Scroll Top

Κώστας Λογαράς | Διπλή Ζωή

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Πρόκειται για το 1ο κεφάλαιο του υπο έκδοση βιβλίου του Κώστα Λογαρά “Διπλή Ζωή”, το οποίο αναμένεται να εκδοθεί το φθινόπωρο του 2024 από τις εκδόσεις Καστανιώτη 

Κεφάλαιο 1   

Δεν θα πας πουθενά

Αθήνα, Σεπτέμβρης 2013  

Την περίμενε λίγο μετά τον μεγάλο δρόμο. Εκεί όπου άρχιζε το στενό σοκάκι, η κίνηση αραίωνε, κόπαζε το βουητό τού πλήθους και η περιοχή άλλαζε ύφος. Έμπαινες ξάφνου σ’ ένα κόσμο διαφορετικό. Τόσο κοντά στη λεωφόρο μα κι  άλλο τόσο αποκομμένο  απ’ αυτήν.  Κέντρο απόκεντρο.  Σπίτια και άνθρωποι απέπνεαν το άρωμα παλιάς γειτονιάς.   Μύριζαν το φθινόπωρο βασιλικά, την άνοιξη σκόρπαγαν το άρωμά τους  πέντ’ έξι  νεραντζιές φυτεμένες η καθεμιά τους σε μια χούφτα αυλή, σε σπίτια χαμηλά  προσφυγικά που  ’χαν γλυτώσει από τη λαίλαπα της αντιπαροχής.

Στο τέλος αυτού του δρόμου έπαιρνες τη μικρή κατηφόρα  και περπατώντας περίπου 10 λεπτά, έφτανες στην περιοχή του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού.  Όπου  ήσουν άγνωστος πια μεταξύ αγνώστων.

Άνθρωποι μοναχικοί, συνήθως, διάλεγαν τη διαδρομή μέσα απ’ το στενάκι είτε   για να αποφύγουνε τη φασαρία τής λεωφόρου είτε , όπως  η Έλσα, για να μη  διασταυρωθεί με  πρόσωπα γνώριμα,  της περιοχής.  

Εκεί της είχε στήσει καρτέρι ο μικρός. Ήξερε τη διαδρομή της και την περίμενε  στη στροφή του στενοσόκακου.  Σάββατο  απομεσήμερο.  

Όταν τον είδε, κώλωσε, ξαφνιάστηκε. Και παρόλο που κατάλαβε πως θα της έκανε σκηνή , κράτησε την ψυχραιμία της. Έχοντας το αριστερό του πόδι λυγισμένο  ο μικρός,  πάταγε χαλαρά με το μισό του πέλμα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, όπως θα έκανε άντρας μεγάλος , έτοιμος να ζητήσει από κάποιον εξηγήσεις – η φτέρνα στον αέρα·  το άλλο όρθιο, στυλωμένο πάταγε ολόκληρο γερά στο πλακόστρωτο στηρίζοντας το βάρος του κορμιού του.         

«Πού πας ;» η παιδική φωνή ακούστηκε πνιχτή και αγχωμένη, παρότι μιμήθηκε το αυστηρό ύφος του άντρα. Ένας κόμπος στο λαιμό πρόδιδε το άγχος του. 

Η καρδιά του παλλόταν και στο αριστερό του πόδι, το λυγισμένο χαλαρά, έτρεμε η φτέρνα πάνω κάτω ανεξέλεγκτα. 

«Τι θέλεις από μένα;» τον κοίταξε αποφασιστικά  έχοντας τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. 

«Να γυρίσεις πίσω» , είπε θαρρετά ο μικρός.

«Δεν θα με εμποδίσεις εσύ να κάνω αυτό που θέλω», είπε με σταθερή φωνή η Έλσα,  τονίζοντας τις λέξεις μία- μία.  Αργά,  με ύφος που έδειχνε να μην υπολογίζει τον μικρό αντίπαλο.  Τα μάτια της πέταγαν φλόγες , τα λόγια της ακούγονταν ψυχρά σαν σίδερο. Θα μπορούσαν να τον κάνουν να καμφθεί,  όμως έβαλε τα δυνατά του και της απάντησε αποφασιστικά

«Δεν θα πας πουθενά, αλλιώς θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας», την απείλησε.

Τον κοίταξε διαπεραστικά, ζύγιαζε αν το εννοούσε κιόλας. Μέτραγε τις αντιστάσεις του. Η επιμονή του την γέμιζε θυμό,  τον  κοίταζε αμίλητη σαν να το σκεφτόταν ή να ’ψαχνε να βρει μια  λύση. Κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, είπε σφίγγοντας τα χείλη της:

«Εντάξει, λοιπόν, έλα μαζί μου!».

Μπρος αυτή , πίσω ο μικρός, την ακολούθησε. Γνώριζε πού θα πήγαιναν.  Στο τέρμα τού στενού θα μπαίνανε  στην κατηφόρα και θα φτάνανε στην γκαρσονιέρα του 6ου ορόφου. Απέναντι από το  Σιδηροδρομικό Σταθμό. Την τεράστια πολυκατοικία τη χώριζε απ’ το κτήριο του σταθμού διπλή λεωφόρος με νησίδα διαχωριστική στη μέση. Ένα μικρό πάρκο  με εύρωστα κυπαρίσσια πυκνοφυτεμένα, που οι κορυφές τους έφταναν ως τα μπαλκόνια του 3ου , αναχαίτιζαν τη βοή της λεωφόρου.

Λίγες ώρες πριν,  ο μικρός την είχε δει  να ετοιμάζεται, να  χτενίζει τα μαλλιά  να περιποιείται τον εαυτό της, να ψεκάζει  στα στήθη την κολόνια της και βγήκε πρώτος να την περιμένει στο καρτέρι. 

Βάδιζαν σε μικρή απόσταση, αυτή μπροστά και το αντράκι πίσω της. 

Μα πριν βγουν  στη μεγάλη κατηφόρα,  η Έλσα  σταμάτησε , γύρισε προς το μέρος του :

«Δεν θα κάνεις εσύ κουμάντο στη ζωή μου, τ’ ακούς; Είμαι νέα, έχω δικαίωμα να ζήσω, μπορεί να σε γέννησα εγώ,  να είμαι μάννα σου, αλλά δεν σημαίνει πως θα θυσιάσω τη ζωή μου για σένα!  Κατάλαβες;»  και πιάνοντάς τον απ’ το  χέρι έκανε στροφή και τον τράβηξε με βία πίσω , προς το σπίτι. Ο μικρός την ακολούθησε ικανοποιημένος, είχε επιβάλει τη δική του θέληση, την είχε κερδίσει, έτσι νόμιζε.

Βιογραφικό Κώστας Λογαράς

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου