Ιούνιος-Ιούλιος 2024
Εργαστήκατε για χρόνια ως καθηγητής φιλόλογος τόσο στη δημόσια εκπαίδευση, όσο και στον φροντιστηριακό χώρο. Συναναστραφήκατε με νέα παιδιά και γνωρίζω καλά τον σεβασμό και την αγάπη προς το πρόσωπό σας. Διδάσκατε με ασυνήθιστο τρόπο που αφενός επέτρεπε στα παιδιά την καλλιέργεια της πνευματικής τους ελευθερίας και της διεκδίκησης και αφετέρου των ορίων που είχαν την ευθύνη να αντιλαμβάνονται και να αναλαμβάνουν. Αυτή η επαγγελματική σας ιδιότητα επηρέασε τη λογοτεχνική σας διαδρομή και τις συγγραφικές σας επιλογές;
Τους μαθητές και τις μαθήτριές μου τους έβλεπα λίγο πολύ σαν λογοτεχνικές περσόνες. Ήθελα να τους/τις ανιχνεύσω, να τους/τις ξεκλειδώσω, να τους/τις ανακαλύψω. Με ενδιέφερε η ζωή τους, οι φόβοι τους, τα μυστικά τους, τα προβλήματά τους και τα πάθη που ανέπτυσσαν. Γι’ αυτό και τους προσέγγιζα με μια εν-συναίσθηση. Μου κινούσαν το ενδιαφέρον, διέγειραν την περιέργεια μου. Θα τολμούσα να πω ότι εξίσου με ενδιέφερε η προσωπική τους ζωή, ο μυστικός, ο κρυφός τους εαυτός παράλληλα με την καλλιέργεια της προσωπικότητάς τους και τη μετάγγιση της γνώσης. Κάποιες περσόνες (ατίθασες, αντισυμβατικές) ακόμα πιο πολύ· ποτέ ωστόσο δεν συνέχεα τις μαθητικές τους επιδόσεις με την προσωπικότητά τους – έμαθα να εκτιμώ βαθιά υποδεέστερους μαθητές με ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, ή να υποβαθμίζω ενδομύχως άριστους μαθητές με αδιάφορη προσωπικότητα. (Όμως και στις δύο περιπτώσεις βαθμολογούσα εντελώς ανεπηρέαστος). Όπως καταλαβαίνετε, δεν απείχε πολύ η ζωή των μαθητών και μαθητριών μου, από τη ζωή των ηρώων μου και των ηρωϊδων μου. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη αναζητούσα τα κίνητρα που εξαρτούν τον άλφα ή τον βήτα τρόπο αντίδρασής τους, ανίχνευα κι εδώ κι εκεί έναν ψυχισμό. Είχα την ίδια λαχτάρα να μάθω τα εσωτερικά τους τοπία- στα οποία προσπαθούσα να διεισδύσω. Ήταν μια συναρπαστική άσκηση, ένα σαγηνευτικό ‘παιχνίδι’ που παιζόταν για ένα ολόκληρο χρόνο και μέχρι το τέλος της χρονιάς ξετυλιγόταν λιγότερο ή περισσότερο ο εαυτός τους. Την ίδια συστηματική, λεπτομερειακή διαδικασία εφαρμόζω παρακολουθώντας τους ήρωες και τις ηρωίδες μου στο χαρτί. Απ’ αυτή την άποψη οι μαθητές και οι μαθήτριές μου, χωρίς να το γνωρίζουν, μού πρόσφεραν επί χρόνια πολύ περισσότερα απ’ όσα τους έδινα εγώ.
