6 Αυγούστου 2024
Λαογραφία, διδασκαλία – σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση-, συγγραφή, δημοσιογραφία: η παρουσία και η συμβολή σας και στα τέσσερα αυτά πεδία σταθερή και αδιάλειπτη για χρόνια. Ποιο είναι αυτό που θεωρείτε ότι σας έχει επηρεάσει περισσότερο τόσο ως άνθρωπο, όσο και ως συγγραφέα;
Πρώτ’ απ’ όλα, ευχαριστώ θερμά τόσο εσάς, για την ευκαιρία της ουσιαστικής συνομιλίας και των βαθύρριζων προβληματισμών, όσο και το culturebook.gr για τη φιλοξενία. Υπάρχει ανάγκη, σε περιόδους κρίσης, να ακούγονται οι απόψεις των λογοτεχνών και των επιστημόνων , οι οποίοι εξωθούνται στη σιωπή, ή στην αυτολογοκρισία.
Το ξεκίνημα της απάντησής μου εμπεριέχει και τους σπόρους που με οδήγησαν στη γραφή. Είναι οι σησαμόσποροι του Γιώργου Βέη, στο ποίημα «Μια χούφτα σησαμόσποροι) που υπάρχουν μέσα μας και κάποια στιγμή αποκτούν υπόσταση και νόημα διά μέσου της γραφής.
Τα γράμματα, οι συλλαβές
πάνω στο τραπέζι τόσο ξεκάθαρα
ναι, εδώ μπροστά μου, προτού ενωθούν
και πώς γίνονται σε μια στιγμή
όλα μαζί αυτά τα σποράκια
οι λέξεις σου
πώς δένουν αμέσως σε νόημα
(Βέης, 2023, 15).
Ο Βέης περιγράφει το « θαύμα» της γραφής, της τέχνης γενικότερα. Αναφέρεται στη διαδικασία εκείνη, κατά την οποία τα σκόρπια αισθήματα, οι τεμαχισμένες εικόνες, οι ξεθωριασμένες αναμνήσεις, οι γεύσεις και οι οσμές μεταμορφώνονται σε λογοτεχνία, σε έργο τέχνης, σε ρεπορτάζ ή σε χρονογράφημα.
Ωστόσο, ποια ανάγκη και με ποιο τρόπο αποφασίζει ο άνθρωπος να γράψει; Το ίδιο , μέσες άκρες , ισχύει και για μένα. Θα παραφράσω τον εθνολόγο Elias (2004, 9), που μετέφερε τη συζήτηση που είχε με έναν σοφό γέροντα για το τι είναι γραφή. Όταν δεν με ερωτούν , ξέρω τι είναι η γραφή και ποια φωτιά με έκανε να αναζητήσω την υδαρή της ιδιότητα. Όταν με ερωτούν, δεν ξέρω.
Το ερώτημά σας μου προκαλεί μια μορφή αμηχανίας. Αυτό που μπορώ να πω ότι αρχικά ήθελα να σπουδάσω, να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές. Να πάω στο εξωτερικό, να ασχοληθώ με την έρευνα. Ο διακαής αυτός πόθος δεν απέκτησε τότε συγκεκριμένη μορφή και ούτε μπόρεσαν οι επιθυμίες μου να σαρκωθούν , αμέσως μετά την απόκτηση του πτυχίου της Φιλοσοφικής Σχολής από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Δεν ήταν ευνοϊκές τότε οι συνθήκες, τόσο οικονομικά όσο και το πολιτικό σκηνικό στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του 1967. Επιπλέον, η σαφής εναντίωση στο υπάρχον τότε πανεπιστημιακό κατεστημένο, καθιστούσε αδύνατη τη συνεργασία με δημοκρατικούς καθηγητές . Ένας τέτοιος ήταν ο Θεόφιλος Βέικος, ο οποίος με αιφνιδίασε προτείνοντάς μου να ενταχθώ στο εργαστήριο φιλοσοφίας που είχε συστήσει μετά την εκλογή του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Του οφείλω ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι δεν ακολούθησε την πεπατημένη των οικείων κύκλων. Ο Βέικος ήταν ο πρώτος που ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή μου, παρόλο που δεν ανταποκρίθηκα στην πρότασή του.
Η απουσία πόρων και η αδυναμία των γονέων μου να υποστηρίξουν τις επιθυμίες μου , χειροπέδησαν τη διάθεσή μου για έρευνα. Η ποίηση και πάλι, ο Φωστιέρης (2020, 9)αυτή τη φορά, θα συνδράμει την προσπάθειά μου να δώσω φωνή στο άρρητο.
Μιλάω σημαίνει έχω ακούσει
Μέσα στον ύπνο μου άκουσα
Θα’μουν ακόμη αγέννητος
Την έκρηξη του αλφαβήτου που έσπερνε
Τα πύρινα κομμάτια
Το πρόσωπα που καλλιέργησαν αυτή την ανάγκη ήταν η μάνα μου, η οποία μου μιλούσε πάντα για το χωριό της, το Συρράκο, και τη ζωή εκεί- τον παράδεισο, κατ’ αυτή-, σε αντίστιξη με τον κάμπο και τις συνθήκες ζωής σε καλύβες αρχικά και σε χεριώνες αργότερα. Ήταν δύο διαφορετικά πολιτισμικά συστήματα. Σ’ αυτές τις αφηγήσεις της μητέρας , οι οποίες αποτέλεσαν τα «πύρινα κομμάτια», προστέθηκαν και τα δικά μου προσωπικά βιώματα, στη διαδικασία ένταξης στην πόλη της Πρέβεζας. Επρόκειτο για μια πολιτισμική διαδικασία που συμπεριλάμβανε αποκλεισμούς, καχυποψίες, απαξίωση της γλώσσας των γονέων μου και των συγχωριανών, καθώς και στιγματοποίηση όταν αυτή χρησιμοποιούνταν , ιδίως στην πόλη. Η απόσταση από τον Ελαιώνα και το τότε αποκαλούμενο «Βλάχικο» σχολείο ήταν τόσο κοντινή αλλά και τόσο μεγάλη, ώστε να στηθούν γέφυρες ένταξης. Υπόρρητα προϋπέθετε την αποσιώπηση της πολιτισμικής μου ταυτότητας και την άνευ όρων αποδοχή μιας άλλης σκέψης.
Αυτό το βιωματικό υλικό ήταν το πρόπλασμα για την αποκρυστάλλωση και κατανόηση όσων συνέβαιναν. Πολύ αργότερα ασχολήθηκα με την γλωσσική και πολιτισμική ετερότητα. Οφείλω την μύηση σ’ αυτό το νέο πεδίο, αρχικά στον Μ.Γ. Μερακλή, καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και στον Μ.Μ.Παπαϊωάννου, κριτικό λογοτεχνίας. Ο Παπαϊωάννου έκανε διακοπές στην Πρέβεζα, στη δεκαετία του 1980, και ήταν εκείνος που με παρακίνησε να ασχοληθώ με την έρευνα. Ο Μερακλής , όμως, αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για να ξεκινήσω διδακτορική διατριβή. Είχαν αλλάξει πλέον τα πράγματα στον ακαδημαϊκό χώρο κι αυτό οφείλεται και στον Μερακλή, σε ό,τι αφορά τα Ιωάννινα. Η αρχική μου σκέψη ήταν να ασχοληθώ με τη φιλολογία. Η συζήτηση, με τον Μερακλή, και τα προσωπικά διαβάσματα ανέσυραν τις παλιές μνήμες για το πολιτισμικό τραύμα και την ανάγκη να καταβυθιστώ σ’ αυτό, ώστε να κατανοήσω τα όσα συνέβαιναν.΄Ήμουν παιδί μεταναστών στα κράσπεδα της πόλης. Ο πρόσφυγας, αλλά και ο μετανάστης, νιώθει ημιτελής, στον καινούργιο τόπο. Οι ερευνητές το επισημαίνουν για τους πρόσφυγες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες τους. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τους μετανάστες που εξαναγκάστηκαν από τις συνθήκες να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Αυτό το αίσθημα είναι πιο έντονο στη δεύτερη γενιά, που νιώθει παντού ξένη.
Αυτή η ανάγκη αποτέλεσε το έναυσμα ώστε να ασχοληθώ με την έρευνα των πολιτισμικών ταυτοτήτων, τα σύνορα και την ετερότητα. Η διατριβή μου ήταν στην έδρα της λαογραφίας,. Ωστόσο, δεν με ικανοποιούσε η περιγραφή και η απλή ανιστόρηση, διαστάσεις που έχουν την αξία τους ως διασωστικές διαδικασίες.
Η εστίαση στις πολιτισμικές ταυτότητες, τα σύνορα και την ετερότητα ενισχύθηκε από την επί τρία χρόνια διαμονή μου στην Πρέσπα, στο Γυμνάσιο Λαιμού, και μετά σε Γυμνάσια της Φλώρινας, ως φιλόλογος διορισμένος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Βίωσα, σε έντονο βαθμό, τα αποτελέσματα του Εμφυλίου, την οξύτητα των αντιθέσεων , την προκατάληψη και τη σιωπή για όσους εγκαταστάθηκαν στις γειτονικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Η ενοχοποίηση της γλώσσας ως δείκτη διαφοροποίησης και στιγματισμού επανέρχεται στη Φλώρινα και συνυπάρχει με τα προσωπικά μου βιώματα. Στη δεκαετία του 1990 εκλέχτηκα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Προστέθηκαν καινούργια βώματα, καθώς και η συνάντηση με νέα σύνορα (ελληνοτουρκικά, ελληνοβουλγαρικά) αλλά και με τη μουσουλμανική μειονότητα, καθώς και με τους « Ρωσοπόντιους», που κατέφταναν στην Αλεξανδρούπολη με πλοία από τις δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ.
Όλα αυτά με διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και ως επιστήμονα, δάσκαλο, λογοτέχνη αλλά και χρονογράφο στον έντυπο τύπο. Ήμουν με την πλευρά των αδύναμων. Οι πολιτισμικές ταυτότητες, τα σύνορα και η ετερότητα αποτέλεσαν κεντρικό στόχο της ερευνητικής και διδακτικής μου ατζέντας. Μέσω της διδασκαλίας επιδίωξα να απαλλαγούν οι φοιτητές/ τριές μου από τα στερεότυπα και τα φοβικά σύνδρομα.
Στη λογοτεχνία με επηρέασε ο πεθαμένος μου παππούς. Σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο Συρράκο (Σεπτέμβριος 1943). Τα στρατιωτικά σώματα του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αντάλλαξαν πυροβολισμούς και μια σφαίρα βρήκε στο μέτωπο τον παππού μου. Η ιστορία του διηγούνταν από τη μάνα μου συνεχώς. Αργότερα, είδα την αναμνηστική στήλη , στον τοίχο του Αγίου Νικολάου , στο Συρράκο, με τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν στα βουνά της Αλβανίας. Οι Εδεσίτες, ακόμη, και οι Ελασίτες τιμούσαν τους δικούς τους. Ο παππούς μου δεν υπήρχε σε καμία λίστα, δεν ανήκε σε καμία ομάδα. Αισθάνθηκα την υποχρέωση να γράψω για τον παππού. Δεν ήθελα μελέτη. Η λογοτεχνία με απάλλασσε από τους περιορισμούς και τον ορθολογισμό της επιστήμης. Ωστόσο, το ομότιτλο διήγημα για τον παππού μου που συμπεριλήφθηκε στην συλλογή διηγημάτων μου « Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία» (Ελληνικά Γράμματα, 2001) αναπόφευκτα έθεσε το πρόβλημα αν έχουν θέση στην ιστορία οι παράπλευρες απώλειες, μακριά από τα πολεμικά πεδία. Με λίγα λόγια, επικαλούμενος τον Ελύτη, η « επικαιρότητα, για να σωθεί δεν έχει άλλο τρόπο παρά να ενσωματωθεί σε κάποιου είδους διάρκεια (1992, 178).
Όλα όσα αναφέρετε ως δικές μου γραφές έχουν μια οριζόντια διασύνδεση. Μοιάζουν σαν τις αρμαθιές με τα καπνόφυλλα. Σ’ αυτά έχουν προστεθεί και τα χρονογραφήματα στην Εφημερίδα των Συντακτών, που με τίμησε με την εμπιστοσύνη της. Αφετηρία μου είναι τα ασήμαντα για να μιλήσω για ευαισθησίες, συλλογικότητες. Επιδίωξή μου είναι το εφήμερο, το επίκαιρο του Ελύτη , να ενταχθεί σε μια συζήτηση για τις πολιτισμικές αλλαγές, την ετερότητα και τον ρατσισμό που αναδύθηκε με τραυματικό τρόπο τα τελευταία χρόνια. Γράφω πάντα έχοντας ως πλαίσιο τα λόγια του Φουέντες. « Ο τελικός προορισμός είναι, σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης. Σκοπός του συγγραφέα είναι να επηρεάσει τη συναισθηματική ευασθητοποίηση του αναγνώστη, να δημιουργήσει ανάμεσα σε δέκτη και πομπό μια γέφυρα οικειότητας, ανανεώνοντας το πνεύμα του αναγνώστη» (2019, 18)
Η Ήπειρος ως ιδιαίτερος τόπος διαδραματίζει έναν ξεχωριστό ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία για πολλούς συγγραφείς. Πώς η δική σας καταγωγή από την Ήπειρο επηρέασε τη συγγραφική σας πορεία; Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία από την περιοχή που αντλήσατε έμπνευση για τα έργα σας;
Είναι ένα θέμα γενικότερο , η σχέση δηλαδή του τόπου , της Ηπείρου, με τη γραφόμενη λογοτεχνία από Ηπειρώτες δημιουργούς. Ο Θανάσης Κούγκουλος έχει συγγράψει διατριβή επ’ αυτού , με τίτλο « Η Ήπειρος ως λογοτεχνικός μύθος στη λογοτεχνική πεζογραφία) (2012, 129- 346), στην οποία διεξέρχεται αναλυτικά το ζήτημα. Κατά καιρούς, γίνεται αναφορά στην ύπαρξη Ηπειρωτικής Σχολής στη λογοτεχνία, της οποίας τα μέλη συγκλίνουν σε κάποια θεματολογικά και αφηγηματολογικά γνωρίσματα, εξ αιτίας του γεγονότος ότι έχουν κοινή αναφορά και αφηγηματικό πλαίσιο την Ήπειρο ως χώρο κοινής καταγωγής. Πρόκειται για ένα στερεότυπο, το οποίο, όπως όλα τα στερεότυπα, λειτουργούν αφαιρετικά, αναζητώντας την ομοιομορφία. Η αυστηρή ταξινόμηση προκαλεί στρεβλώσεις. Εξάλλου, η παρουσία του τόπου ως γεωγραφικού, κοινωνικού και πολιτισμικού παράγοντας που ορίζει, εν τινι μέτρω, τις συμπεριφορές δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Ηπείρου, αλλά ανιχνεύεται σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα ή στις εθνικές λογοτεχνίες.
Ο τόπος είναι ισχυρός προσδιοριστικός παράγοντας , για παράδειγμα , στη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία. Ο Μπαχτίν τεκμηριώνει ιστορικά αυτή τη διάσταση στο μυθιστόρημα χρησιμοποιώντας τον όρο χρονότοπος. Γράφει. « Εντυπωσιάζει η αναπαραστατική σημασία των χρονοτόπων. Ο χρόνος αποκτά με αυτούς αισθητό και απτό χαρακτήρα: τα γεγονότα της πλοκής με τον χρονότοπο συγκεκριμενοποιούνται , ντύνονται σάρκα, γεμίζουν με αίμα. Μπορούμε να γνωστοποιήσουμε το γεγονός, ναι πληροφορήσουμε άλλους γι’ αυτό, μπορούμε επίσης να δώσουμε ακριβείς ενδείξεις για τον τόπο και τον χρόνο που αυτό συνέβη. Το γεγονός όμως δεν μετατρέπεται σε εικόνα. Ο χρονότοπος παρέχει το ουσιαστικό έδαφος για την έκθεση –αναπαράσταση των γεγονότων» (Μπαχτίν, 2022., 285).
Ο χρόνος ως ιστορία συναντάται ως αναγκαία συνθήκη με τον τόπο και στον λόγο του Δαββέτα (2023, 110). Δεν είναι ένα απλό σκηνικό αλλά ούτε κι ένας ντετερμινιστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της αφήγησης και στη διαμόρφωση των ηρώων , των προσώπων μιας μυθιστορηματικής αφήγησης.
Η Ήπειρος είναι παρούσα ως τόπος σε κάποια μυθιστορήματά μου. Περιλαμβάνουν σχεδόν όλα « και την εντοπιότητα αλλά και την αλλοτοπία». Δανείζομαι τη φράση της Τσιριμώκου για τον Νόλλα (2019, 371). Σχεδόν στα μισά απ’ αυτά (Ο δικός μου Θεός, Η κίτρινη ομπρέλα, Η σκιά της Μίκας) ο τόπος δεν είναι η Ήπειρος . Η αφήγηση τοποθετείται στη Θράκη, την Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Κολόμπους στο Οχάιο. Ωστόσο, ο τόπος ορίζει και τον χρόνο αλλά και τις μετακινήσεις των ηρώων, καθώς και τη δυνατότητα αφηγηματικής τους ανάπτυξης. Στα άλλα τρία μυθιστορήματα (Οι τελευταίες πεντάρες, Οδός Οφθαλμιατρείου) η δράση εκ των πραγμάτων τοποθετείται στην Πρέβεζα, εκεί όπου διαδραματίστηκε ένα ιστορικό γεγονός (η εκτέλεση 48 πολιτών από τον ΕΔΕΣ τον Σεπτέμβριο του 1944). Εκεί που η παρουσία της Ηπείρου ως τόπου που ορίζει συμπεριφορές, εντοπίζεται στην Οδό Οφθαλμιατρείου και στο Δρολάπι.. Και στα δύο, μολοταύτα, η Ήπειρος εμφανίζεται ως εντοπιότητα αλλά και ως αλλοτοπία. Η Ήπειρος ήταν για τον Κρυστάλλη ο τόπος και ο νόστος, αλλά και ο χώρος του οποίου η οθωμανική εξουσία τον πλήγωσε. Τα ιστορικά δεδομένα τον απομάκρυναν από τον τόπο του. Στο Δρολάπι τόπος όπου κορυφώνεται η αφήγηση είναι η Γέφυρα της Πλάκας στα Τζουμέρκα, η οποία επιλέγεται ως σύμβολο της κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης, λόγω της κατάρρευσής της από ισχυρά καιρικά φαινόμενα. Τόποι όμως του μυθιστορήματος είναι η Αθήνα, η Θράκη, η Βουλγαρία,. Έτσι κάθε φορά η εντοπιότητα και η αλλοτοπία βρίσκονται σε μια συνεχή εναλλαγή ρόλων.
Σε κάθε περίπτωση, η Ήπειρος έχει βασική θέση τόσο στο επιστημονικό όσο και στο λογοτεχνικό έργο μου. Αντλώ μυθολογικά στοιχεία, για να υφανθεί η αφήγηση. Στην Κίτρινη Ομπρέλα δανείζομαι την παράδοση των μυθολογικών ανθρώπων, των Αειελλήνων, που βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση με τους ντόπιους κατοίκους του Ξηροβουνίου. Τα βουνά, τα ποτάμια, τα μοιρολόγια, η λογοτεχνία ενσωματώνονται στη αφήγηση,. Γίνεται η γεωγραφία αλλά και ο πολιτισμός , γη ιστορία της Ηπείρου, η λαϊκή της τέχνη, η φύση της, το αφηγηματικό μου στημόνι. Να προσθέσω σε όλα αυτά και η χρήση της ντοπιολαλιάς, άλλοτε ως νήμα στις αφηγηματικές σταυροβελονιές είτε ως μέσο δημιουργίας ενός γλωσσικού ηχοτοπίου, κατά την ανάγνωση, με έντονη την παρουσία στο μυθιστόρημα « Τελευταίες πεντάρες), όπου η ντοπιολαλιά της Πρέβεζας ορίζει το αφηγηματικό ύφος.
Όμως, υπάρχουν και οι μικρές μου πατρίδες (Δυτική Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία) που διεκδικούν μερίδιο της σκέψης μου.
Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η τοπική κουλτούρα ενός τόπου μπορεί να διατηρηθεί και να προωθηθεί μέσα από τη λογοτεχνία; Πώς θα περιγράφατε τον ρόλο της λογοτεχνίας στην διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας περιοχής, όπως η Ήπειρος;
Επανέρχεται το ερώτημα για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Περιδιαβαίνοντας τα λογοτεχνικά κείμενα προκύπτει ως συμπέρασμα ότι η λογοτεχνία του 19ου και του 20ου αιώνα είναι κι ένας δείκτης της γλωσσικής συμπεριφοράς, καθώς κι ένα γλωσσικό αποθετήριο λέξεων, παροιμιακών φράσεων. Ωστόσο, ο Παπαδιαμάντης, ή ο Καβάφης, ο Παλαμάς- και τόσοι άλλοι – δεν είχαν ως αφετηρία την πρόθεσή τους να διασώσουν τον γλωσσικό πλούτο του καιρού και του τόπου τους. Τους ενδιέφερε να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό σύμπαν, που θα μπορούσε να διευκολύνει την επικοινωνία με τους αναγνώστες αλλά και να λειτουργεί με όρους λογοτεχνικής δημιουργίας. Η γλώσσα, λοιπόν, αποτελούσε συστατικό στοιχείο του λογοτεχνικού ύφους.
Ωστόσο, κάποιοι δημιουργοί (Μπαρτ, Φλωμπέρ) περιόριζαν αυτό το λογοτεχνικό ύφος μόνο στη γλώσσα και θεωρούσαν ότι σκοπός του λογοτέχνη είναι η συγκρότηση ενός αυτόνομου δημιουργήματος, που θα αποτελείται από λέξεις, οι οποίες θα υπηρετήσουν τον γλωσσικό κόσμο.
Στον αντίποδα βρίσκεται η άποψη του Μπαχτίν (2022, xv) . «Θα έλεγα ότι» , σχολιάζει ο Γιάννης Κιουρτσάκης στην Εισαγωγή του στο βιβλίο του Μπαχτίν , « ότι η γλώσσα είναι στην πηγή της όχι ένα σύστημα σημείων , αλλά μια ποίηση, με την πρωταρχική έννοια της δημιουργίας: ένα έργο που ποιείται από τους ανθρώπους ή, πιο σωστά, ανάμεσα στους ανθρώπους. Να γιατί πιστεύει ότι η λογοτεχνία βρίσκει το νόημα και τη θέση της μέσα στον ζωντανό πολιτισμό που τη θρέφει, μόνο χάρη στις αλλεπάλληλες συναντήσεις των αναγνωστών-ακροατών με τη συγκεκριμένη ανθρώπινη φωνή, η οποία μιλάει σε κάθε έργο» .
Συμφωνώ απολύτως με το σχόλιο. Ο λογοτέχνης δανείζεται λέξεις από τον την καθημερινότητα, παλαιότερα, ή από τη γραμματολογία. Γνωρίζουμε το παράδειγμα του Σολωμού , ο οποίος «ζητιάνευε» λέξεις στα καντούνια της Ζακύνθου. Επιπλέον , ξέρουμε ότι τα βιβλία του Ι. Βηλαρά ήταν εξαιρετικά χρήσιμα γι’ αυτόν, ώστε να επικοινωνήσει με έναν πλούτο που αγνοούσε. « Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας δίνει λέξεις και γράφοντας τις επιστρέφουμε στον κόσμο. Όμως η γραπτή λέξη δεν είναι πλέον εκείνη που μας έδωσε ο κόσμος: έχει γίνει γλώσσα που ανήκει σε όλους», υπογραμμίζει ο Φουέντες (2019, 18).
Συνεπώς, η γλώσσα είναι η γέφυρα , διά της οποίας ποιείται το λογοτεχνικό σύμπαν, όχι όμως ως ένα άπνοο γλωσσικό σύστημα, αλλά ως κυλιόμενος ιμάντας μεταφοράς αντιλήψεων, νοοτροπιών, κ.λπ.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο συγγραφέας , όταν γράφει, διασώζει λέξεις, όχι ως εμπρόθετος διασώστης, αλλά ως παρενέργεια της οικοδόμησης του λογοτεχνικού του δημιουργήματος. Αυτό με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Έχω το παράδειγμα του Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος έχει γίνει πηγή για πολλούς γλωσσολόγους, οι οποίοι προσφεύγουν στο έργο του, προκειμένου να συντάξουν λεξικά. Όμως, η αφετηρία του Δημητρίου είναι η αναπαράσταση ενός κόσμου, του κόσμου της Θεσπρωτίας, στο πλαίσιο του οποίου η γλώσσα δεν ήταν μόνο ένα σύνολο γλωσσικών σημείων.
