ΟΤΑΝ ΒΓΗΚΕ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΙΑ
Κώστας Λογαράς, εκδόσεις Καστανιώτης, 2021, Αθήνα
Όταν βγήκε από τη σκιά: Διεκδικώντας τη ζωή που μας αξίζει.
Της Μίνας Π. Πετροπούλου
«Σπουδαίο δεν είναι αυτό που κάνεις,
αλλά ό,τι κάνεις με αγάπη.
Τότε αποκτάει αξία,
και για σένα και για κείνους που φροντίζεις»
(σελ. 157)
Ο Κώστας Λογαράς έχοντας την ικανότητα να διδάσκει χωρίς διδασκαλισμό και να εμπνέει αποφεύγοντας την όποια καθοδήγηση, δημιουργεί εν έτει 2021 το μυθιστόρημα «Όταν Βγήκε απ’ τη Σκιά». Ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα που εξερευνά τις διαπροσωπικές σχέσεις, τη μητρότητα και την ανάγκη για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Το έργο αποτελεί μια ισχυρή δήλωση για τη δύναμη της αλλαγής και τη σημασία της προσωπικής επανάστασης, προσφέροντας έμπνευση και δύναμη σε όσους αναζητούν την ελευθερία τους μέσα από την αναγνώριση και την υπέρβαση των περιορισμών. Η ηρωίδα του Λογαρά, η Μάριαν, είναι ένα σύμβολο ελπίδας και ανθεκτικότητας, σε έναν ζοφερό κόσμο κοινωνικών και πολιτικών στερεοτύπων.
Οι πρωταγωνιστές
Η ιστορία της ηρωίδας δεν είναι μόνο η ιστορία μιας γυναίκας που επιδιώκει την προσωπική της ελευθερία, αλλά και ένα κάλεσμα για κοινωνική αλλαγή και ισότητα. Η αληθινή επανάσταση προκύπτει, όταν οι γυναίκες αναλαμβάνουν τον έλεγχο της ζωής τους, αποδεσμεύονται από τα στερεότυπα και διεκδικούν τη θέση που τους αξίζει στην κοινωνία. Η θέση του συγγραφέα απέναντι στην ουσία της μητρότητας και την επιβεβλημένη αντίδραση των γυναικών, που καταπιέζονται από δεσποτικές σχέσεις ζωής, είναι σαφής και τολμηρή. Μέσω της ανθεκτικότητάς της, η ιστορία αυτή γίνεται μια έμπνευση για όλες τις γυναίκες που παλεύουν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους.
Επίσης, είναι γενναίος ο τρόπος που ο συγγραφέας μέσω του έτερου πρωταγωνιστή, του Ερρίκου Μαλτέζου, καταγράφει και στηλιτεύει το δράμα όσων αγωνίζονται να διακριθούν πάση θυσία στον χώρο των γραμμάτων. «Εκείνο τον καιρό – ήταν η εποχή του χώματος και μαζί χρόνια πνιγηρής οσμής, αμήχανης σιωπής και άδειου βλέμματος – ο Ερρίκος έχτιζε όνομα. Και την καριέρα του. Τα ξενύχτια, οι ατελείωτες ώρες στο υπόγειο, ο εγκλεισμός στο γραφείο, είχαν πιάσει τόπο. Δεν ήταν μόνο ότι οι φιλοδοξίες του είχαν αντίκρισμα, αλλά κι ότι άφηνε πίσω του πολλούς ακόμα ανταγωνιστές του – «Τρώνε τη σκόνη μου!» κάγχαζε με ικανοποίηση./ Η δίψα του για αναγνώριση ήταν καυτή και έβλεπε τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί…Είχε κερδίσει την εκτίμηση του σιναφιού. Έμπαινε δικαιωματικά στον χώρο των πνευματικών ανθρώπων…/Τώρα απολάμβανε την επιτυχία, την εξουσία του, τον θρίαμβο. Την αποδοχή από τους ομότεχνους. Έβλεπε πως τον κοίταζαν με ζήλια, κάποιοι μάλλον φθονερά, πράγμα που επιβεβαίωνε την παραδοχή απ’ τη μεριά τους αλλά και τη δική του ανωτερότητα – σ’αυτόν τον χώρο είναι δύσκολη η παραδοχή, η πίτα είναι μικρή…»(σελ. 77,78,79). Αποτυπώνει τις εναγώνιες προσπάθειες δικτύωσης, τις βουλιμικές τάσεις για προβολή και νομή εξουσίας με την πολυπόθητη ενασχόληση «ανθρώπων της διανόησης στην πολιτική!» Καταγράφει χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις το πόσο ακριβό είναι το τίμημα τέτοιων εμμονικών επιλογών: «Έπασχε από την αρρώστια των διανοουμένων: την οίηση που δίνει η δύναμη, την αλαζονεία της πνευματικής εξουσίας.»(σελ. 102)