Έχετε εκδώσει και ποιήματα στο παρελθόν. Ωστόσο στραφήκατε και δημιουργήσατε κατά κύριο λόγο μυθιστορηματικά λογοτεχνικά έργα. Μπορεί κάποιος να είναι το ίδιο δημιουργικός με την ποίηση, τη διηγηματογραφία, το μυθιστόρημα;
Σπάνια είναι κανείς ικανός σε όλα. Ασχέτως όμως ικανοτήτων, από ένα σημείο και πέρα κάποιες συνθήκες σού επιβάλλουν να επιλέξεις. Αυτό έγινε με μένα. Ένιωσα ότι με κατακλύζουν τόσο πολλά πράγματα που δεν μπορούσαν να χωρέσουν σε στίχους. Χρειαζόμουν το μυθιστόρημα (και το διήγημα , βέβαια) για να χωρέσει αυτός ο κόσμος : ιδέες, εικόνες, αισθήματα, μυστικά παράδοξα, αντιθέσεις, εντάσεις, σκοτάδια ανεξιχνίαστα και άλλα που, ενώ έμοιαζαν σκοτεινά, παρήγαγαν φως. Ζήταγαν να γίνουν λόγος αυτόνομος και σαφής χωρίς να ασφυκτιούν στη θολούρα ή στον ερμητισμό τής ποίησης· έπρεπε να γίνουν τεράστιες τοιχογραφίες, αξίωναν να έχουν αναλυτική μορφή, κυρίως επέβαλλαν λόγο αποσαφηνιστικό και ερμηνευτικό. Το εύρος του μυθιστορήματος μού έδινε τον άπλετο χώρο να ακουστούν μύχιες καταστάσεις μέσα από πληθώρα «φωνών». Φωνών προσωπικών αλλά και αλλότριων : τι απορρίπτω και τι αποδέχομαι, τι ενστερνίζομαι και τι αρνούμαι. (Πάντως , αν διασώζεται κάτι από την ποίηση στην πεζογραφία μου είναι η μουσικότητα στη γλώσσα, απόρροια της εξαντλητικής επεξεργασίας ).
Από τα «Σάββατα δίχως μύθο» στο «Όταν βγήκε από τη σκιά». Διαφορετικοί μύθοι, διαφορετικές προσεγγίσεις. Τελικά, ποια μυθοπλαστική ανάγκη σας οδηγεί ως λογοτέχνη;
Θα έλεγα ότι βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα τεράστιο παζλ που πρέπει να συμπληρώσω τα κομμάτια του. Ώστε να φτάσω κάποια στιγμή να πω στον εαυτό μου «τώρα η εικόνα ολοκληρώθηκε, αυτό ήσουν». Αυτήν την ανάγκη ικανοποιώ, αυτήν την προσωπική αίσθηση έχω. Το ίδιο, πιστεύω, συμβαίνει λιγότερο ή περισσότερο σε κάθε συνειδητοποιημένο συγγραφέα. Κάθε βιβλίο του είναι κι ένα μέρος, ένα κομμάτι της όλης εικόνας του· της αντίληψης που έχει για τον κόσμο και τα πράγματα. Όλα τα κομμάτια τού «είναι» του είναι διάχυτα, μπερδεμένα μεταξύ τους και ζητούν τη θέση τους. Με τη γραφή κάθε βιβλίου και βάζοντας ο συγγραφέας τά επί μέρους στοιχεία σε σειρά, συνθέτει την αντίληψη που έχει για τον κόσμο, τη στάση που κρατάει απέναντι στη ζωή. Κάθε βιβλίο αποτελεί ένα μέρος της κοσμοαντίληψής του, της βιοσοφίας του. Χωρίς ποτέ να γίνεται αυτοαναφορικός, χωρίς να γράφει την αυτοβιογραφία του – κι αυτό είναι το σημαντικό επίτευγμα. Είναι ένα γενναίο βήμα να φωτίσει τα σκοτεινά μέρη της ανθρώπινης οντότητας, να κατανοήσει την ανθρώπινη ύπαρξη και ως εκ τούτου να φτάσει ο ίδιος σε ένα επίπεδο αυτογνωσίας. Έχοντας δώσει στον αναγνώστη του τη δυνατότητα να προσεγγίσει και εκείνος τον δικό του εαυτό. Δεν ξέρω άλλον καλύτερο δρόμο να επιτυγχάνει κανείς την αυτεπίγνωση. Κι όταν εντέλει το εκάστοτε θέμα του αναδυθεί σαν την κορυφή του παγόβουνου , αρχίζει η ανίχνευση του όγκου που βρίσκεται από κάτω : συγκρουσιακές συνθήκες, πρόσωπα της αφήγησης, επιλογή του χώρου, ένταξη στον χρόνο, ατμόσφαιρες κλπ. κλπ. Ώσπου όλα αυτά να γίνουν λογοτεχνικός λόγος.