Και το δικό μου λογοτεχνικό έργο λειτουργεί ασυνείδητα ως γλωσσικό αποθετήριο. Για παράδειγμα το μυθιστόρημα « Τελευταίες πεντάρες» είναι διάστικτο από το ιδιόλεκτο της πόλης της Πρέβεζας, ιδίως στα σημεία που πρωταγωνιστεί ο Ξηγημένος, ένας παλιός Πρεβεζάνος. Εντάσσεται σ’ αυτό που ο Γουντ χαρακτηρίζει ως ηθική μορφή της πεζογραφίας, αναφερόμενος στη Βιρτζίνια Γουλφ, υπό την έννοια ότι «αυτή η αρχή της ηθικότητας συγκροτείται τόσο από το ύφος του συγγραφέα όσο και από την ουσία του έργου» (2023, 13).
Στη μεταπολεμική πεζογραφία υπάρχει μια τάση δανείων μοτίβων από το παρελθόν, ιδίως στους διηγηματογράφους, χάρη και στα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Ως εκ τούτου, λειτουργεί η πεζογραφία ως οιονεί διασωστικό αποθετήριο για λέξεις και πολιτισμικά μοτίβα που τείνουν να υφίστανται κοινωνική απενεργοποίηση. Τις λέξεις και τις εθιμικές πρακτικές μπορεί κάποιος να τις συναντήσει στα Αρχεία Λαογραφικής Ύλης στα πανεπιστήμια ή σε διάφορα ερευνητικά κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών. Όμως, εκεί προστρέχουν οι ερευνητές. Η λογοτεχνία διαδραματίζει έναν ευρύτερο ρόλο κι έτσι οι αναγνώστες/ εξοικειώνονται και ανακτούν ξεχασμένες λέξεις.
Έχω αυτή την εμπειρία με τη διπλή μου ιδιότητα: του καθηγητή Λαογραφίας αλλά και του πεζογράφου.. Συχνά, στη δεύτερη περίπτωση δέχομαι ερωτήσεις για τις λέξεις που εντάσσονται στα μυθιστορήματά μου. Εστιάζω στη λέξη δρολάπι, η οποία είναι και ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου μου. Η λέξη ήταν ξεχασμένη και βοήθησε τη μνήμη των μεγαλύτερων να ανακτήσουν παλιότερες εικόνες, ενώ οι νεώτεροι/ ες άρχισαν να τη συσχετίζουν με τον Σεφέρη, τον Καρκαβίτσα, τον Κρυστάλλη και άλλους.
Σε ό,τι με αφορά με ενδιαφέρει η επανένταξη ξεχασμένων λέξεων στη λογοτεχνική γραφή. Αυτή η ενέργεια δεν προέρχεται από μια διασωστική τάξη. Ριζώνει στην πεποίθηση στην ηθικότητα της γραφής και στην γλωσσική ποικιλία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ισότιμη συνύπαρξη λέξεων οιασδήποτε προέλευσης. Δημιουργείται, με αυτόν τον τρόπο, μια νέα συγχρονία.
Στα έργα σας έχετε ασχοληθεί και με ιστορικά πρόσωπα. Πρόσωπο αναφοράς είναι ο Κώστας Κρυστάλλης, που όσο ζούσε δεν είχε τόσο ο ίδιος όσο και το έργο του την αναγνωρισιμότητα που έπρεπε. Δεν είναι όμως ο μόνος. Τι σας ώθησε να επιλέξετε αυτό το πρόσωπο και ποιο το μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από την ιστορία του;
Δυο σχόλια: Με ιστορικά πρόσωπα έχω ασχοληθεί πιο πολύ με το επιστημονικό μου έργο : με τον Καραϊσκάκη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τη Δόμνα Βισβίζη, τη Λένω Μπότσαρη, , τον Ι. Κωλέττη. Στη λογοτεχνία εστιάζω στους καθημερινούς ανθρώπους. Εξαίρεση αποτέλεσε το μυθιστόρημα «Οδός Οφθαλμιατρείου» . 2. Ο Κώστας Κρυστάλλης ήταν πολύ γνωστός στην εποχή του. Πήρε δυο φορές τον έπαινο για τις ποιητικές του συλλογές (Αγροτικά, Ο Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης) στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Η εμφάνισή του στα γράμματα έγινε με εγκωμιαστικό τρόπο δεκτή από τον Βλάσση Γαβριηλίδη, τον Κ., Χατζόπουλο, τον Γρ. Ξενόπουλο, τον Κωστή Παλαμά. Όλοι χαιρέτησαν την ανανέωση του γλωσσικού οργάνου και της θεματολογίας. Υπήρχαν και αρκετοί που τον αμφισβήτησαν. Τον κατηγόρησαν κυρίως για μίμηση του δημοτικού τραγουδιού (Γιάννης Αποστολάκης) ή ότι εμπνέεται από έναν κόσμο (ύπαιθρο), σε μια εποχή που ο κόσμος είχε ανάγκη , κατ’ αυτούς (Άλκης Θρύλος, Φώτος Πολίτης) την ολοκληρωτική στροφή προς τη Δύση.
Ο Κρυστάλλης ξεχάστηκε για είκοσι χρόνια περίπου, ώσπου άρχισαν να εκδίδονται σε τόμους τα ποιήματα και κάποια από τα πεζογραφήματά του (Γ. Γάγαρης, Χρ. Αγγελομάτης- Βασ. Κρυστάλλης, 1912 και 1938). Στον Μεσοπόλεμο ο Κρυστάλλης μυθοποιείται. Γίνεται σύμβολο των φυσιολατρών. Ανεγείρονται προτομές του (Άρτα, Λάρισα, Πεντέλη), ενώ συστήνεται Φυσιολατρικός Σύλλογος που φέρει την επωνυμία «Κρυστάλλης», εκδίδοντας για πάνω από εξήντα χρόνια ομότιτλο περιοδικό. Στη μεταπολεμική περίοδο γίνονται αφιερώματα στα περιοδικά Ελληνική Δημιουργία, Κρυστάλλης, Αιολικά Γράμματα, Σκουφάς, Διαβάζω. Υποχωρεί η εκδοτική δραστηριότητα για μια δεκαετία περίπου και επανέρχεται στη δεκαετία του 1990, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από το θάνατό του. Οργανώνεται συνέδριο από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1953) στην Πρέβεζα και εκδίδονται τα πρακτικά (1994), των οποίων είχα την επιμέλεια. Ήταν η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με τον Κρυστάλλη. Συνεχίστηκε τον ίδιο χρόνο με τη συμμετοχή μου στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Σύλλογος « Σκουφάς» στην Άρτα, της οποίας οι ανακοινώσεις δημοσιεύτηκαν σε τεύχος του περιοδικού « Σκουφάς».
Για αρκετά χρόνια ξεχάστηκε ο Κρυστάλλης, παρά το γεγονός ότι όσοι τον γνώρισαν στα νεανικά τους χρόνια, ιδίως οι προερχόμενοι από την ύπαιθρο και τα βουνά, είχαν έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη τους τα έργα του. Επανέρχεται στην επικαιρότητα το 2018, που ανακηρύχτηκε ως «έτος Κρυστάλλη», με την ευκαιρία των 150 χρόνων από τη γέννησή του (1868). Οι πολυποίκιλες εκδηλώσεις τελούσαν υπό την αιγίδα του τότε προέδρου της Δημοκρατίας, του κ. Προκοπίου Παυλοπούλου, ο οποίος συμμετείχε στην ημερίδα που οργανώθηκε στο Συρράκο (19 Ιουλίου 2019). Ο πρόεδρος ζήτησε συγγνώμη για την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας να αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια στον Κρυστάλλη. Στις ημερίδες που οργανώθηκαν (Συρράκο, Πρέβεζα, Αθήνα, Ιωάννινα) συμμετείχαν επιφανείς άνθρωποι των Γραμμάτων (Γκανάς, Γκουρογιάννης, Ζιώγα, Κοσμόπουλος, Μπουκάλας, Παπαχρήστος). Είχα την τιμή της επιστημονικής ευθύνης αυτών των εκδηλώσεων, όπως και την επιμέλεια του τόμου «Κώστας Κρυστάλλης. Η επιστροφή. 150 Χρόνια από τη γέννησή του, εκδόσεις Πέτρα 2018)» . Ο ίδιος μελέτησα και δημοσίευσα αρκετά κείμενα σε διάφορα περιοδικά (Νέα Ευθύνη, Παρέμβαση, Το Κοράλλι). Κορυφαία εκδήλωση της επιστροφής του Κρυστάλλη ήταν το αφιέρωμα του Περιοδικού Νέα Εστία (τεύχος 1886, 2021) στον Κρυστάλλη, του οποίου είχαν τη ευθύνη και για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε αναλυτική αναφορά στο ανέκδοτο Αρχείο Κρυστάλλη, το οποίο βρίσκεται στη Δημόσια, Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων. Στο αφιέρωμα δημοσιεύτηκαν έντεκα μελέτες για το έργο του Κρυστάλλη και δεκατέσσερα ποιήματα , καθώς και δεκαεννιά μικροδιηγήματα νέων δημιουργών, ως επί το πλείστον, οι οποίοι/ ες εμπνεύστηκαν το ποίημα ή το πεζό από τη ζωή και το έργο του Συρρακιώτη ποιητή και πεζογράφου.
Κορύφωση αυτών των δραστηριοτήτων για τον Κρυστάλλη είναι ο τόμος «Κώστας Κρυστάλλης, ένας πρόωρα επαναστατημένος. Άπαντα. Εκδόσεις Κ. @ Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024, σελίδες 1176). Στον τόμο συμπεριλαμβάνονται όλα τα γνωστά έργα του, οργανωμένα, ιδίως τα ποιήματα, σε τρεις κύκλους (το εθνικό αίτημα, η στροφή στον κάμπο, των ερώτων) αλλά και αθησαύριστα ή δημοσιευμένα στο περιοδικό Νέα Εστία. Επισημαίνεται η ογκώδης βιβλιογραφία όσων έγραψε και γράφτηκαν για τον Κρυστάλλη. Η γνωστή βιβλιογραφία Κατσίμπαλη καλύπτει την περίοδο 1887 – 1943.
Αλήθεια, τι με ώθησε να ασχοληθώ συστηματικά με το έργο του, ως ερευνητής αλλά και ως πεζογράφος; Ασφαλώς και δεν ήταν πρωτίστως η κοινή μας καταγωγή από το Συρράκο. Είναι αληθές ότι αισθάνομαι, υπό μία έννοια, πνευματικό απόγονος του Κρυστάλλη. Δεν ήταν αρκετό, ωστόσο, αυτό το αίσθημα. Ούτε το κίνητρό μου ήταν η φιλολογική του αποκατάσταση. Διήγειραν την περιέργειά μου όλα τα προηγούμενα. Εκείνο , όμως, που μου άφηνε μετέωρες απορίες ήταν η μυθοποίησή του στον Μεσοπόλεμο και η λατρεία του κόσμου της υπαίθρου στο πρόσωπό του.
Δεν μπορώ να αποκρύψω πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος με επηρέασε, αρκετά στην ενασχόλησή μου με τον Κρυστάλλη. Δεν ήταν τυχαίος , ως ποιητής και ως ζωγράφος. Όμως, αυτός κατατάσσει τον Κρυστάλλη στη γενεαλογία των ποιητών που όρθωσαν το ανάστημά τους, στο ποίημά του Του Αιγάγρου, στην ποιητική του συλλογή «Οκτάνα» . Γράφει.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμὸς ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικὰ τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγὸς ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανὸς που έπλασε το Πάσχα των Ἑλλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτὸ) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητὴς ο Βάρναλης ο Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεὺς Ελύτης, που την ψυχὴ του βάφτισε στα ιωνικὰ νερὰ του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινὸς και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοὶ και λίγοι άλλοι, αυτοὶ που πήραν τα βουνά, να μην τους φάη ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανὸς και μίας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Δεν μπορεί να λαθεύει τόσο πολύ ο Εμπειρίκος. Το ποίημα του Κρυστάλλη « Στον Σταυραετό» είναι μια ωδή στους απροσκύνητους. Χρειαζόμαστε τέτοιους δημιουργούς στα χρόνια που ζούμε. Έχουμε ανάγκη από λογοτέχνες, από πνευματικούς ανθρώπους που θα δείχνουν μπροστά και θα κηρύσσουν την ανάγκη για υπέρβαση του αδύναμου σαρκίου μας. Ο «Αίγαγρος» του Εμπειρίκου συνομιλεί, από τα βουνά της Κρήτης, με τον «Σταυραετό» του Κρυστάλλη.