Το κυρίαρχο πρόσωπο της Μάριαν
Το πρόσωπο όμως που ουσιαστικά εστιάζει και αγαπά ο συγγραφέας είναι η Μάριαν. Ένα από τα πιο ισχυρά μηνύματα του μυθιστορήματος είναι η πίστη στον εαυτό μας και η δυνατότητα να αλλάξουμε συνθήκες καθημερινότητας και επιλογές ζωής που μας υποβιβάζουν. Η ηρωίδα, μέσα από τη δική της διαδρομή, αποδεικνύει ότι η πίστη στις δυνατότητές μας είναι ο καταλύτης για την προσωπική αναγέννηση και την κοινωνική αναδιαμόρφωση. Ουσιαστικά για τον συγγραφέα η ανατροπή των κακώς κειμένων δεν είναι πιθανότητα αλλά υποχρέωση. «Η Μάριαν έφευγε απ’ την οδύνη. Ανέπνεε αργά, βαθιά. Κάποιοι δρόμοι ανοίγουν απροσδόκητα, σκεφτόταν, κάποιοι άλλοι κλείνουν για πάντα. Κράτησε λίγο παραπάνω την ανάσα μέσα της. Για πάντα; αναρωτήθηκε…» (σελ.146)
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, για την ηρωίδα γίνεται μονόδρομος η απόφαση να αλλάξει τη ζωή της. Η πίστη στις ικανότητές της για ό,τι πραγματικά γνωρίζει και αγαπά – τη σχέση της με τη γη και τη φύση αλλά και την ανιδιοτελή αγάπη στους πραγματικά πολύτιμους ανθρώπους στη ζωή της- δεν είναι μια ουτοπική προσδοκία, αλλά μια πραγματική δύναμη που καθοδηγεί τις αποφάσεις της. Την οδηγεί στην επίτευξη των στόχων της μετά από χρόνια εγκατάλειψης των επιθυμιών της, υποτίμησης και σιωπής. «…όμως σε αυτούς τους τόπους οι άνθρωποι είχαν μια προαιώνια σχέση με τη γη τους, αυτός ήταν ο δικός τους πολιτισμός. Μια σχέση ζωντανή. Ένας τόπος που σου λέει την αλήθεια, σου δείχνει τη σκληράδα και την τρυφεράδα του…» (σελ. 146)
Ο Λογαράς επισημαίνει ότι η πραγματική αλλαγή αρχίζει από μέσα μας και ότι ο καθένας έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει την αλλαγή, αρκεί να συνειδητοποιήσει ότι οφείλει να αγαπά και να προστατεύει κ α ι τον εαυτό του. Και φυσικά να δράσει ανάλογα σπάζοντας τα στερεότυπα. Σε μια εποχή πολλαπλών προσβολών, βίας σωματικής, αλλά και δολοφονίας χαρακτήρων το μήνυμά του ειδικά για τις γυναίκες, είναι η άρνηση σε ό,τι τις βαραίνει συναισθηματικά. Ο μη συμβιβασμός με τα στερεότυπα, που απαιτούν υποταγή και βουβή αποδοχή, είναι η απαρχή της αληθινής ελευθερίας. Ο σεβασμός της προσωπικότητάς επιβάλλεται για τον συγγραφέα και υπηρετείται με την αξιοπρέπεια της φυγής απέναντι σε ό,τι μας καταρρακώνει. Γι’ αυτό ακριβώς και η ηρωίδα του, η Μάριαν- Αμαρυλλίς όπως μαθαίνουμε στην πορεία , είναι ένα λογοτεχνικό πρόσωπο που θα μείνει στη σκέψη των αναγνωστών και στο πάνθεον των λογοτεχνικών περσόνων- προτύπων της νεοελληνικής γραμματείας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιλέγει από άποψη μυθοπλασίας μακρόσυρτους χρόνους για αυτή την ανατροπή. Το να φύγει κανείς από μια βαριά σκιά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και αυτό και το γνωρίζει και το σέβεται ο Κώστας Λογαράς. Και στόχος του – που επιτυγχάνεται- είναι η παρουσίαση ενός λογοτεχνικού προσώπου που μπορεί να εμφυσήσει ελπίδα και δύναμη στο όνειρο και την υπέρβαση των δυσκολιών του καθενός. Γι’ αυτό και όχι απλώς κάνει την ηρωίδα του γήινη αλλά και το χρονικό πλαίσιο, στο οποίο επιλέγει να τοποθετήσει το ιστορικό της όλης ανατροπής, το αποδίδει σε χρόνους που άπτονται της πραγματικότητας.