Ανδρέας Μήτσου
Από τη λογοτεχνία-ντοκουμέντο στη δραματουργική ανασύσταση
Κώστα Βούλγαρη, Η περούκα της Σοφίας Νέρη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005
«Η παραστατική λειτουργία του έργου τέχνης φέρνει ως ένα ιδιαίτερο είδος ανθρώπινου παιγνιδιού τον θεατή στη θέση του παίκτη», γράφει ο Gadamer. Ο πιο ευρύς μάλιστα ορισμός της δραματουργίας είναι ότι πρόκειται για τη μελέτη τού «πώς τα άτομα επιτυγχάνουν νόημα στις ζωές τους».
Η δραματουργικά εκπεφρασμένη θέαση του κόσμου μπορεί να αναχθεί σε χρόνους απώτερους. Από τον Επίκουρο (1ος αι. μ.Χ.), ο θνητός άνθρωπος εισέρχεται στο προσωρινό περιβάλλον της επιγείου υπάρξεως, όπως ακριβώς ένας ηθοποιός ανεβαίνει επάνω στη θεατρική σκηνή: «μέμνησο, ότι υποκριτής εί δράματος, οίου αν θέλη ο διδάσκαλος. Αν βραχύ, βραχέος. Αν μακρόν, μακρού. Αν πτωχόν υποκρίνασθαι σε θέλη, ίνα και τούτον ευφυώς υποκρίνη, αν χωλόν, αν άρχοντα, αν ιδιώτην. Σου γάρ τουτ’ εστί, το δοθέν υποκρίνασθαι πρόσωπον καλώς. Εκλέξασθαι δι’ αυτό άλλου». Αλλά και στις αρχές ακόμα του 16ου αιώνα, ο Έρασμος συντάραξε τα μεσαιωνικά πνεύματα των συγχρόνων του με το τολμηρό ερώτημα, «και τι είναι στο κάτω κάτω της γραφής η ανθρώπινη ζωή, παρά μια συνεχής παράσταση, στην οποία όλοι πηγαινοέρχονται φορώντας διαφορετικές μάσκες και στην οποία ο καθένας παίζει ένα ρόλο που του έχει ανατεθεί, έως ότου ο σκηνοθέτης να τον μετακινήσει από το σκοτάδι». Το 1599, μάλιστα, το περίφημο Globe Theater είχε ήδη δημιουργηθεί από τον θίασο που διεύθυνε ο Σαίξπηρ, με μια επιγραφή στην είσοδό του, η οποία αναπαριστούσε τον Άτλαντα να κρατάει τη σφαίρα στους ώμους του και από κάτω το λατινικό επίγραμμα: «Totus mundus agit Histιonem». «Όλος ο κόσμος είναι ένα θέατρο». Χαρακτηριστικός, και της ιδίας εποχής, ο περίφημος μονόλογος του Σαίξπηρ από το Όπως επιθυμείτε:
Όλος ο κόσμος μια σκηνή
και απλοί παίκτες είναι όλοι
γυναίκες κι άντρες
με τις «εισόδους» και τις «εξόδους» τους.
Κι ο καθένας στον καιρό του παίζει πολλούς ρόλους. Οι πράξεις του φτάνουν για εφτά ζωές.
Μια παράσταση λοιπόν ο κόσμος όλος. Αυτή την αλήθεια έχω την αίσθηση πως αναδεικνύει το καινούργιο μυθιστόρημα του Κώστα Βούλγαρη, όπου ένας διδάσκων στο τμήμα θεατρολογίας του Ανοικτού πανεπιστημίου, μαζί με τους τριάντα συνομηλίκους του φοιτητές, δημιουργούν από κοινού μια θεατρική σύνθεση, αποτελούμενη από σκηνικά διηγήματα∙ ένα θεατρικό μυθιστόρημα κατά τον αφηγητή, το οποίο και θα τους αναδείξει ως πολίτες «του ιστορικού παρόντος».
Η λογοτεχνία-ντοκουμένο, που χαρακτηρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Βούλγαρη, διολισθαίνει, θα ’λεγα, αναπότρεπτα, προς μια απόπειρα τα θραύσματα του χρόνου και τα ντοκουμέντα να ανασυσταθούν, και να αποκτήσουν έναν διαφορετικό συνεκτικό ιστό, να δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα, ώστε να αναδυθεί εκείνος ο συμπονετικός χρόνος, όπου θα συντελεσθεί πλέον η παράσταση και ο αφηγητής θα βρει επιτέλους το σκηνικό του για να «παίξει».
Αναζητείται επομένως ο χρόνος αφήγησης ως χρόνος προσωπικής καταφυγής. Ό,τι ελπίζεται είναι πως ο δυναμικός και υπερφορτωμένος, από τόση αξόδευτη, ακόμα, δόξα χρόνος του εμφυλίου, ο οποίος και αποτελεί τον «οίκο» και την εμμονή του Κώστα Βούλγαρη, όσο και εκείνος ο απατηλός χρόνος της μεταπολίτευσης, που περιέπαιξε σκληρά τον συγγραφέα και την γενιά μας όλη, ως απόηχος και ως καρικατούρα του ηρωικού χρόνου του εμφυλίου, ότι θα συναινέσουν στην υπέρβασή τους σήμερα. Σ’ ένα παρόν αποκαθαρμένο και έτσι ανεκτικό.