Ένας ακόμη λόγος που ασχολήθηκα με τον Κρυστάλλη είναι η πίστη μου πως σε κάθε κοινωνία, σε κάθε λογοτεχνία, πέρα από τις κορυφές, υπάρχουν και οι πλαγιές. Στην εποχή μας αδιαφορούμε για το παρελθόν. Θεοποιείται το παρόν . Το παρελθόν προσεγγίζεται με τρόπο ανιστορικό. Αποδείχτηκε με εμφατικό τρόπο με αφορμή τη συζήτηση που έγινε για τον Μ. Καραγάτση. Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του έργου του, ο οπτική ήταν ανιστορική. Υπενθυμίζω την άποψη της Γαλανάκη.
Το μυθιστόρημα σας «Οδό Οφθαλμιατρείου», που αναφέρεται στην ιστορία του Κώστα Κρυστάλλη απέσπασε σημαντικές κριτικές, βραβεία και ανήκει στα ευπώλητα και πολυδιαβασμένα βιβλία της εποχής. Η ευρεία αποδοχή του βιβλίου αυτού με τη συγκεκριμένη θεματολογία δεν ήταν δεδομένη, ούτε και απαραίτητα αναμενόμενη. Ήταν μάλλον ρίσκο που πήρατε απέναντι στο αναγνωστικό κοινό των ημερών μας. Νιώθετε μια ηθική δικαίωση για την επιλογή σας και ίσως μια ψυχική λύτρωση για το ιστορικό πρόσωπο του Κώστα Κρυστάλλη;
Όντως, το μυθιστόρημα «Οδός Οφθαλμιατρείου» ενείχε ρίσκο αφηγηματικό , πρωτίστως. Δεν ήθελα να γράψω μια βιογραφία του Κρυστάλλη. Με διήγειρε ως πεζογράφο ένα άλλο είδος. Ένα μυθιστόρημα, το οποίο θα έφερε τον ποιητή και πεζογράφο από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Αυτό το σημείο με ταλαιπώρησε πολύ.
Και γι’ αυτό επινόησα τον Κρυστ, ένα νεαρό ελληνοαμερικανό που αφήνει την καριέρα του οικονομολόγου και τα χρήματα που αυτή συνεπάγεται, μια στρωμένη ζωή και επιλέγει την εσωτερική καταβύθιση, επιζητώντας να ανακαλύψει τον εαυτό του: την ευαισθησία, τη γραφή, την αγάπη για τα βουνά, την περιπέτεια, την ένταξη κάποιων άλλων αξιών στη ζωή ενός νέου σύγχρονου που ζει σε περιβάλλον διαδικτυακό , με διαφορετικές εμπειρίες.
Αυτή η παράλληλη πορεία και αναζήτηση του Κρυστάλλη είναι μια διάσταση που έθεσε σε άλλη βάση το μυθιστόρημα. Απομάκρυνε τον κίνδυνο να θεωρηθεί ως εγχείρημα παρωχημένο που δεν ενδιαφέρει τους σύγχρονους νέους. Τι ζητάει ένας Κρυστάλλης που ο Περάνθης τον παρέδωσε στο δικό του μυθιστόρημα (Ο Τσέλιγγας) ως τσομπάνο; Είχα την εντύπωση ότι θα ήταν αδιάφορο το αποτέλεσμα.
Με ταλαιπώρησε αρκετά το ξεκίνημα. Εγκυμονούσε ο κίνδυνος να στραβώσει εξ αρχής ο μυθοπλαστικός μου στόχος. Κατέληξα στην απόφαση να δημιουργήσω έναν νέο ήρωα, που θα έχει όλα τα γνωρίσματα της γενιάς του διαδικτύου. Μοντέρνος, να ζει στο κέντρο της νεωτερικότητας, στις Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής. Σταδιακά αποκρυσταλλώθηκε η σκέψη και έδωσα σάρκα και οστά στον συν- πρωταγωνιστή του Κρυστάλλη, τον συνομιλητή του ποιητή και πεζογράφου. Θα ήταν ένας νέος σε κρίση πολιτισμικής και κοινωνικής ταυτότητας, μια διάσταση υπαρκτή σε πολλά νέα παιδιά, τα οποία εγκλωβίζονται στο αδιέξοδο μιας καριέρας, η οποία καταλήγει σε εσωτερικό κενό.
Η επινόηση του Κρυστ, που θα μπορούσε να αναγνωστεί και ως νεωτερική εκδοχή του Κρυστάλλη, έθετε εξ αρχής το αφηγηματικό πρόβλημα. Με ποιον τρόπο γίνεται αυτό; Η αμηχανία της αρχής αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι έγραψα πρώτα το τρίτο κεφάλαιο. Είναι η σκηνή που τοποθετείται στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω (πρώην Οφθαλμιατρείου). Στη γωνία , στο υπόγειο, υπήρχε το τυπογραφείο του Παπαγεωργίου, εκεί που επιδεινώθηκαν τα προβλήματα της υγείας του (φυματίωση). Το σημείο αυτό είναι πολύσημο διαχρονικά. Εκεί σκοτώθηκε ο Πέτρουλας. Ο Κρυστ επισκέπτεται τον τόπο και συναντιέται με τη σκιά του Κρυστάλλη, στον απόηχο των διαδηλώσεων στη Σταδίου λόγω της πολλαπλής κρίσης στη δεκαετία του 2010.
Η συνάντηση των δύο κρίθηκε επιτυχής και το επόμενο βήμα ήταν να γράψω τα πρώτα κεφάλαια χαρτογραφώντας την προσωπικότητα, τη ζωή του Κρυστ και ταυτόχρονα αξιοποιώντας τον γλωσσικό και θεματολογικό πλούτο του Κρυστάλλη, με σκοπό να γίνει η περιδίνηση ανάμεσα στο παρόν και το παρόν και αντίστροφα.
Επιπλέον, η επινόηση του Κρυστ ήταν και μια προσομοίωση της κρίσης στον λογοτεχνικό κανόνα. Το διαδικτυακό περιβάλλον δημιούργησε νέες ευκαιρίες. Ωστόσο, η κοινωνική και οικονομική κρίση διαμόρφωσε νέες συνθήκες στη λογοτεχνική γραφή. Η προσωπική ενδοσκόπηση των πεζογράφων- και ποιητών- αλλά και η καταβύθιση στη λογοτεχνία του παρελθόντος θα μπορούσε να γίνει μια ευκαιρία για επανεκτίμηση της δικής τους θέσης.
Όλοι οι δημιουργοί νιώθουν ικανοποίηση , όταν το αναγνωστικό κοινό ανταποκρίνεται στις αφηγηματικές τους προτάσεις. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω , ωστόσο, τον όρο « δικαίωση». Ικανοποίηση, ναι. Και γι’ αυτό ευχαριστώ τους αναγνώστες/ τριες, όλους όσους πρόσεξαν το βιβλίο, ιδίως την κριτική επιτροπή του The Athens Prize for Literature του περιοδικού Δέκατα που ξεχώρισαν την «ΟΔΟ» κρίνοντάς την άξια για το βραβείο ελληνικού μυθιστορήματος(2020).
Είναι μια ικανοποίηση για την εκτίμηση πως συχνά υποτιμούμε το αναγνωστικό κοινό. Οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Αποδεικνύεται πως οι αναγνώστες/ τριες έχουν άλλα κριτήρια και εκτιμούν βιβλία και συγγραφείς που οι δημιουργοί τα τοποθετούν στο περιθώριο. Και κάτι ακόμη. Κάποιος φίλος λογοτέχνης, σε συζήτηση που είχαμε, διετύπωσε τον ισχυρισμό ότι οφείλουμε να γράφουμε γι’ αυτό που αρέσει στον κόσμο. Η «ΟΔΟΣ» απέδειξε ότι δεν γνωρίζουμε τι αρέσει στο αναγνωστικό κοινό. Ή δεν ξέρουμε πώς να τους το αφηγηθούμε..
Οι τίτλοι των βιβλίων σας μόνο συνηθισμένοι δεν μπορούν να θεωρηθούν. Ας αναφέρουμε την «Οδό Οφθαλμιατρείου» και τον τίτλο του τελευταίου σας μυθιστορήματος, το «Δρολάπι». Η επιλογή τίτλου για ένα μυθιστόρημα είναι μια κρίσιμη απόφαση. Πώς προσεγγίζετε αυτή τη διαδικασία και ποιο είναι το πιο δύσκολο μέρος της; Υπάρχει κάποιος τίτλος που σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα στην επιλογή του;
Όντως, οι δύο τίτλοι (Οδός Οφθαλμιατρείου, Δρολάπι) ξάφνιασαν αλλά και προβλημάτισαν τους αναγνώστες/ τριες. Ο πρώτος (Οδός…) προκάλεσε απορία όσον αφορά την αναγκαιότητα επιλογής του. Πλέον , δεν υπάρχει αυτή η οδός , έχει αντικατασταθεί από άλλη οδωνυμία (Εδουάρδου Λω). Κατανοούσαν ότι σχετιζόταν με την οργάνωση του χώρου. Ωστόσο, μετεωριζόταν η απορία για τη σύνδεσή του με την υπόθεση του μυθιστορήματος. Στη δεύτερη περίπτωση (Δρολάπι) ο τίτλος προκάλεσε μεγάλη απορία. Μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού δεν ήξερε τη λέξη, συνεπώς χρειαζόταν να μεταβεί στο οπισθόφυλλο, να διαβάσει το ενημερωτικό σημείωμα και να αποκτήσει ερεθίσματα για ανάγνωση του μυθιστορήματος.
Η επιλογή τίτλου έχει αναδειχτεί σε ειδικό κλάδο των φιλολογικών μελετών (Τιτλολογία) που έχει απασχολήσει τους ερευνητές/ τριες γενικότερα[1], ειδικότερα στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια[2]. . Και πολύ προσφυώς, γιατί είναι το γαλλικό κλειδί « σε ένα βιβλίο και, χάρη στο βιβλίο, το κλειδί στη γλώσσα και στην κοινωνία»[3].
Ο τίτλος , συνεπώς, δεν είναι μια απλή λέξη, η οποία υπάρχει στο εξώφυλλο, και την οποία ο αναγνώστης/ τρια την παρακάμπτει , ή την αγνοεί, μεταβαίνοντας στο κείμενο. Αντίθετα, είναι ο χώρος υποδοχής του αναγνωστικού κοινού και οι πρώτες εντυπώσεις οφείλουν να είναι δηλωτικές των προθέσεων του συγγραφέα. Ένα άρθρο, μια πρόθεση, μπορεί να δίνει άλλη κατεύθυνση στις συγγραφικές προθέσεις. Θα παραθέσω, στο σημείο αυτό, την εμπειρία μου από τη λειτουργία του τίτλου ενός άλλου μυθιστορήματός μου. Ο τίτλος ήταν « Η Σκιά της Μίκας» (Ταξιδευτής, 2013). Στόχος στην επιλογή του ήταν να διεγείρει το ενδιαφέρον . Ποια ήταν η σκιά της Μίκας, της πρωταγωνίστριας; Πρόθεσή μου ήταν να τονιστεί η διαρκής αναζήτηση των ιχνών μιας φεύγουσας μυθιστορηματικής περσόνας. Αρκετοί παράλλαζαν τον τίτλο, ερωτώντας με για ένα άλλο βιβλίο , « Στη σκιά της Μίκας». Ο τίτλος μετέθετε το βιβλίο στην κατηγορία των ερωτικών μυθιστορημάτων. Η Μίκα , η πρωταγωνίστρια, μεταμορφωνόταν σε κυριαρχικό, καταπιεστικό πρόσωπο, στη σχέση της με το οικείο περιβάλλον. Υπ’ αυτή την έννοια, έχει απόλυτο δίκιο ο Λοτζ[4], ότι ο τίτλος είναι η πρώτη επαφή του αναγνωστικού κοινού με το βιβλίο, το οποίο μπορεί να καθορίσει και την εξέλιξη της σχέσης τους.