Έχετε συμβάλει στον λογοτεχνικό μύθο της Πάτρας, της γενέτειρα σας, τόσο γιατί είναι ο πρωταγωνιστής-τόπος σε πολλά σας μυθιστορήματα, όσο και γιατί έχετε δημιουργήσει/συγγράψει ιδιαίτερα αφιερώματα για την πόλη. Σας έσπρωχνε ένα είδος εσωτερικής ανάγκης ; Έχει επηρεάσει την ψυχοδομή και τη συγγραφική σας εξέλιξη;
Ο χώρος που γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε είναι το κέλυφος μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο νους και ό,τι ονομάζετε εσείς «ψυχοδομή»: οι μυρωδιές, οι ήχοι, οι εικόνες που προσλαμβάνουμε, η αίσθηση του φωτός, η μητρική γλώσσα, οι εποχές, το μουρμούρισμα της βροχής, οι παιδικοί μας φίλοι, οι πρώτες μας αγάπες. Κι ακόμα η μελαγχολία , η μουντάδα τού καιρού ή η ευφορία της Άνοιξης και τα καυτά καλοκαίρια μας. Με αυτά τρέφεται η ψυχή και το μυαλό. Ξεχασμένα πρόσωπα απ’ τα οποία όμως συγκρατείς στοιχεία τους, χαρακτηριστικά τους, εμπειρίες του βίου που ο απόηχος έχει εντυπωθεί στη μνήμη, φέτες ζωής που θυμάσαι έντονα το σχήμα τους και που γίνονται πηγές πνευματικής δημιουργίας.
Αυτοί οι παράγοντες γεννούν τα αισθήματα. Κι αυτά τα βιώματα αποτελούν την πρωτογενή ύλη των περισσότερων μυθιστορημάτων, το υλικό με το οποίο πλέκεται ο ιστός των ιστοριών μας και γύρω από τον οποίο εξυφαίνεται το λογοτεχνικό μας σύμπαν. Η γενέτειρα – ο χώρος αυτός των πρώτων εντυπώσεων- καλλιεργεί μια ψυχοσύνθεση που θα γεννήσει τη συγγραφή. Σ’ αυτόν τον χώρο, σαν σε μήτρα, καταγράφονται πλείστα ερεθίσματα, αντιδράσεις, εμπειρίες. Μια πληθώρα από εικόνες του συγκεκριμένου περιβάλλοντος θα εντυπωθούν στη μνήμη και θα δώσουν, αργότερα, τις περιγραφές ή την αποτύπωση των ψυχικών καταστάσεων. Η δική μου πόλη και τα δικά μου παιδικά χρόνια μού έχουν προσφέρει πλούσιο υλικό και με έχει αναθρέψει καλά ( με τις προσφορές τους αλλά και με τις στερήσεις τους).
Όσον αφορά την πρώτη σας ερώτηση : Χαίρομαι που επισημαίνετε ότι η δουλειά μου έχει συμβάλει στη δημιουργία του μύθου της πόλης : αυτό είναι μεγάλος έπαινος και, αν όντως συμβαίνει, είναι μεγάλη δωρεά – αλλά και βασική μου φιλοδοξία, ένα «είδος εσωτερικής ανάγκης» όπως λέτε. Αν διασωθούμε τελικά, θα διασωθούμε μέσα από την αγάπη της πόλης. Και εν πάση περιπτώσει, η πόλη είναι κι αυτή μια λογοτεχνική περσόνα. ( Θεωρώ τα «Σάββατα δίχως μύθο» μια ερωτική επιστολή που έγραψα κάποτε και την έστειλα στην πόλη για να τής πω ότι η ψυχοσύνθεσή μου είναι συνυφασμένη με την δική της ταυτότητα). Η έλξη αλλά και η αποστροφή που νιώθω για την πόλη δεν είναι παρά οι δυο όψεις μιας ουσιαστικής αγάπης- καθόλου ωραιοποιημένης ή σοβινιστικής· αντιθέτως, αγάπης βαθιάς και αυθεντικής. Κάπου λέω για την Πάτρα σε έναν εσωτερικό διάλογο: «Την πόλη αυτή, για να την αγαπήσεις πρέπει πρώτα να την αρνηθείς».
Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα «Όταν βγήκε από τη σκιά», έχετε ως σημείο αναφοράς την ελληνική επικράτεια αλλά πλέον δεν είναι απαραίτητο σκηνικό η πόλη σας, η Πάτρα. Νιώθετε ένα είδος συγγραφικής απελευθέρωσης απ’ αυτή σας την επιλογή ;
Πράγματι, το τελευταίο μου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην πόλη Ληθώ, όχι στην Πάτρα. Ο δε γεωγραφικός χώρος όπου συμβαίνουν τα γεγονότα είναι ο Βορράς και ο Νότος. Αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικοί χαρακτήρες μέσα από τη σχέση τους ( ο Ερρίκος Μαλτέζος και η γυναίκα του Μαρυλλίδα ), αλλά και δύο διαμετρικά αντίθετες κοσμοαντιλήψεις. Η μία, τής «διανόησης», της θεωρίας και των σκοπιμοτήτων. Η άλλη, γήινη και χοϊκή: μιας φυσικής ύπαρξης, που πατάει γερά στα πόδια της. Από τη μια ο λογοκρατούμενος σύγχρονος πολιτισμός, η επίφαση του Νου και του Λόγου (ο ψευτοδιανοούμενος κόσμος τής θεωρίας), κι απ’ την άλλη η αυθεντικότητα, η απροσποίητη στάση ζωής (που τα εκπροσωπεί η γήινη Μαρυλλίδα– τής πράξης και της δράσης). Οι διαχρονικές αξίες της ηρωίδας μου αντιπαρατίθενται σ’ έναν κόσμο ψεύτικο και επίπλαστο. Αλλοτριωμένο πνευματικά και πολιτιστικά.
Η «Ληθώ», γενέτειρα του Ερρίκου, παραπέμπει ετυμολογικά στη ‘Λησμονιά’, στη ‘Λήθη’. Ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου οι άνθρωποι, έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις τους με τις φυσικές συνθήκες ζωής, έχουν απεμπολήσει και τα ανθρώπινά τους χαρακτηριστικά. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε σύγχρονη μεγαλούπολη. Αν αναφερόμουν στην Πάτρα, θα αδικούσα την πόλη. Θα ήταν λάθος να στοχοποιήσω μια πόλη μόνον και να επιρρίψω σ’ αυτήν και στους κατοίκους της την μομφή για την απεμπόληση των πολιτιστικών τους στοιχείων, για την αλλοτρίωση των κατοίκων. Ήταν επιβεβλημένη λοιπόν η αλλαγή του ονόματος .Έτσι μπόρεσα ναμιλήσω για πολιτιστικό εξανδραποδισμό της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Για το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης κοινωνίας , όχι μόνο της Πάτρας.
Στα «πουλιά με το μαύρο κολλάρο» ο ήρωας -πρωταγωνιστής ήταν υπαρκτό πρόσωπο στην πραγματικότητα. Το ίδιο και στο βιβλίο «Η τελευταία μάσκα» η ηρωίδα-παιδοκτόνος. Πόση δυσκολία υπάρχει σε τέτοια λογοτεχνικά εγχειρήματα και πότε θεωρείτε ότι είναι επιτυχή;
Θέλω η πεζογραφία μου να έχει ήρωες σημερινούς και να μιλάω για θέματα φλέγοντα της εποχής μου. Έτσι ακουμπάνε τον σύγχρονο αναγνώστη. Αλλά επιδιώκω πάντα – στο βαθμό που είναι εφικτό, βέβαια- μια συνδυαστική ανάπτυξη του θέματός μου. Μ’ ενδιαφέρει να ανάγω το θέμα μου σε έναν ευρύτερο χώρο, να δημιουργώ μια εμπλουτισμένη θεματική που να ξεπερνά το συγκεκριμένο , μονοδιάστατο γεγονός.
Έτσι , οι λογοτεχνικές περσόνες αποκόπτονται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα και αποκτούν βάθος, οι δε συμπεριφορές και οι αξίες που τις διέπουν, αποσπώμενες από μια τετριμμένη καθημερινότητα, τείνουν να αποκτούν διαχρονικότητα. «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» λχ μιλάνε για τον εκμαυλισμό του θύματος από τον θύτη του και τη δολοφονία του ( η πραγματική ιστορία) και συγχρόνως για τον εκμαυλισμό και διάβρωση του πολίτη από την πολιτική εξουσία. Οι δυο ιστορίες αναπτύσσονται παράλληλα και οργανικά αξεδιάλυτα. Στο «Όταν βγήκε από τη σκιά» , επίσης, μιλάω για την καταπίεση και τη βία που υφίσταται η χοϊκή , γήινη ηρωΐδα μου από τον «πνευματικά ανώτερο», καιροσκόπο σύζυγο που ωστόσο καταστρατηγεί κάθε ανθρώπινη αξία και παράλληλα μιλώ για την απεμπόληση των ανθρωπιστικών αξιών λόγω της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον φυσικό τρόπο ζωής. Έτσι οι λογοτεχνικοί μου ήρωες απομακρύνονται από τα πρωτότυπά τους και νοηματοδοτούμενοι πολλαπλώς αποκτούν ευρύτερα χαρακτηριστικά. Αυτή η συνδυαστική προσπάθεια, αυτός ο συγκερασμός και η παράλληλη αφήγηση, η επίτευξη του διπλού στόχου έχει πάντα ρίσκο. Αλλά αυτό το λογοτεχνικό ιδεώδες με ενδιαφέρει να υπηρετώ, αυτή τη γραφή θεωρώ ουσιαστική και πετυχημένη. .
Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω στο βιβλίο «Τα πουλιά με το μαύρο κολλάρο». Ιστορία επώδυνη και στενάχωρη. Τι σας ενέπνευσε για αυτό το βιβλίο; Περιμένατε την απήχηση που είχε στο αναγνωστικό κοινό;
Το βιβλίο άρχισε να γράφεται όταν πείστηκα ότι μπορούσε στο θέμα να δοθεί ένα βάθος και ότι δεν θα πρόκειται για κοινοτοπία. Εν προκειμένω, η συνύπαρξη μιας ατομικής ιστορίας που συνάπτεται με τις πολιτικές εξελίξεις. Όταν βρέθηκαν οι συνάψεις των διαφορετικών θεμάτων, τότε ξεκίνησα να γράφω. Δεν ήξερα πώς θα εκληφθεί. Είχα δουλέψει, αλλά άλλες οι προσδοκίες οι δικές μου κι άλλες οι αντιδράσεις των αναγνωστών. Και το θέμα της ομοφυλοφιλίας δεν ήταν και το ευκολότερο. Φαίνεται όμως ότι ισορρόπησαν όλα – κι αυτό ήταν ένα στοίχημα. Έφτασαν όλα στο ύψος μιας έντασης και η αφήγηση «πήγε σφαίρα ως το τέλος». (Θυμάμαι τον Μάνο Ελευθερίου που με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είπε : «Ποτέ δεν έχω γυρίσει τις σελίδες ενός βιβλίου για να μάθω το τέλος του. Και στο δικό σου, το έκανα. Φτάνοντας στη μέση, γύρισα να δω πώς τελειώνεις» . Τόση αγωνία τού είχε προκαλέσει).
Κομβικό σημείο του ενδιαφέροντός μου ( πάνω στο οποίο δοκιμάστηκε η γραφή μου ) ήταν να συνδέσω τη θυμική συμπεριφορά (που καταλήγει σε ένα έγκλημα πάθους), και τις ανεξέλεγκτες εγωκεντρικές συμπεριφορές στον κοινωνικό βίο (που οδηγούν στην πτώχευση και τον εξανδραποδισμό μιας ολόκληρης χώρας). Απ’ τη μια, η επιβολή της ακραίας βίας σε μια διαπροσωπική σχέση (που φτάνει στην αφαίρεση της ζωής του άλλου) κι απ’ την άλλη ο εκμαυλισμός στην πολιτική και κοινωνική ζωή (που οδηγεί μια χώρα στον εξανδραποδισμό της). Δεν ήταν σίγουρο πως θα τα καταφέρω να βρω τους συνδυαστικούς αρμούς των δύο ιστοριών, αλλά η πορεία προς αυτήν την κατεύθυνση είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Όταν συγκεκριμενοποιήθηκε λοιπόν αυτός ο στόχος, άρχισε να λύνεται η γλώσσα μου. Έγινε μια μηχανή που την οδηγούσα με πολλή προσοχή. Ως τότε είχα απογοητευτεί πολλές φορές και είχα μεγάλες επιφυλάξεις αν θα τα καταφέρω τελικά να το ολοκληρώσω. Η προσπάθεια λοιπόν που είχε ξεκινήσει (από το1986 σαν σκέψη και) από το 2012 ως γραφή με συνεχείς επεξεργασίες ολόκληρου του έργου ( περί τις 17 έχω στο αρχείο μου) , έγινε βιβλίο το 2017.