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, που λειτουργεί και ως αφηγήτρια, αποτελεί το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος του έργου. Η παρουσία της είναι έντονη και καθοριστική, προσφέροντας μια μοναδική οπτική γωνία για τα γεγονότα και τις καταστάσεις που περιγράφονται. Η φωνή της είναι αυθεντική και ειλικρινής, καθιστώντας τον αναγνώστη συμμέτοχο στην εσωτερική της διαμάχη και τις σκέψεις της.
Ο Λογαράς καταφέρνει να δημιουργήσει μια ηρωίδα που είναι ταυτόχρονα δυνατή και ευάλωτη, με αντιφάσεις και πάθη που την κάνουν εξαιρετικά ανθρώπινη. Η ανάπτυξη και η αναδιαμόρφωση του χαρακτήρα της είναι εμφανής, καθώς παρακολουθούμε την πορεία της από την καταπίεση στην αυτογνωσία και την απελευθέρωση. Δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας που υπηρετεί την πλοκή, αλλά ένας ζωντανός άνθρωπος με σκέψεις, αισθήματα και εσωτερικές συγκρούσεις. Ένα «κομμένο κλαράκι από το φουντωμένο γιασεμί» την κάνει να συνειδητοποιεί ότι «έχει και εκείνη γιασεμί στον κήπο της» και ουσιαστικά «έχει φτιάξει και εκείνη τον δικό της παράδεισο»(σελ. 161)
Παρά την αναγέννησή της, επιστρέφει για λίγο στον πρώην σύζυγό της, όταν πλέον είναι βαριά άρρωστος. Η πράξη της αυτή δεν είναι τυχαία επιλογή του συγγραφέα. Αντιπροσωπεύει το τέλος ενός κύκλου καταπίεσης και θλίψης. Αυτό το τελευταίο αντίο δεν είναι μια πράξη υποταγής, αλλά μια επιβεβαίωση της προσωπικής της νίκης και της ικανότητάς της να συγχωρεί, αποδεικνύοντας ότι έχει πλέον αποδεσμευτεί από τους εφιάλτες του παρελθόντος αλλά και από όποιους τους δημιούργησαν. «Δεν έχουν σημασία οι προθέσεις μόνο, μετράει και ο τρόπος», τον διέκοψε η Μαρυλλίδα (Μάριαν) τονίζοντας την τελευταία λέξη. «Ο τρόπος που προσεγγίζεις τους ανθρώπους. Δεν φτάνει μόνο το μυαλό για να τους καταλάβεις. Ξόδεψες τη ζωή σου. Όλων μας τη ζωή», του είπε αυστηρά, σχεδόν επιτιμητικά, με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση» (σελ. 235)
Γλώσσα και πλοκή του μυθιστορήματος
Η γλώσσα στο μυθιστόρημα είναι επιβλητικά εκλεπτυσμένη. Η απουσία βερμπαλισμών και η σωστή επιλογή ρημάτων, επιθέτων και ουσιαστικών δημιουργούν τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του συγκεκριμένου συγγραφέα. Και επειδή όντως «πιο πολύ κι απ΄ τις λέξεις που διαλέγουμε, ο πραγματικός μας εαυτός είναι το ύφος μας» (σελ.236) ο Κώστας Λογαράς χρησιμοποιεί ένα ύφος που ισορροπεί μεταξύ της ποιητικότητας του λόγου και της ακρίβειας, καταφέρνοντας να αγγίξει την ευαισθησία του αναγνώστη χωρίς υπερβολές. Η τρυφερότητα που αποπνέει η γραφή του εστιάζει και αναλύει καταστάσεις που ύπουλα πληγώνουν και λειτουργούν διαβρωτικά στην πίστη του καθενός στον εαυτό του και την αξία του. Είτε πρόκειται για την ακυρωμένη σύζυγο, είτε για τον καταπιεσμένο γιο.