Ο τίτλος επιτελεί πολλαπλούς ρόλους στην προσπάθεια για εγκαθίδρυση μιας αγαπητικής σχέσης του αναγνώστη/ τριας με το βιβλίο. Αν αλλάξει «ο τίτλος ενός πίνακα ζωγραφικής, θα ήμασταν μπροστά σε ένα διαφορετικό έργο τέχνης», σχολιάζει ο Λέβινσον[5]. Πέρα απ’ αυτά, το βιβλίο γίνεται κι ένα εμπόρευμα. Εκτίθεται στους πάγκους και τα ράφια των βιβλιοπωλείων, στις εκθέσεις, διεκδικώντας την προσοχή του αναγνωστικού κοινού. Ο τίτλος , λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει και ως διαφημιστικό άγκιστρο[6]. Να μην προσπεράσει αδιάφορα ο αναγνώστης/ τρια. Να σταματήσει μπροστά του, να το ξεχωρίσει και να το πάρει στα χέρια του.
Επιστρέφοντας στην επιλογή των τίτλων των δύο πρόσφατων μυθιστορημάτων μου, δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι δεν με απασχόλησαν όσα οι ερευνητές/ τριες επισημαίνουν. Ήταν σύνθετη η διαδικασία της επιλογής, να συμπεριλάβω, με άλλα λόγια, όλα όσα προαναφέρθηκαν. Πρωτίστως, να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που ο Μπαρτ αποκαλεί ορεκτική λειτουργία του τίτλου, σχολιάζοντας τον τίτλο του διηγήματος του Πόε «Τα πραγματικά γεγονότα στην περίπτωση του κυρίου Βαλτεμάρ»[7].
Ο τίτλος λειτουργεί ως «διαλάλημα» ενός εμπορεύματος, κατά τον Μπαρτ. Για κάθε βιβλίο, ιδιαίτερα τα μυθιστορήματα, προηγείται η διαφημιστική διαδικασία, ώστε να κοινολογηθεί η κυκλοφορία του , με σκοπό να επιλεγεί από το αναγνωστικό κοινό, ώστε να διαμορφωθεί η σχέση πνευματικής και συναισθηματικής επικοινωνίας.
Για το μυθιστόρημα « Οδός Οφθαλμιατρείου» ήθελα να αποφύγω την αναφορά του Κρυστάλλη στον τίτλο. Δεν ήταν το βιβλίο μυθιστορηματική βιογραφία. Ήταν κάτι περισσότερο. Επιδίωκα να προσθέσω ένα νέο πρόσωπο, εκπρόσωπο μιας γενιάς που αναζητεί την εσωτερικότητά του σ’ έναν κόσμο που δεν ευνοεί την καταβύθιση και τη δημιουργική σχέση με το παρελθόν. Για τον λόγο αυτό επέλεξα ως τίτλο το όνομα της οδού, όπου ξεκίνησε η περιπέτεια του Κρυστάλλη. ένα δρόμο όπου συναντιούνται πολλές μεταγενέστερες γενιές. Με ενδιέφερε να χρησιμοποιήσω ως αφετηρία το αστικό κέντρο ως αφετηρία για μνημονική ανάκληση και επικοινωνία με την ύπαιθρο .
Στο άλλο μυθιστόρημα (Δρολάπι) η επιλογή ήταν πιο πολύμοχθη. Κατέληξα στην επιλογή, μετά από συζητήσεις με πολλούς, κυρίως με την επιμελήτρια του βιβλίου. Το δρολάπι προκαλεί ερωτήματα. Τι είναι αυτό; Δεν μένει αδιάφορο το αναγνωστικό κοινό. Επομένως, κερδίζεται η πρώτη εντύπωση ώστε να εξελιχθεί η αναγνωστική εντύπωση σε σχέση.
Πέρα απ’ αυτά, η λέξη είναι συμπεριληπτική των συγγραφικών μου προθέσεων. Με ενδιέφερε να αποδίδεται ο βασικός άξονας του μυθιστορήματος, που είναι η περιδίνηση των πρωταγωνιστών σε τόπους, ψυχολογικές καταστάσεις, ταυτοτικές αβεβαιότητες, συναισθηματικές σχέσεις, θέσεις απέναντι στα οικολογικές , κοινωνικές και πολιτισμικές ανατροπές. Ακόμη, ήταν ζωηρή μου επιθυμία να χρησιμοποιήσω μια λέξη ξεχασμένη, αρχειοθετημένη στα λεξικά. Θεωρώ ότι η λογοτεχνία οφείλει να ανασύρει τις λέξεις από την αχλή του παρελθόντος. Συνεπώς, η επιλογή της λέξης «δρολάπι» για τίτλο υποδηλώνει και την ενότητα της γλωσσικής κληρονομιάς.
Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, το «Δρολάπι», πολλοί από τους χαρακτήρες σας προσπαθούν να ξαναβρούν τον εαυτό τους μετά την κατάρρευση, για διαφορετικούς λόγους, του κόσμου που είχαν μάθει να θεωρούν δικό τους. Το μήνυμα σας μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας και των ηρώων της είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους και να βρουν την αληθινή τους ταυτότητα μετά από μια απόλυτη συντριβή. Τι σας ώθησε να εξερευνήσετε αυτή τη θεματολογία;
Η θεματολογία συγκροτείται σαν τα κρύσταλλα που μαζώχτηκαν», κατά την έκφραση του Εμπειρίκου στο ποίημά του «Του Αιγάγρου» (Οκτάνα). Με άλλα λόγια, οι εμπειρίες ζωής, τα βιώματα, τα διαβάσματα, η σχέση με την κόσμο , το σύστημα κοσμολογίας, όλα αυτά προσφέρουν τα κρύσταλλα, τα οποία ρέουν στην αφηγηματική κοίτη του δημιουργού με πολλούς τρόπους, συχνά υποσυνείδητους, και φτιάχνουν θεματολογικά, αφηγηματικά πάρκα.
Όλα αυτά συγκροτούν το σύμπαν του πεζογράφου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του δημιουργού εν γένει. Το αιτούμενο είναι ο βασικός αφηγηματικός άξονας και ο τρόπος που εντάσσονται τα «κρύσταλλα» στο βασικό θέμα, υπηρετώντας την αφηγηματική στόχευση. Τα μοτίβα των ανθρωπίνων σχέσεων, η κρίση, προσωπική και συλλογική, το οικολογικό ζήτημα είναι διαχρονικά ζητήματα, τα οποία αποτελούν θεματικούς άξονες σε πολλά μυθιστορήματα. Ωστόσο, δεν ήταν στις δικές μου προθέσεις να παραθέσω « κρύσταλλα», δηλαδή πολλά μοτίβα, προκειμένου να εντυπωσιαστεί ο αναγνώστης/ τρια. Αυτό το σημείο είναι κομβικό , ώστε να απομακρυνθεί ο μελετητής από τον πειρασμό της προσέγγισης του μυθιστορήματος ως παράθεσης μοτίβων που βαραίνουν την αφήγηση. Η αφηγηματική μου ανησυχία ήταν , με άλλα λόγια, πώς τα επιμέρους κρύσταλλα μπορούν να συναρθρωθούν , υπηρετώντας τη διαδικασία κατανόησης της προσωπικής και συλλογικής σχέσης του ανθρώπου με όσα υπάρχουν μέσα του και γύρω του, όταν ανακύπτουν οντολογικά, υπαρξιακά ζητήματα.
Η αφορμή, η ώθηση όπως την χαρακτηρίζετε, ώστε τα υπάρχοντα « κρύσταλλα» να συγκροτηθούν σε ενιαίο , αφηγηματικό κείμενο ήταν , από τη μια μεριά, η κατάρρευση της γέφυρας της Πλάκας στα Τζουμέρκα της Ηπείρου, την 1η Φεβρουαρίου 2015, και, από την άλλη, η πολλαπλή και μακροχρόνια κρίση: οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, περιβαλλοντική, υπαρξιακή. Η γέφυρα, η μεγαλύτερη μονότοξη, πετρόκτιστη γέφυρα του 19ου αιώνα, κατέρρευσε υπό την πίεση ενός ισχυρού καιρικού φαινομένου, ενός δρολαπιού. Ωστόσο, το γεγονός είναι, κατά βάση, ανθρωπογενές. Το φυσικό φαινόμενο απλώς έβαλε τη δική του υπογραφή στην αδιαφορία των ηγετών αλλά και πολλών πολιτών να εξασκηθούν στην επικοινωνία με τη φύση.
Η γέφυρα της Πλάκας προσφέρει τον τόπο και τον χρόνο, ώστε όλα τα επιμέρους κρύσταλλα να συναρθρωθούν, για να διερευνηθούν τα οντολογικά και υπαρξιακά ζητήματα. Η πρώτη ύλη, τα « κρύσταλλα» προϋπήρχαν. Τίποτε δεν προκύπτει εν κενώ. Μια πυορροούσα πληγή επωάζεται επί μακρόν. Οι άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται και εκπλήσσονται όταν κάτι συμβαίνει.
Νομίζω πως η σχέση του ανθρώπου και των κοινωνιών με την κρίση, με την πτώση, είναι ένα διαχρονικό ζήτημα, που διατυπώνεται με πολλαπλούς τρόπους στην τέχνη. Το μυθιστόρημα εντάσσεται σ’ αυτή την ομάδα λογοτεχνικών κειμένων. Ποια είναι η θέση των ανθρώπων μπροστά στη συντριβή , στην κατάρρευση του κόσμου στον οποίο όμνυαν; Προφανώς, το μυθιστόρημα ούτε ηθικολογεί ούτε κουνάει το δάκτυλο, μέσα από έναν «πρεπει-σμό».
Η αλληλεπίδραση των ηρώων σας με τη φύση και τα ζώα επηρεάζει την ψυχολογία των χαρακτήρων τους και τους βοηθά να επαναπροσδιορίσουν τις ζωές τους. Η σχέση με τα ζώα παρουσιάζεται λυτρωτική και μάλιστα με ζώα που δεν είναι συνήθης η παρουσία τους στα λογοτεχνικά δρώμενα. Ποιος είναι ο ρόλος των ζώων στην ανάκαμψη των ηρώων σας;
Τα ζώα κατέχουν βασική θέση στο μυθιστόρημα. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά αν λάβουμε υπόψη ότι η ουσιαστική διάσταση της οντολογικής κρίσης σχετίζεται με την απομάκρυνση του ανθρώπου από το περιβάλλον, η απονέκρωση του αισθήματος ότι αποτελεί μέλος του σύμπαντος. Η αλαζονεία της τεχνολογικής επανάστασης δημιούργησε πολλές εκρήξεις εγωτισμού. Είναι γνωστή η αμετροέπεια και η αίσθηση υπεροχής που καλλιέργησε η τεχνολογία στον άνθρωπο. Έτσι, από τον έντρομο άνθρωπο προηγούμενων αιώνων, ο οποίος προσπαθούσε να κατανοήσει τα όσα συνέβαιναν γύρω του, μυθοποιώντας και μυθολογώντας αυτά, καταλήξαμε στον αλαζόνα τεχνοκαβαλάρη που πίστεψε ότι είναι ο μικρός θεός, τον οποίο όλα μπορούν να τον υπηρετήσουν.
Τα ζώα , λοιπόν, δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία στην αφήγηση. Επωμίζονται τη διερμήνευση μιας άλλη σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Δεν προστίθενται , με άλλα λόγια, ως εγχρωματισμένες, αφηγηματικές πινελιές. Το παραμύθι είναι ο δάσκαλος για τον ουσιαστικό, αφηγηματικό ρόλο των ζώων σε μια αφήγηση. Στο «Δρολάπι» το κατσικάκι πέφτει σε μια λακκούβα, η οποία ανοίχτηκε με σκοπό την οικολογική παρέμβαση για την τοποθέτηση ανεμογεννητριών. Στην ίδια λακκούβα πέφτει και ο Κώστας, ένας από τους ήρωες.
Κοινή γαρ η τύχη ζώων και ανθρώπων , όλων των όντων, όταν το περιβάλλον καταστρέφεται. Το κατσικάκι, σ’ αυτή την περίπτωση, λειτουργεί ως λανθάνουσα συνείδηση του Κώστα, του ανθρώπου. Το δίλημμα που τίθεται είναι αν ο άνθρωπος θα αναταχθεί , μέσα από την πολυποίκιλη κρίση, σε αντιπαράθεση με το ζωικό και φυσικό περιβάλλον. Μπορεί να επιβιώσει; Η διαδικασία αυτή απαιτεί συνειδητοποίηση, κάτι που δεν αποκτιέται αυτοματοποιημένα. Είναι μια αργή διαδικασία, με πολλές παλινδρομήσεις. Το κατσικάκι επιφορτίζεται τα συνειδησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ανθρώπινος πολιτισμός, μπροστά στην καινοφανή κρίση του 21ου αιώνα.