Στο βιβλίο «Η τελευταία μάσκα», θεατρική ωδή πάνω στην ιστορία της Πάτρας με τη μορφή ενός πολύπτυχου χορικού, συνεργάζεστε/συγγράφετε μαζί με τον Θόδωρο Τερζόπουλο. Συνδημιουργία λογοτεχνίας και πρωτοπόρας σκηνοθεσίας. Πολυποίκιλη απόδοση Τέχνης. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι δυσκολίες μπορεί να είχε;
Στην «Τελευταία Μάσκα» ανιχνεύεται, μέσω μιας σύγχρονης ιστορίας, η συλλογική συνείδηση και η ψυχολογία της πόλης. Καταγράφονται συμπεριφορές , νοοτροπίες και χαρακτηριστικά της πατραϊκής κοινωνίας τα οποία συνιστούν στοιχεία της ταυτότητάς της, κοινωνικά και πολιτικά.
Ήταν μια κορυφαία στιγμή της λογοτεχνικής μου πορείας. Ένιωθα βαριά στους ώμους μου την εμπιστοσύνη του Θάνου Μικρούτσικου στο πρόσωπό μου κι ακόμα ότι έπρεπε να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις ενός σκηνοθέτη διεθνούς εμβέλειας, του Θόδωρου Τερζόπουλου. Περισσότερο απ’ όλα ένιωθα ότι όφειλα να δικαιώσω την πόλη – Πολιτιστική πρωτεύουσα 2006 γαρ. Σ’ αυτήν είχα την αίσθηση ότι λογοδοτώ.
Με τον Θόδωρο Τερζόπουλο συνεργαστήκαμε άψογα. Λειτούργησα μαζί του σαν ο συγγραφέας που παρήγαγε κείμενα , σκηνές , εικόνες . Την δραματική επεξεργασία των κειμένων αυτών έκανε ο Τερζόπουλος.Το γεγονός ότι «Η Τελευταία μάσκα – fallimento» επιλέχτηκε εκείνη τη χρονιά να ταξιδέψει στο φεστιβάλ του ΒΙΣΜΠΑΝΤΕΜ της Γερμανίας “ NEW PLAYS FROM EUROPE 2006” , να κάνει sold out παραστάσεις στην Αθήνα επί έναν ολόκληρο χρόνο, να επιλεγεί από το κοινό στα 5 επικρατέστερα για τα Θεατρικά βραβεία κοινού, και να πάρει ο Τερζόπουλος το μεγάλο βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Κριτικών (για τις παραστάσεις «Τελευταία μάσκα – fallimento» , «Πέρσες» και «Τζενίν» ) με γέμισε ευχαρίστηση.
«Όταν βγήκε από τη σκιά»: Τίτλος περιγραφικός που εμπεριέχει κινηματογραφική κίνηση. Πώς τον εμπνευστήκατε; Σας επηρέασε η συχνή ψυχική, και όχι μόνο, κακοποίηση των γυναικών τα τελευταία χρόνια για να γράψετε αυτό το βιβλίο, που λειτουργεί ως εγχειρίδιο αντίστασης και οδηγιών για να επιμείνουν οι γυναίκες να κάνουν πράξη τις επιθυμίες τους και να μην στερούνται την ελευθερία τους;
Όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, δεν είχε ανακύψει ακόμα το θέμα με τις κακοποιήσεις των γυναικών. Το πρόβλημα φούντωσε με το «Me-too» και συνέπεσε ακριβώς με την έκδοση του μυθιστορήματός μου. Με εντυπωσίασε κι εμένα η συγκυρία. Νομίζω ότι απλώς είμαι ένας καλός παρατηρητής της γυναικείας οντότητας με μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον γι’ αυτήν.
Ανέκαθεν με απασχολούσε η επιβολή κάποιων ‘‘πνευματικών ανθρώπων’’ πάνω στους άλλους. Ο υπολανθάνων φασισμός πάνω στον αδύνατους, στους πνευματικά υποδεέστερους, είτε πρόκειται για καθηγητές προς τους μαθητές τους , είτε για διανοούμενους προς τους πνευματικά κατώτερους. Είναι μια μορφή εξουσίας, που μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε φασιστική συμπεριφορά. Η ιδέα γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε στο εκπαιδευτικό περιβάλλον και στον τρόπο επιβολής κάποιων ‘‘εκπαιδευτικών’’ στους αδαείς μαθητές τους. Κι όταν, κάποια στιγμή, έγινε γνωστή η εξουσιαστική συμπεριφορά του διανοούμενου Άρθουρ Μίλερ προς την Μέριλιν Μονρόε, η πληροφορία αυτή με έκανε να σκεφτώ ότι το θέμα μπορεί να γίνει μυθιστόρημα.
