω εύστοχη την ανάδειξη, μέσα στην πλοκή, των διαφορετικών προσεγγίσεων ανάμεσα στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον, την ενέργεια και την κλιματική κρίση. Η αναπτυξιακή προσέγγιση της πράσινης επιχειρηματικότητας που συγκρούεται με την αμυντική ακτιβιστική λογική των περιβαλλοντικών οργανώσεων εικονογραφείται παραστατικά στο ίδιο το ζευγάρι των Αμερικανών. Από τη μια ο Κριστ, με μεταπτυχιακό στον πολιτισμό και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, υπερασπίζεται την «πράσινη» αναπτυξιακή πολιτική και τα επενδυτικά προγράμματα των ανεμογεννητριών. Προς το τέλος του βιβλίου κι ενώ ετοιμάζεται να συνεταιριστεί με την ομοϊδεάτισσα του Ρήνα, που δεν μπορεί να ξεφύγει από το ιλουστρασιόν, λάιφσταϊλ και καταναλωτικό παρελθόν της, θέτει το δύσκολο και αδυσώπητο ερώτημα στη σύντροφό του: «Τι προτείνεις; Να έχουν ζωή τα βουνά μόνο τα τριήμερα, να ζουν από τα πουρμπουάρ των τουριστών;» (σ. 267). Κι από την άλλη, η εναλλακτική θεώρηση της σχέσης με το περιβάλλον από τη Μίκα, η οποία είναι σημαδεμένη από την εμπειρία της ως εθελόντριας σε ΜΚΟ για την προστασία του τροπικού δάσους του Αμαζονίου και της επιτόπιας έρευνας στους ιθαγενείς. Αντίστοιχα διαφορετική είναι και η προσέγγιση του ζευγαριού των ξενοδόχων, του Κώστα και της Ρήνας, για την επιχείρηση και τους προμηθευτές. Ο ένας θέλει τοπικά προϊόντα από μικρούς παραγωγούς, η άλλη καλύτερες τιμές και την ασφάλεια των μεγάλων ξένων αλυσίδων. Δύσκολα διλήμματα που προκαλούν την ηθική – αναγνωστική ανταπόκριση.

Κλείνοντας, θέλω να μεταφέρω μια τελευταία, προσωπική, αναγνωστική αίσθηση. Στις σελίδες του μυθιστορήματος νιώθω να φυσάει το δροσερό αεράκι των περήφανων βουνών της Ηπείρου, μοσχομυρίζει τσίπουρο, αντηχεί καθαρά η μελωδική αύρα του δημοτικού τραγουδιού, του Κρυστάλλη και του Κοτζιούλα. Οι λυρικές περιγραφές της φύσης αντισταθμίζουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις φυσικές καταστροφές, καθώς παρελαύνουν απροστάτευτα σπουργίτια και δυσοίωνα κοράκια, τα κύματα της απέραντης θάλασσας του Ιονίου, τα ορμητικά και θολά νερά του Αράχθου, τα σιωπηλά βουνά των Τζουμέρκων, ο Λούρος, η κανούτα-κατσίκα, ταπεινά βότανα και αγριολούλουδα, η κουμαριά, η φωτίνια, η λαμπηδόνα, το γαϊδουράγκαθο, η αλόη, το σπάρτο, η οξιά, το πουρνάρι. Στο τέλος του μυθιστορήματος ο αναγνώστης λυτρώνεται με τις επιλογές της Αρσινόης και του Κώστα που ακολουθούν και οι δύο τον δύσβατο δρόμο της αγάπης και της αυτογνωσίας. Άνθρωποι και φύση ξαναγεννιούνται καθώς προετοιμάζονται τα αποκαλυπτήρια της αναστημένης, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, γέφυρας. Η Αρσινόη με τον Μάχο δεν επιστρέφουν στα παλιά ονόματα και τη ζωή πριν το ατύχημα, αλλά μετοικούν στην Πρέβεζα, κοντά στην ιαματική θάλασσα. Ο Κώστας βρίσκει καταφύγιο στη ζωγραφική, εγκαταλείποντας τον ξενώνα, την Ιρένε και τα Τζουμέρκα για τα Γιάννενα, όπου θα υπηρετήσει το πάθος του για την τέχνη.               

Το Δρολάπι είναι αναμφίβολα το πιο συνθετικό και φιλόδοξο μέχρι στιγμής μυθιστόρημα του Αυδίκου. Όπως ήδη σημείωσα, η μόνη ουσιώδης ένταση που θα πρόβαλλα, είναι η πρόθεση να χωρέσει στη μυθοπλαστική αφήγηση πολλά, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε πολλές εστίες: από τον φράχτη του Έβρου και τις ανεμογεννήτριες της Πίνδου μέχρι τους απόηχους της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, το δράμα των ανέργων και των αστέγων, την ερήμωση της υπαίθρου, τις αμφιλεγόμενες αναπτυξιακές πολιτικές, την πολιτική διαφθορά, αλλά κυρίως την υπαρξιακή περιδίνηση των ανθρώπων της εποχής μας, τη διαταραγμένη σχέση με το παρελθόν και τις ρίζες. Ωστόσο, παρά τον πληθωρισμό θεματικών αναφορών, ο συγγραφέας δεν χάνει το νήμα και κατασκευάζει ένα χορταστικό μυθιστόρημα που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, με σασπένς, ανατροπές, κορυφώσεις και απρόβλεπτες αποκαλύψεις. Ένα σίγουρα σημαντικό άλμα εξέλιξης στη συγγραφική πορεία του Βαγγέλη Αυδίκου.

Φωτογραφία: Με τη Φωτεινή Λεοντάρη, τη γυναίκα του (Πρέβεζα 1987

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Κώστας Καραβίδας