Ειδικό βάρος , μόλο που δεν είναι διακριτό με την πρώτη ματιά, έχει η παρουσία του σπουργιτιού αλλά και του κορακιού στη ζωή του Μάχου και της Αρσινόης, που πλέουν σε αχαρτογράφητα μνημονικά ύδατα και υποφέρουν ψυχοσωματικά εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Η εισαγωγή των πουλιών στην αφήγηση στοχεύει στον σχολιασμό της ψυχολογικής τους ταλάντωσης (σπουργίτι). Διαμορφώνεται ένας δευτερεύων αφηγηματικός ήρωας, κάτι αντίστοιχο με τον μαγικό βοηθό στο παραμύθι. Μόνο που στην περίπτωση του μυθιστορήματος δεν αλλάζει τον ρου της αφήγησης. Λειτουργεί το σπουργίτι ως παραμυθία, ως αποδέκτης ενός μονοφωνικού διαλόγου.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το κοράκι, που έχει αναφορές και στο στερεότυπό του που συναντιέται στον λαϊκό πολιτισμό αλλά και το ομότιτλο ποίημα του Πόε. Υπονομεύεται αυτό το στερεότυπο και το κοράκι εμφανίζεται ως καλός άγγελος. Γίνεται ως ο άφωνος εξομολόγος για την Αρσινόη, η οποία αντλεί ψυχική δύναμη να παρασταθεί στον άφωνο Μάχο.
Εν ολίγοις, τα πουλιά λειτουργούν παραδειγματικά στην αφήγηση και είναι ισότιμοι αφηγηματικοί εταίροι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Στο «Δρολάπι», αναφέρεστε στις κοινωνικές επιπτώσεις των μνημονίων στην Ελλάδα, στην οικονομική καταστροφή που μας επηρέασε βαθιά αλλά απεικονίζετε και τη ζωή ανθρώπων που έγιναν άστεγοι λόγω της κρίσης. Υπάρχουν προσωπικές ιστορίες που σας ενέπνευσαν;
Δεν υπάρχουν βιώματα. Εμπειρίες πολλές. Ήταν τραυματική η συνάντηση με πολίτες στον Βόλο, που στο παραλιακό μέτωπο, καθώς μετέβαινα στο πανεπιστήμιο, με σταματούσαν άνθρωποι γνωστοί, για τους οποίους δεν είχα την εντύπωση ότι αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Με σταματούσαν στον δρόμο ζητώντας μου κάποια «ψιλά». Οφείλω να πω ότι ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Θεωρούσα πως είχα κι εγώ ευθύνη που βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι στον δρόμο, εκτεθειμένοι στην πείνα και στην αστεγία. Ένιωσα αμηχανία όταν με πλησίασε πολίτης στην Αιόλου στην Αθήνα και με παρακάλεσε να του αγοράσω μια τυρόπιτα. Μια τυρόπιτα πού να πάρει ο διάολος, τι ψυχή έχει μια τυρόπιτα. Η τυρόπιτα της κοινωνικής αναλγησίας. . Ντρεπόμουν να πλησιάζω τους άστεγους στις εσοχές των δρόμων.
Όμως, γνώρισα το φαινόμενο της αστεγίας μέσω του περιοδικού «Σχεδία», στην Αθήνα. Με κάλεσαν για μια διάλεξη για τη μοναξιά και τα γραφεία συνοικεσίων. Αντί να τους μιλήσω εγώ, οι πωλητές του περιοδικού, που βίωσαν την αστεγία, άρχισαν να λένε τις ιστορίες τους που αποτέλεσαν για μένα βίαιη εισαγωγή σ’έναν κόσμο που βημάτιζε δίπλα μας, αλλά αδιαφορούσαμε για την ύπαρξή του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κώστας στο Δρολάπι , του οποίου η ιστορία δεν σχετίζεται με κάποιους από τους άστεγους πωλητές, επιστρέφει σ’ έναν « κανονικό» βίο μέσω της υποστήριξης του περιοδικού. Γι’ αυτό και η δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην οδό Κολοκοτρώνη, στην Αθήνα, στην έδρα του περιοδικού, ενώ ομιλητής ήταν ο Μιχάλης, ένας πρώην άστεγος.
Πώς καταφέρνετε να ισορροπήσετε τη ρεαλιστική απεικόνιση κοινωνικών προβλημάτων με την αφηγηματική τέχνη; Υπάρχουν δυσκολίες σε αυτό το εγχείρημα; Τι είδους έρευνα απαιτείται για να δημιουργήσετε χαρακτήρες και καταστάσεις που αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα της οποιασδήποτε κρίσης;
Οφείλω να ομολογήσω τη θητεία μου στο παραμύθι , που είναι ο μέγας δάσκαλος στην ισορροπία στην αφηγηματικό δοκό. Ακόμη χάριτες οφείλω στις λαϊκές αφηγήσεις, στον λαϊκό λόγο, που χαρακτηρίζεται για την ικανότητα να περιγράφει αναλυτικά και ταυτόχρονα να καθιστά ελκυστική την αφήγηση.
Δεν ξέρω αν ο συνδυασμός αυτός ενέχει δυσκολίες. Ωστόσο, η αφήγηση , αν δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, αγκομαχάει, προκαλώντας αφηγηματική δυσανεξία στο αναγνωστικό κοινό. Θα προσέθετα ότι η διασφάλιση αυτών των στοιχείων προϋποθέτει μαθητεία στον λαϊκό λόγο. Στην εποχή μας δεν ακούγεται, αν δεν απαξιώνεται ο λαϊκός λόγος ως αφελής έκφραση ενός παρελθόντος πολιτισμού. Η μαθητεία στις παροιμίες, στο παραμύθι , στις λαϊκές παραδόσεις είναι απαραίτητη, πέρα από τις τεχνικές της δημιουργικής γραφής. Η προσφυγή σους παλιούς αφηγητές, όσοι/ ες έχουν απομείνει, θα έπρεπε να είναι το πρώτο βήμα για τους πεζογράφους. Η αφήγησή τους μπορεί να λειτουργήσει ως ένα ζωντανό εργαστήρι, όπου θα ανιχνευθούν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, στα οποία αναφερθήκατε.
Χρειάζεται προσοχή, ωστόσο. Αν δεν επιτευχθεί βαθύτατη επικοινωνία με τη λειτουργία αυτού του λόγου, επικρέμαται ο κίνδυνος η άντληση υλικού να εξελιχθεί σε αφηγηματική καρικατούρα. Διευκρινιστικά, θα προσέθετα ότι η δική μου επωφελής σχέση με όλα αυτά προκύπτει και από τη μακρόχρονη άσκηση στην επιτόπια έρευνα, η οποία με διευκολύνει να διεισδύσω στη λαϊκή ψυχολογία και πώς αυτή μορφοποιείται στην έκφρασή της. Παράλληλα με όλα αυτά, επωφελής γίνεται και η συστηματική μελέτη των αφηγηματικών κειμένων των μαστόρων του λαϊκού λόγου (Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Κρυστάλλη, Μηλιώνη, Δημητρίου).
Ασφαλώς, απαιτείται διερεύνηση της σύγχρονης κοινωνίας των κρίσεων και των αλλαγών , ώστε οι ήρωες/ ίδες, να μπορούν να έχουν αληθοφάνεια. Αναμφίβολα , χρειάζεται μελέτη βιβλίων επιστημονικών (ανθρωπολαογραφία, ιστορία, κοινωνιολογία), που ασχολούνται με τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, τις νοοτροπίες τους αλλά και με τις κοινωνικές τάσεις. Η ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών είναι μια άλλη πηγή για την άντληση πληροφοριών. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η συζήτηση με άτομα που έχουν βιώσει καταστάσεις ή μπορεί να συνοψίζουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά των αφηγηματικών ηρώων. Σε κάθε περίπτωση, ο πεζογράφος χρειάζεται να α. Διαβάζει συστηματικά μελέτες για όσα προαναφέρθηκαν, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε φωτοτυπική ανασύνθεση της εποχής .β. Οξύνει την παρατηρητικότητά του. Και για να είναι αποτελεσματική αυτή η μέθοδος απαιτείται να βγει έξω από τον μικρόκοσμο της λογοτεχνίας. Να επιδιώξει ώσμωση με τον κόσμο που θα αναπαραστήσει.
Πώς βλέπετε τη σχέση μεταξύ τέχνης και κοινωνίας σε περιόδους κρίσης; Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να παίξει ρόλο στην αλλαγή της κοινωνικής συνείδησης; Θεωρείτε ότι συμβάλλετε σε κάτι τέτοιο μέσω των βιβλίων σας;
Όντας στην αφετηρία για την απάντηση στο ερώτημά σας, νιώθω σαν τον Χανς Κάστροπ, τον νεαρό ήρωα στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν[8], ο οποίος έβαλε τα υπάρχοντά του σ’ έναν ταξιδιωτικό σάκο και ξεκίνησε το ταξίδι του στο μαγικό βουνό αναζητώντας την ίασή του εκεί.
Νομίζω ότι ο Μαν ορίζει, με υπαινικτικό τρόπο, τον ρόλο της λογοτεχνίας, τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη/ τρια. Συμφωνώ με τον Τζιόβα πως η απάντηση στο τι είναι λογοτεχνία δεν είναι μια « ιδεαλιστική προκατάληψη», σύμφωνα με ορισμένους, κατά τους οποίους « η λογοτεχνία ως κατηγορία προϋπάρχει a priori και αυτό που απαιτείται είναι να επισημανθούν τα ειδοποιά της γνωρίσματα αποσιωπώντας έτσι την κοινωνική καταγωγή και λειτουργία της ηθικής»[9] .
Ο Μαν δεν έχει μια θεολογική αντίληψη για τη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας δημιουργεί έναν ήρωα που αναζητεί το ιαματικό φίλτρο για την υγεία του, ενώ ο αναγνώστης/ στρια γίνεται μέλος της ταξιδιωτικής συντροφιάς με σκοπό να ανακαλύψει τα αγαθά της αναγνωστικής εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει κοινωνικά κινήματα και να δράσει ως θρυαλλίδα αλλαγής συνειδήσεων, οι οποίες μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο. Αυτό που μπορεί να επιτύχει η λογοτεχνία είναι να προσφέρει το μαγικό ταξίδι στην αναγνωστική Ιθάκη. Στην περίπτωση αυτή το αναγνωστικό κοινό μυείται στον κόσμο των λέξεων και των αισθημάτων, στις κοινωνικές συγκρούσεις και στα ιστορικά γεγονότα, στα πάθη και τα έντονα συναισθήματα. Η ανάγνωση λειτουργεί, στη διάρκεια αλλά και στο τέλος της αναγνωστικής περιπέτειας- αλλά και μετά απ’ αυτήν- ως το μαγικό φίλτρο που ανακαλύπτει ο ήρωας του παραμυθιού. Είναι αυτό που επαναφέρει τον αγαπημένο/η σε μια ανθρωπινή κατάσταση.
Ακριβώς αυτό προκαλεί το λογοτεχνικό ταξίδι, την προσωπική κάθαρση μέσα από τη βίωση του αφηγηματικού ταξιδιού, που προκαλεί ταυτίσεις, βίωση αισθημάτων και αναστοχασμό σε ό,τι αφορά τον πραγματικό κόσμο. Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας, στη διάδρασή της με το αναγνωστικό κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει μυθιστόρημα, αν δεν προτίθεται να έχει συνεπιβάτες. Παραφράζοντας τον Φουέντες, θα έλεγα ότι δεν είναι αδιάφορη η καταμέτρηση αναγνωστών. Με άλλα λόγια, να καταγράφεται ένα μυθιστόρημα στα μπέστ σέλλερς. Όμως, η ουσιαστική λειτουργία της λογοτεχνίας προκύπτει όταν δημιουργεί αναγνώστες, γεγονός που δρα ως απελευθερωτική διαδικασία.
Αυτό επισημαίνει και ο μυθιστοριογράφος Ατλάν, ο οποίος φυλακίστηκε στις τουρκικές φυλακές. λόγω των φρονημάτων του . Γράφει. « Ίσως να έχουν τη δύναμη να με βάλουν στη φυλακή, όμως κανένας δεν έχει τη δύναμη να με κρατήσει στη φυλακή. Όπου και να με κλείσετε, θα ταξιδέψω ανά τον κόσμο πάνω στα ατελείωτα φτερά του μυαλού μου» (1919, 13).