Όμως η δική μου ηρωίδα αντιδρά , γίνεται αυτοδύναμη , βρίσκει τον εαυτό της και διασώζεται, κι αυτό αποτελεί την αισιόδοξη οπτική του μυθιστορήματος. Πώς συντελείται αυτή η αλλαγή; Στο «Όταν βγήκε απ’ τη σκιά» οι απλές καθημερινές ασχολίες τής Μάριαν ή Μαρυλλίδας – η σχέση της με τη φύση, η καλλιέργεια της γης, η επαφή της με το χώμα- έχουν έναν τελετουργικό χαρακτήρα. Σαν να αναπαριστά η ηρωίδα μου μια προαιώνια τελετή που δεν έχει αφήσει να σβήσει ποτέ. Βρίσκεται θαρρείς σε νοερή επικοινωνία με τους προγενέστερους, μνημονεύει το παρελθόν, το επαναφέρει στη ζωή της δραστικά , όχι νοσταλγικά. Ζωντανεύει τον παρελθόντα χρόνο και εντάσσοντάς τον στο παρόν προτείνει, χωρίς να το επιδιώκει καν, έναν τρόπο ζωής.
Οι περισσότεροι ήρωες και οι ηρωίδες σας είναι πλάσματα πολύ κοντά στον καθημερινό άνθρωπο. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή ή προκύπτει στην πορεία συγγραφής κάθε μυθοπλασίας σας ;
Είναι απολύτως συνειδητή αυτή η επιλογή, για να μην πω αναγκαστική. Με τέτοιους ήρωες έχω συναναστραφεί , ανάμεσα σ’ αυτούς τους λαϊκούς ανθρώπους έχω μεγαλώσει, από την ίδια στόφα είμαι κι εγώ καμωμένος κι αυτούς γνωρίζω καλά. Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Με ενδιαφέρουν οι ζωντανοί άνθρωποι, αυτοί που ζουν μέσα στην κοινωνία, επηρεάζονται απ’ τις καθημερινές καταστάσεις. Δεν θα έκανα τίποτε εγκεφαλικό ή κάποιο έργο επιστημονικής φαντασίας.
Όμως οι ήρωες και οι ηρωΐδες μου είναι αποτέλεσμα πολύμορφης σύνθεσης και εμπεριέχουν στοιχεία ομοειδών προτύπων με συγγενή χαρακτηριστικά. Οι ήρωες τής διπλανής πόρτας μου επιτρέπουν να μπω στον λαβύρινθο μιας ψυχοσύνθεσης ιδωμένης όμως με ευρυγώνιο φακό. Το πώς όμως θα χειριστεί κανείς το υλικό αυτό, εξαρτάται από τη φαντασία, τις ικανότητες, τα βιώματα που κουβαλάει, την ιδεολογική και γλωσσική του σκευή. Και από την εξαντλητική, λεπτομερειακή εργασία. Αυτά τα στοιχεία κάνουν τους ήρωες και τις ηρωίδες ξεχωριστούς. «Η λογοτεχνία – λέει ο Κρακάουερ- έχει αξία όταν καταβυθίζεται μεν σε γεγονότα της απλής καθημερινότητας μέσω των ηρώων, αλλά παράγει ιδέες υψηλής πνευματικότητας. Τότε η τέχνη του λόγου δίνει μορφή σε μια αδιαμόρφωτη ως τώρα πραγματικότητα, κι ο αναγνώστης συλλαμβάνει τον εαυτό του σε μεταφράσιμο είδος».
Χρειάζονται ειδικές συνθήκες γραφής για σας; Εραστής του χαρτιού ή του πληκτρολογίου;
Είμαι πεπεισμένος ότι γράφω όταν βρίσκομαι υπό πίεση. Τότε η γραφή μοιάζει με καταφυγή , με απόκρυψη από ένα έξωθεν κυνηγητό. Αφού κι εγώ απορώ πώς γράφτηκαν τόσα βιβλία παρόλη την εργασία του σχολείου, τη φροντιστηριακή απασχόληση, τις άπειρες εκθέσεις για διόρθωση (έχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου). Ο Η/Υ με βοηθάει να ρίχνω τις σκέψεις μου στο Word , να ανακατατάσσω δοκιμάζοντας το υλικό μου, να χρησιμοποιώ διαφορετικά χρώματα γραφής για διαφορετικές κλίμακες του υλικού μου, να κάνω διορθώσεις κι όμως να βγαίνει το κείμενο καθαρό και να μη χρειάζεται να το ξαναγράφω – μέγιστο κέρδος χρόνου. Οι τελικές διορθώσεις όμως στις αλλεπάλληλες επεξεργασίες γίνεται πάντα στο χαρτί.