Το γλωσσικό ένστικτο του συγγραφέα αλλά και η βαθιά γνώση της ελληνικής που διαθέτει συμπράττουν ώστε με ευθύτητα, λιτότητα και καίριο τρόπο να θέτει το χέρι επί τον τύπον των ήλων. Μιλά για μεγάλες αλήθειες με αφοπλιστική απλότητα. Παρουσιάζει αλλά και βοηθά να ερμηνεύσουμε τις συνθήκες που συστηματικά και μεθοδευμένα αποδεκατίζουν την ψυχική δύναμη ενός ανθρώπου σε βάθος χρόνου από τον υποτιθέμενο σύντροφο ή τον πατέρα «που θέλει το καλύτερο» για το παιδί του αλλά και πως μια γυναίκα μπορεί πραγματικά να μονοπωλεί το ενδιαφέρον: «Μη χαθούμε, της είπε… Ήταν γλυκιά και απόμακρη, ποθητή παρά την αγριεμένη ομορφιά της – ή μάλλον χάρη σ’ αυτήν την απόμακρη ομορφιά γινόταν ποθητή. Τρυφερή και θερμή, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Ή μήπως όλα αυτά ήταν μόνο στη φαντασία του αρσενικού που την έβλεπε και ντα γρανάζια του μυαλού του έπαιρναν φωτιά και πυρπολούσαν κι όλες τις αισθήσεις του κορμιού; Μήπως η δική της πραγματικότητα ήταν διαφορετική;»(σελ. 164)
Η γλώσσα του με εμφανή εικονοπλαστική δυναμική είναι ταυτόχρονα κατανοητή αλλά και μέσο πρόσβασης στον βαθύτερο ψυχισμό των πρωταγωνιστών. Απρόσμενα όχι μόνο εξηγεί την ουσία της συμπεριφοράς του ήρωα Ερρίκου αλλά και την συντριβή που υφίσταται στην παιδική του ηλικία από τις επιλογές των δικών του γονιών και πως αυτές διαμορφώνουν έναν απάνθρωπο άνθρωπο, αποδεκτό μεν κοινωνικά και θεωρούμενο από πολλούς σπουδαίο, ουσιαστικά όμως βασανιστή και τιμητή όσων πραγματικά ενδιαφέρθηκαν για εκείνον. Το επίπλαστο των σχέσεων, το φαίνεσθαι της εποχής, οι δήθεν κοινωνικές συναναστροφές, οι κινήσεις υπολογισμού και ιδιοτέλειας, η ανικανότητα να βιώνει κάποιος την ευτυχία των στιγμών και της ειλικρινούς φροντίδας δίνονται με αμεσότητα και σαφήνεια.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργεί μια οικεία ατμόσφαιρα, όπου ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει τη σιωπή, την αγωνία, την ελπίδα και την απελευθέρωση της πρωταγωνίστριας. Οι λεπτομερείς περιγραφές των τοπίων, των συναισθημάτων και των καταστάσεων είναι διαμορφωμένες με προσοχή, προσφέροντας βάθος και διάσταση στο κείμενο. Η γλώσσα λειτουργεί όχι μόνο ως μέσο επικοινωνίας, αλλά και ως εργαλείο που διαμορφώνει την αφήγηση, ενισχύοντας τη δύναμη των σκηνών και των διαλόγων.
Οι περιγραφές της φύσης και των συναισθημάτων όλων των ηρώων είναι τόσο ζωντανές και ρεαλιστικές, που καθιστούν τον αναγνώστη κοινωνό των εμπειριών τους. Η αγάπη του συγγραφέα για το περιβάλλον αντικατοπτρίζεται στην καταλυτική σχέση της πρωταγωνίστριας με τη γη. Με την ηρεμία που νιώθει σε κάθε επαφή μαζί της και την ανακουφίζει από ό,τι ρημάζει την ψυχή της. Η αίσθηση του χώματος, η μυρωδιά του αέρα, η ζωή που μόνιμα επιμένει να αναδύεται μέσα από την αναγέννηση των φυτών, την άνθιση των λουλουδιών και το δέσιμο των καρπών έχουν μαγική επίδραση πάνω της. Είναι ουσιαστικά ο ομφάλιος λώρος που την κρατά συνδεδεμένη με το δικαίωμα της ζωής και τελικά τη διάθεσή της να το υπερασπιστεί.
Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος είναι η συνέπεια και η ομαλή εξέλιξη της πλοκής. Ο Λογαράς καταφέρνει να δημιουργήσει μια ιστορία που ρέει φυσικά, χωρίς χασμωδίες ή κενά στην αφήγηση. Κάθε γεγονός είναι άριστα τοποθετημένο και υπηρετεί τη συνολική δομή του έργου. Η ανάπτυξη της ιστορίας είναι προσεκτικά μελετημένη, με τον συγγραφέα να αποφεύγει την υπερβολή και τις ακρότητες. Οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις εξελίσσονται με ρεαλισμό, προσφέροντας στον αναγνώστη μια αυθεντική εικόνα της πραγματικότητας της ηρωίδας. Αυτή η έλλειψη χασμάτων είναι ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία του βιβλίου, καθιστώντας το ξεχωριστά ενδιαφέρον, χωρίς να κουράζει ή να αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη.
Η όλη δυναμική της πλοκής δεν επιτρέπει περιθώρια για εφησυχασμό. Κάθε κεφάλαιο – 42 στο σύνολό τους με ευφάνταστους τίτλους – είναι δομημένο ορθά και προωθεί την ιστορία με τέτοιο τρόπο που η ένταση και το ενδιαφέρον διατηρούνται σταθερά. Η ισορροπία μεταξύ των συναισθηματικών σκηνών και των γεγονότων που πυροδοτούν τις εξελίξεις είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, ενώ οι ανατροπές, αν και συχνές, δεν είναι προβλέψιμες, διατηρώντας έτσι το μυστήριο και την αγωνία.
Το μήνυμα του μυθιστορήματος
Το μυθιστόρημα κλείνει με το αισιόδοξο μήνυμα ότι η ζωή μας είναι στα χέρια μας και εξαρτάται από τη δική μας αφύπνιση και δράση. Η πρωταγωνίστρια, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, μέσα από τις εμπειρίες και τις αποφάσεις της, συνειδητοποιεί ότι η ευθύνη για την αλλαγή και την ευτυχία είναι αποκλειστικά δική της υπόθεση.
Υπογραμμίζεται η σημασία της αυτογνωσίας και της αυτοδιάθεσης, αποδεικνύοντας ότι οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ανυπέρβλητοι. Αντίθετα, αποτελούν προκλήσεις που μπορούμε να υπερβούμε με θέληση και αποφασιστικότητα. Ο Λογαράς μας υπενθυμίζει ότι, όσο δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες, η ζωή μας μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο αν αφυπνιστούμε και αντιδράσουμε.
Το «Όταν Βγήκε απ’ τη Σκιά» είναι ένα μυθιστόρημα που εμπνέει και ενδυναμώνει, αναδεικνύοντας τη σημασία της αγωνιστικότητας, της διεκδικητικότητας και της πίστης στον εαυτό μας. Ο Κώστας Λογαράς προσφέρει ένα ισχυρό κοινωνικό μήνυμα για τη δυνατότητα της αλλαγής και την ανάγκη για προσωπική και κοινωνική αναγέννηση, υποστηρίζοντας πως ουσιαστικά η ανατροπή των δεδομένων είναι εφικτή. Και εμείς ικανοί να διαμορφώσουμε τη ζωή που δικαιούμαστε, αρκεί να πάρουμε «το «δικό μας σάλτο στη ζωή», να κυνηγήσουμε «τα δικά μας ταξίδια».
Μόνο τότε θα μπορεί να ομολογούμε ή να ομολογούν για μας γράφοντας ή τραγουδώντας
«Θέλω να είμαι η μουσική
που ξαγρυπνά μαζί σου
σαν ασταμάτητη βροχή να
πέφτω στην ψυχή σου» (σελ. 197).
Φωτογραφία: Θεόδωρος Τερζόπουλος, Κώστας Λογαράς