Το μυθιστόρημα, γενικότερα η λογοτεχνία, οξύνει την όραση και διαμορφώνει συνθήκες για αφηγηματικά ταξίδια. Προσθέτει την έννοια της ελευθερίας, πέρα από τους οιουσδήποτε καθεστωτικούς περιορισμούς και λογοκρισίες. Αυτή την αφηγηματική δύναμη της τέχνης, να απελευθερώνει, διατυπώνει με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, ο Κάλας. « Η τέχνη είναι μπαρουταποθήκη», γράφει[10] . Και διευκρινίζει. «Η τέχνη δεν είναι ποτέ συναισθηματική, ποτέ ηθική. η τέχνη είναι εναντίον της καθεστηκυίας τάξης , εναντίον της κυρίαρχης τάξης, εναντίον κάθε κονφορμισμού, εναντίον των αγάδων κάθε είδους».
Ο Κάλας διασαφηνίζει την άποψή του για τον στόχο της τέχνης κάθε μορφής. Ο Χάντκε μεταφέρει την άποψη στον χώρο της πεζογραφίας, εν είδει αποστάγματος από τη συγγραφική διεργασία. «Σώπαινε γι’ αυτό που αγαπάς και γράφε γι’ αυτό που σε οργίζει και σε προκαλεί» (2022, 25).
Όμως, δεν αρκούν οι προθέσεις των δημιουργών, των μυθιστοριογράφων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η λογοτεχνία δεν είναι μονοφωνική . Αν συμβαίνει αυτό, τότε απομειώνεται η δυναμική της και προσμετράται μόνο ως εγγραφή στη γραμματολογία. Η δυνατότητα για παρέμβαση στο αναγνωστικό κοινό προϋποθέτει διεύρυνση του αναγνωστικού κύκλου. Και αυτό το έργο συναρτά την επιδραστικότητα της λογοτεχνίας με άλλους φορείς (εκδότες, θεσμικοί φορείς του δημοσίου,ΜΜΕ, κ.λπ.).
Η πρόθεση της λογοτεχνίας και η σχέση της με το αναγνωστικό κοινό μου θυμίζουν το παράδειγμα του Σισύφου, ο οποίος πεισματικά ανέβαζε την πέτρα- στόχο στην κορυφή του βουνού, στην υλοποίηση του στόχου. Αποτυχαίνει να φτάσει στην κορυφή και η προσπάθεια ξεκινάει πάλι από την αρχή. Αυτός είναι και ο διαρκής στόχος της λογοτεχνίας, με οποιαδήποτε μορφή: να ανεβεί στη κορυφή του λογοτεχνικού όρους.
Πρόσφατα εκδόθηκε «Η μάσκα», βιβλίο των Σπύρου Παπαλέξη και Γρηγόρη Αυδίκου. Ο Γρηγόρης είναι ο γιος σας. Επαγγελματικά δραστηριοποιείται στον νομικό χώρο, έχει ήδη εκδώσει τέσσερα βιβλία νομικού περιεχομένου αλλά πλέον ασχολείται και με τη λογοτεχνική συγγραφή. Πατέρας και γιος στο ίδιο μετερίζι. Ποιες οι δυσκολίες αλλά και ποιες οι χαρές μιας τέτοιας εξέλιξης; Πόσο πιστεύετε ότι τον επηρέασε συνειδητά ή υποσυνείδητα το δικό σας πρότυπο;
Με τον Γρηγόρη οι σχέσεις μας ήταν πάντοτε γόνιμες. Συμμετείχε μάλιστα, στις αρχές του 21ου αιώνα, που ξεκίνησα τη δημοσίευση των πρώτων μου λογοτεχνικών έργων, στη συζήτηση για τα χαρακτηριστικά κάποιων ηρώων, ιδίως δε στην έξοδο του μυθιστορήματος. Τότε, νεαρός ων, είχε ένσταση για τη συντριβή των ηρώων στη αφηγηματική έξοδο.
Δεν γνωρίζω αν τον επηρέασα. Το βέβαιο είναι ότι μεγάλωσε μέσα σε βιβλία , επιστημονικά κάθε είδους αλλά και λογοτεχνικά. Η φιλολογία ήταν- και είναι – παρούσα στο σπίτι, μιας και η μητέρα του, η Φωτεινή Λεοντάρη, είναι ικανότατη φιλόλογος. Ο ίδιος επέλεξε να σπουδάσει νομικά, μόλο που θα μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε επιστήμη. Έχει έναν ξεχωριστό ορθολογισμό στη σκέψη κι αυτό τον επηρέασε στην κατεύθυνση που επέλεξε. Θα έλεγα δε ότι περισσότερο κληρονόμησε τον κριτικό και δομημένο , τετραγωνισμένο λόγο της μητέρας του.
Η λογοτεχνία είναι ένας διαφορετικός δρόμος. Ουδέποτε είχε , στο παρελθόν, εκφράσει την επιθυμία να δοκιμαστεί στη λογοτεχνική δημιουργία. Με ξάφνιασε ευχάριστα αλλά και με σαφή περιέργεια το ότι το πρώτο του μυθιστόρημα συν- συγγράφηκε, με έναν άλλο γραφιά, τον Σπύρο Παπαλέξη. Πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, το οποίο , εκ του αποτελέσματος και της υποδοχής του, κρίνεται άκρως επιτυχές.
Είναι ενδιαφέρον να συνυπάρχεις με το παιδί σου στον ίδιο χώρο. Και αυτό δεν είναι καινοφανές, στη λογοτεχνία υπάρχουν αρκετά παραδείγματα. Δεν γνωρίζω αν τον επηρέασα. Ο πιο κατάλληλος να απαντήσει είναι ο ίδιος. Όμως, δεν θα ήθελα να ταυτιστεί μαζί μου. Είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ευαίσθητος άνθρωπος που αγαπά τα γράμματα. Κι αυτό που επιθυμώ είναι να αναπτυχθεί αυτόνομα ., χαράσσοντας τη δική του πορεία και αφήνοντας το δικό του ισχυρό αποτύπωμα. Η αποδοχή στον λογοτεχνικό χώρο είναι προσωπικό επίτευγμα. Τον παρακολουθώ, πλέον, ως ένα νέο συγγραφέα. Δύσκολο , πλην όμως χρειάζεται τον δικό του ζωτικό χώρο, τον οποίο θα τον κατακτήσει ο ίδιος, με την υποστήριξη του αναγνωστικού κοινού.
Χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες γραφής για σας; Εραστής του χαρτιού ή του πληκτρολογίου;
Δεν είμαι δύσκολος στη γραφή. Είμαι δύσκολος στη κυοφορία. Χρησιμοποιώ το χάρτινο ή ηλεκτρονικό σημειωματάριό μου για να καταγράψω σκέψεις, άξονες αφηγηματικούς, μοτίβα, χαρακτηριστικά προσώπων, ενδεχόμενους ήρωες/ ηρωίδες, κεφάλαια, τόπους. Όλα αυτά χρησιμοποιούνται ως αφόρμηση για να ξεκινήσω. Όμως, είναι κρίσιμη η περίοδος της κυοφορίας, τότε που όλα συνυπάρχουν με την καθημερινότητά μου. Επανέρχονται στην καθημερινή πεζοπορία μου, η οποία είναι ο πιο καθοριστικός χρόνος κατά τον οποίο μορφοποιούνται κάποια μοτίβα. Επανέρχονται , στον πρωινό καφέ, στις σιωπές μου.
Δεν πιστεύω στη ρομαντική αντίληψη για την έμπνευση , η οποία μπορεί να σε πετύχει στον ύπνο , γεγονός που σε διεγείρει ψυχοσυναισθηματικά- και σωματικά. Όλα αυτά οφείλονται στην ψυχοσωματική διέγερση όταν ένας δημιουργός εισέρχεται στην τελετουργική διαδικασία να ξεκινήσει το αφηγηματικό του ταξίδι σε αχαρτογράφητα, αφηγηματικά νερά.
Κρατώ σημειώσεις. Δεν συγκροτώ όμως ένα σχέδιο δομημένο, αντίστοιχο των αρχιτεκτονικών σχεδίων που συντάσσουν οι αρχιτέκτονες/ μηχανικοί. Κρίσιμο για εμένα είναι το ξεκίνημα του πρώτου κεφαλαίου, το οποίο συντάσσει αλλά και αναδιατάσσει όσα έχω σημειώσει. Το πρώτο κεφάλαιο που δεν είναι κατ’ ανάγκην το πρώτο στο μυθιστόρημα, λειτουργεί και ως αφηγηματικός σηματωρός στην αποσαφήνιση των δευτερευόντων ηρώων, των τόπων και άλλων λεπτομερειών. Όλα αυτά αποκρυσταλλώνονται στα τρία πρώτα κεφάλαια. Μοιάζει η εισαγωγή στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος σαν το ταξίδι σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, στο οποίο τα αντικείμενα και τα πρόσωπα αποκτούν υπόσταση όταν πλησιάζεις κοντά και διαλύονται τα νεφελώματα.
Γράφω πάντα στο γραφείο. Στον υπολογιστή μου. Χρησιμοποιώ το χάρτινο σημειωματάριο για σημειώσεις. Ωστόσο, γράφω πάντα στον υπολογιστή από το 1987 που αγόρασα τον πρώτο για τις ανάγκες της διδακτορικής μου διατριβής. Ήταν ένας Amstrad , χωρίς σκληρό δίσκο. Με μεγάλες δισκέτες. Τον αγόρασα στην Αθήνα, απέναντι από το Πολυτεχνείο, κι έμαθα στου Κασσίδη το κεφάλι, χωρίς εκπαίδευση. Μου κόστισε απώλεια κειμένων, γιατί έκανα αρκετά λάθη. Χρειάστηκα τη βοήθεια του πληροφορικάριου στην Αθήνα, ώστε να λύσω πολλά τεχνικά ζητήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στην πόλη μου , την Πρέβεζα , υπήρχαν μόνο τέσσερις υπολογιστές, τα δε καταστήματα πληροφορικής ήταν άγνωστο είδος.
Συνήθισα , λοιπόν, να γράφω στον υπολογιστή. Θεωρώ δε το πληκτρολόγιο συνέχεια του χεριού μου και του μυαλού μου. Δεν αντιμετωπίζω προβλήματα. Ούτε θεωρώ ότι χάνεται ο ρομαντισμός της γραφής. Η δημιουργία αφεαυτής είναι μια μυστηριώδης περιπέτεια, όποια και αν είναι η τεχνολογία για τη γραφή. Να προσθέσω και κάτι άλλο. Ο υπολογιστής με απάλλαξε από ένα άχθος. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι τόσο γριφώδης που συχνά ζητούσα τη γυναίκα μου να διαβάσει όσα έγραφα με το χέρι.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας τα επόμενα χρόνια, και πώς νομίζετε ότι θα επηρεαστεί από τις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές;
Μια μακροσκοπική αναδρομή στη ιστορία της λογοτεχνίας μπορεί να περιορίσει τη δραματική διατύπωση των ανησυχιών για το μέλλον της λογοτεχνίας. Θα περιοριστώ στις δικαιολογημένες, πλην υπερβολικές ανησυχίες του Τσετβάν Τοντορόφ στο βιβλίο του «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (Πόλις, 2013). . Έχοντας ως αφετηρία τις συνεχείς μεταμορφώσεις του αφηγηματικού κανόνα στο μυθιστόρημα , εκφράζει ανησυχία για την αποσύνδεση της αφήγησης από την κοινωνική πραγματικότητα., καταβυθιζόμενη σε μια διαρκή αυτοαναφορικότητα.
Έχω την εντύπωση πως όσα σημειώνω ενδιαφέρουν τους ειδικούς, που μπορεί να εστιάζουν στις αφηγηματικές τεχνικές οι οποίες αναδεικνύονται σε αυτοσκοπό Το μυθιστόρημα, πάνω, απ’ όλα είναι αφήγηση που είναι για αναγνώστες/ τριες που δεν είναι κατ’ ανάγκην ειδικοί. Δεν γράφεται πρωτίστως για να διαβαστεί από ειδικό κοινό, ή για να βραβευτεί λόγω της δημιουργίας ενός περίκλειστου αφηγηματικού κόσμου.
Οι δημιουργοί επιλέγουν τη δική τους οπτική , τον τρόπο δόμησης και αφήγησης του αφηγηματικού τους κόσμου. Αυτό δεν συνιστά κίνδυνο για την πεζογραφία. Αντίθετα, είναι πολυφωνικός πλούτος, σε μια εποχή που αναδύονται οι προσωπικές ιστορίες. Η προφορική ιστορία και οι σχολές δημιουργικής γραφής διήγειραν την ανάγκη έκφρασης, η οποία ενισχύθηκε από τη συστηματική κατάκτηση των μορφολογικών τεχνικών.
Δεν είναι αρκετή η κατάκτηση των αφηγηματικών τεχνικών, οι οποίες ωστόσο θα δημιουργούν απόσταση ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό και το μυθιστόρημα. Έχουμε την εμπειρία της ποίησης, η οποία έχει ισχνή αναγνωσιμότητα και εξαιτίας του γεγονότος ότι απομακρύνθηκε από τη δυνατότητα να συγκινήσει ευρύτερα ακροατήρια. Τα τελευταία χρόνια καταβάλλεται εργώδης προσπάθεια με τα φεστιβάλ ποίησης που πολλαπλασιάζονται. Όμως, αυτό δεν αποτρέπει την εσωστρέφεια και την αυτοαναφορικότητα αν το ακροατήριο είναι πρωτίστως επίδοξοι ποιητές/ τριες ή μέλη των διαφόρων ποιητικών κοινοτήτων.
Το μυθιστόρημα, η λογοτεχνία προσαρμόζεται στον καιρό της αποτυπώνοντας τους κραδασμούς της εποχής αλλά και αξιοποιώντας τις νέες αφηγηματικές τεχνικές. Αυτά είναι τα μέσα. Ο κεντρικός πυρήνας ενός μυθιστορήματος είναι να μιλήσει, με τον ιδιαίτερο τρόπο του καθενός/ μίας, για τον κόσμο, τον σύγχρονο, ή τον παρελθόντα. Το κρίσιμο είναι η εγκαθίδρυση αγαπητικής σχέσης ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό, το οποίο έχει πλέον μια μεγαλύτερη αναγνωστική εκπαίδευση. Κατ’ εμέ, το μυθιστόρημα δεν έχει λόγο να φοβάται το μέλλον αν διατηρεί την επικοινωνία με τους αναγνώστες/ τριες. Κι αυτό θα συμβεί αν δεν κτίζει αφηγηματικά, γυάλινα τείχη, τα οποία αποτρέπουν την είσοδο του αναγνωστικού κοινού στο αφηγηματικό σύμπαν του/της μυθιστοριογράφου.
Η παρατήρηση αυτή δεν συνεπάγεται χαλαρότητα στην αφηγηματικότητα. Συχνά, προκαλείται σύγχυση στα όρια ανάμεσα στο απλό και την απλοϊκότητα. Το δεύτεροι (απλοϊκότητα) μπορεί να χαρακτηριστεί ως αφηγηματικός λαϊκισμός που στοχεύει, αποκλειστικά και μόνο, στις εμπορικές πωλήσεις. Προκαλείται , ωστόσο, μακροχρόνια βλάβη, καθώς το αναγνωστικό κοινό εθίζεται στην κολακεία, στο προφανές.
Αντίθετα, το απλό είναι προϊόν σοφίας και ωρίμανσης. Δεν είναι εύκολα κατακτήσιμο το απλό. Απαιτεί πνευματικές διεργασίες. Ωστόσο, διαμορφώνει κλιμάκωση στην προσέγγιση, η οποία διευκολύνει όλους τους αναγνώστες/ τριες να εισέλθουν στο αφηγηματικό σύμπαν. Δεν αποκλείονται από τα «γυάλινα» τείχη.
Δεν είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον της λογοτεχνίας. Η τεχνολογία έχει προκαλέσει αλλαγές και θα συνεχίσει να προκαλεί ρωγμές στον κοινωνικό και πολιτισμικό χρόνο. Ο κίνδυνος προέρχεται από μια κακή χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, να γραφτούν πεζογραφήματα με συγκεκριμένες προδιαγραφές, με βάση συντεταγμένες που θα εισαχθούν από την αγορά. Αυτό, ωστόσο, ήδη συμβαίνει, περισσότερο στις μεγάλες αγορές, χωρίς να αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει κηρυχθεί ο θάνατος κάποιας δημιουργίας. Η τεχνολογία μπορεί να διευκολύνει τη συγγραφική δραστηριότητα . Η αναζήτηση των πηγών να απλοποιηθεί, κάτι που ήδη έχει συμβεί και με την αναζήτηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας. Η νέα εποχή, η τεχνητή νοημοσύνη, η απογείωση της τεχνολογίας θα φέρουν νέες γραφές, υβριδικές ίσως που βλέπουμε ήδη να εμφανίζονται. Ωστόσο, το μυθιστόρημα θα κληθεί να θέσει, με νέες μορφές, τα αιώνια οντολογικά ζητήματα. Όσον κι αν αλλάζει η τεχνολογία, η ζωή και ο θάνατος, η μεταφυσική αγωνία, η μοναξιά και ο έρωτας θα είναι , ανάμεσα στα άλλα, τα ζητήματα που θα εμπνέουν και τους πεζογράφους στο μέλλον.
Η αφήγηση δεν θα εξαφανιστεί. Η λογοτεχνία θα συνεχίσει να υπάρχει. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από στοχασμό αλλά και αφηγηματικό βάλσαμο στη ζωή τους, στις πληγές που τους αφήνουν οι συνθήκες ζωής.
Οφείλει ο συγγραφέας να απεκδύεται την πολιτική του ιδεολογία, όταν γράφει; Είναι κάτι εφικτό;
Θα ξεκινήσω με μια προσωπική εμπειρία από την παρουσίαση του μυθιστορήματός μου «Οι τελευταίες πεντάρες» (Ταξιδευτής , 2016), στην Πρέβεζα, την πόλη όπου έλαβαν χώρα τα δραματικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1944, τα οποία αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη του αφηγηματικού σύμπαντος. Εκείνη την περίοδο, μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Γερμανούς (14 Σεπτεμβρίου), εισήλθαν στην πόλη πρώτα οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και αμέσως μετά οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ , με επικεφαλής τον ταγματάρχη Δημήτριο Γαλάνη. Η αρχική συμφωνία για μεταπελευθερωτική συνεργασία κατέληξε σε τοπική τραγωδία. Ο Γαλάνης συνέλαβε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες και εκτέλεσε, χωρίς καμιά δίκη , 48 απ ό αυτούς, δεκατέσσερις των οποίων ήταν από 15-18 χρονών. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την επιστολή της μάνας ενός εκτελεσμένου νέου, στο οποίο εκφράζει την επιθυμία να δικαιωθούν οι εκτελεσμένοι. Δεν θέλει εκδίκηση. Αυτό το τέλος αποδοκιμάστηκε από μια ομάδα,. Μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς μου εδήλωσαν ότι οι νεκροί ζητάνε εκδίκηση.
Αυτό το περιστατικό είναι και μια έμμεση απάντηση- σχόλιο στο ερώτημά σας. Το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί την ιστορία, τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, τις πολιτικές κρίσεις και συγκρούσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική επιστήμη ούτε σε ιστορία. Ήταν δεδομένες οι ευθύνες του ΕΔΕΣ για την εκτέλεση των 48, σε μια προοπτική διαμόρφωσης των πολιτικών συσχετισμών στην Ελλάδα μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το μυθιστόρημα, όμως, είναι κάτι περισσότερο. Δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων. Οφείλει να διεισδύσει στο υπόστρωμα, το πολιτικό και κοινωνικό, ανασύροντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τη διαχρονικότητα των εμφυλιακών συγκρούσεων.
Ο εναγκαλισμός του αφηγηματικού σύμπαντος από την ιδεολογία υπονομεύει την ίδια τη συγκρότηση ενός αφηγηματικού σύμπαντος, το οποίο θα διεισδύει στο οντολογικά ζητήματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτό έκανε πάντα η τέχνη σε κάθε μορφή της. Αυτό επιχείρησε να μεταφέρει στο έργο του και ο Φρύνιχος, ο σπουδαίος τραγικός ποιητής , στο έργο του « Μιλήτου άλωσις», στο οποίο επέκρινε τους Αθηναίους που εγκατέλειψαν την Μίλητο, την πόλη της Μικρασίας, στην καταστροφική μανία των Περσών. Οι Αθηναίοι που δεν μπορούσαν να αντέξουν την αλήθεια τον τιμώρησαν με πρόστιμο χιλίων δραχμών (Και εζημίωσαν Φρύνιχον χιλίαις δραχμαίς ως αναμνήσαντα οικεία κακά), του απαγόρευσαν να ανεβάσει ξανά την τραγωδία και να κάνει αναφορά στο τραυματικό γεγονός.
Ο εναγκαλισμός του αφηγηματικού σύμπαντος από μια αυστηρή ιδεολογική οπτική οδηγεί τον μυθιστοριογράφο σε αυτολογοκρισία. Δεν βοηθάει το γεγονός στην ενασχόληση με τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Προφανώς, ο συγγραφέας , ο καλός συγγραφέας, δεν στερείται πολιτικής οπτικής και ενός συστήματος ανθρωπιστικών αξιών. Δεν γράφει όμως για να υπηρετήσει κάποιο ιδεολογικό σύστημα. Το μυθιστόρημα είναι ένας σύνθετος, πολυφωνικός οργανισμός, ο οποίος απεικονίζει πολλά πρόσωπα, με αντιφατικότητες, αναστολές, οβιδιακές μεταμορφώσεις αλλά και με τραγικές κορυφώσεις. Στόχος του μυθιστοριογράφου είναι να ιππεύσει την αφηγηματική του ιστοσανίδα επιχειρώντας πιρουέτες, ώστε να αναδείξει τη συνθετότητα και αντιφατικότητα του κόσμου. Για να το πράξει αυτό χρειάζεται να κατανοήσει τον κόσμο, για να τον αναπαραστήσει και να διεισδύσει στο υπόστρωμά του. Αυτή η ικανότητα είναι απότοκος και της ανθρωπιστικής του παιδείας αλλά και της ευρύτερης πολιτικής του, αναλυτικής σκέψης.
Συνεπώς, το σύστημα ιδεών του συγγραφέα, η κοσμολογία του, είναι εκ των ουκ άνευ ώστε να οργανώσει το αφηγηματικό του σύμπαν. Ως εκ τούτου , όλα αυτά μεταγγίζονται και στους ήρωες/ ίδες του. Όμως, οι απόψεις των ηρώων δεν αντανακλούν απαραίτητα το σύστημα σκέψης του συγγραφέα. Αν δεν κατανοηθεί αυτή η λειτουργία του μυθιστορήματος, προκύπτουν παρανοήσεις.
[1] Γράφει η Σταυρούλα Τσούπρου. « Ο Leo Hoek στη σημειωτική ανάλυσή του για τους τίτλους στο βιβλίο του La marque du titre. Dispositifs σε γαλλικά μυθιστορήματα της περιόδου 1830-1835, προσφέρει τελικά ένα λειτουργικό ερμηνευτικό σχήμα για τον τίτλο του μυθιστορήματος γενικά.»( Σύγκριση/Comparaiton , 22 (2011), σελ. 87).
[2] Θανάσης Αγάθος, «Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη». Στον τόμο: Νίκος Μαθιουδάκης (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης ο Κοσμοπαρωρίτης. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2017, σελ. 98-114.
[3] G. Maiorino, First Pages: A Poetics of Titles. Pennsylvania State University Press, 2008.σελ. 1.
[4] David Lodge, The Art of Fiction, Vintage, London 2011, σελ 193.
[5] Jerrold Levinson, «Titles», The Journal of Aesthetics and Art Criticism, τόμος 44, τεύχος 1 (1985), σελ. 37-38.
[6] Charles Grivel, Production de l’intérêt romanesque. Un état du texte (1870-1880), un essai de constitution de sa théorie. Mouton , Paris 1973, σελ. 169-170.
[7] Roland Barthes, «Analyse textuelle d’un conte d’Edgar Poe». Στο L’aventure semiologique. Seuil /Points Essais, Paris 1985, σελ. 335.
[8] Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό, μτφρ. Αρης Δικταίος, τόμος Α΄. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989.
[9] Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σελ. 15.
[10] Δάνειο από τον Κώστα Βούλγαρη (2022, 13).
Φωτογραφία: Δωδεκαετής Μαθητής Γυμνασίου στην Πρέβεζα (1963), φορώντας την «κουκουβάγια».