Οφείλει ο συγγραφέας να απεκδύεται την πολιτική του ιδεολογία, όταν γράφει; Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;
Η πολιτική ιδεολογία υπό την ευρύτατη έννοιά της είναι αναπόφευκτη, όχι όμως η κομματική ταυτότητα στην τέχνη. Δεν πιστεύω ότι ταιριάζουν οι κομματικές θέσεις. Γιατί; Διότι η λογοτεχνία απεχθάνεται τη «διδασκαλία», το υψωμένο δάχτυλο, την κατήχηση. Δεδομένου δε ότι τρέφεται από την ανορθόδοξη και την αιρετική ματιά, δεν της ταιριάζουν οι δογματικές απόψεις. Και οι κομματικοί σχηματισμοί στηρίζονται πάνω στα δόγματα. Γι’ αυτό η θέση τού σκεπτόμενου ανθρώπου – και δη του δημιουργού- είναι απέναντι στην εξουσία όχι μαζί της. Λέω «απέναντι» με την έννοια της κριτικής στάσης απέναντί της.
Ωστόσο, μοιραία στη γραφή μπαίνουν οι πολιτικές αντιλήψεις του συγγραφέα. Οι θέσεις του που συνιστούν μια κοσμοαντίληψη ζωής, μια βιοσοφία. Όχι οι στενά κομματικές αλλά οι πλατιά δημοκρατικές απόψεις που ταυτίζονται με τις ουμανιστικές θεωρήσεις ζωής και τον ανθρωπισμό στην πράξη. Σίγουρα, όμως, και οι πολιτικές του απόψεις πρέπει να είναι απαλλαγμένες από δογματικές θέσεις.
Τι ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό; Θα διαβάσουμε σύντομα κάτι δικό σας;
Ναι, μέχρι το τέλος αυτής της χρονιάς θα έχει εκδοθεί το καινούριο μου μυθιστόρημα από τις ‘‘Εκδόσεις Καστανιώτη’’. Ο τίτλος του είναι «Διπλή ζωή» . Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις νέες μορφές οικογένειας στην εποχή μας, τις ραγδαίες αλλαγές του θεσμού, τις κοινωνικές ανακατατάξεις που έχουν επέλθει στις μέρες μας. Και τις συνέπειες πάνω στους ανθρώπους.
Στο μυθιστόρημα συγκρούονται δύο γενιές : Απ’ τη μια ο Παύλος Παυλής, η γυναίκα του Μαρίνα, η ερωμένη του Έλσα είναι μορφώματα της ελευθεριάζουσας κοινωνίας του ’80 και ’90 γαλουχημένοι με τους αγώνες για σεξουαλική απελευθέρωση και ελεύθερες σχέσεις· με συμμετοχή στα φεμινιστικά κινήματα και ενεργό δράση για την αυτοδιάθεση του σώματος και την απελευθέρωση της Libido. Απ’ την άλλη, ο 13χρονος Φίλιππος γιος της Έλσας , και η έφηβη Νάσια κόρη του Παυλή και της Μαρίνας, παιδιά της νέας ψηφιακής εποχής, που αντιδρούν στις τακτικές των απελευθερωμένων γονιών τους και η σύγκρουση με αυτούς προκαλεί δυσάρεστες έως οδυνηρές καταστάσεις. Ο καθένας απ’ αυτούς βλέπει τα πράγματα από διαφορετική οπτική. Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτή τη διαμάχη ο αφηγητής μου στέκεται εντελώς απέξω, χωρίς να παίρνει θέση, και καλεί τον αναγνώστη να κρίνει, να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, πού βρίσκεται το σωστό και πού το λάθος. (Δεν πιστεύω ότι θα το κάνει με ευκολία).
Φωτογραφία: Θάνος Μικρούτσικος, Κώστας Λογαράς