Η αγωνία της μεταμφίεσης, στα χνάρια της Ιστορίας των μεταμορφώσεων (1990) του Γιάννη Πάνου και υπό την σκέπην του Αιμιλίου Βεάκη, καθώς στο εξώφυλλο αποτυπώνεται, η περούκα βεβαίως της Σοφίας Νέρη, η μάσκα και το προσωπείο, διέπουν και καθορίζουν το μυθιστόρημα.
Με την τεχνική που του πάει καλύτερα, θα φτιάξει –ο καθένας σας– ένα σκηνικό διήγημα, δηλαδή μία από τις σκηνές μιας θεατρικής σύνθεσης. Πώς σας φαίνεται η ιδέα;
Αυτό προτείνει ο αφηγητής στους φοιτητές της θεατρολογίας και αυτό πραγματώνεται στο μυθιστόρημα.
Η αγωνία της μορφής διαποτίζει πράγματι την αφήγηση. Θραύσματα χρόνων απώτερων και κοντινών, εμβόλιμες κριτικές-υφολογικές παρατηρήσεις, απόπειρες συγκόλλησης και εξάρθρωσης του λόγου, από τους συνομηλίκους φοιτητές-συγγραφείς, όλα μαζί επιτυγχάνουν να συγκροτήσουν το σώμα του μυθιστορήματος. Ο σπαραγμός για τον ατελέσφορο ρόλο των λέξεων δεν επιχειρείται να κρυφτεί, ούτε και η συναισθηματική εμπλοκή του αφηγητή.
Οι λέξεις δεν μας σώζουν, η φθορά είναι σαρωτική. Τα γεγονότα επιβάλλουν τη δικιά τους εκδοχή. Βλέπεις, μα ν’ αντιδράσεις δεν μπορείς. Χτίσαμε τεράστια οικοδομήματα, να μείνουμε στη σκηνή λίγο ακόμα, επικαλεστήκαμε την Τέχνη για να μας βγάλει από τα πιθανά αδιέξοδα. Μα πάλι το κενό. Διάσπαρτα ξεχασμένα ερείπια δείχνουν το μέρος όπου διαδραματίστηκε η πλοκή τόσων γεγονότων,
σχολιάζει χαρακτηριστικά ένας από τους αφηγητές.
Η αφηγηματική persona πότε ακολουθεί πεζόμορφη, στέρεη αφήγηση στην πολυφωνική ιστορία, πότε ταυτίζεται ο αφηγητής με τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, έχοντας μετουσιώσει και οικειοποιηθεί το λόγο του, πότε επιδεικνύει έναν εαυτό, ο οποίος βιώνει τον κόσμο με τον τρόπο του Ν. Εγγονόπουλου, του Διονυσίου Σολωμού, αλλά και των συγχρόνων του, του Πούλιου, του Κοντού ή του Λάγιου του Μπλάνα και άλλων. Άλλοτε αναδύεται επίσης ο δημώδης λόγος, καταχωνιασμένος στο βάθος της συνείδησης, πλην σφριγηλός. Κι όλα τούτα επιζητούν να υποστασιοποιήσουν ένα και το αυτό πρόσωπο, κάποιον οιονεί παντεπόπτη αφηγητή, και υποδηλώνουν την αγωνία του να βρει τον τρόπο της έκφρασης, το γλωσσικό του, προσωπικό ύφος, ώστε να αποδώσει το όλον, που προσδοκά. Αφού, όπως ο ίδιος επισημαίνει, επικαλούμενος του Μπυφόν, «το ύφος είναι ο άνθρωπος».
Ό,τι αντιλαμβάνεται, πιστεύω, ο αναγνώστης, συμπάσχοντας με την αγωνία του αφηγητή, καθώς επιχειρεί το απρόσιτο, να βάλει τάξη στην πολύτροπη αφήγηση και στον κόσμο του, προκρίνοντας πιθανώς ο ίδιος (ο συγγραφέας) μιαν αταξία και τη διαρκή μεταλλαγή της φόρμας, είναι πως η μορφή δεν αποτελεί αυτοσκοπό, παρά υπαγορεύεται μόνο από τη δυναμική, την ανάγκη του κάθε μύθου. Μια ευθύγραμμη αφήγηση επί παραδείγματι μπορεί να είναι πρωτοποριακή και ανατρεπτική, εφόσον αποδώσει την κεκρυμμένη αλήθεια. Το πώς θα αποτυπωθεί αυτή, έχει να κάνει με την ένταση-έκταση του συμβάντος στον ψυχισμό του συγγραφέα. Αυτή την ένταση εκφράζει και πιστοποιεί η μορφή. Εξάλλου, ό,τι αναδύεται από αυτόν τον αγώνα της μορφής είναι η αυτογνωσία του δημιουργού. «Το άτομο, λέει ο Hegel, δεν ξέρει ποιος είναι όσο δεν άγεται μέσω του εγχειρήματος στην αισθητή πραγματικότητα». Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.
Σκάβοντας παρ’ όλα αυτά βαθιά εντός του, και επειδή δεν τον ικανοποιεί η φόρμα, ο δημιουργός −επιστρέψτε μου τον παρωχημένο όρο− τραυματίζεται. Αλλά και η επίδειξη ακόμα του πληγών του, συντελεί, νομίζω, στην ολοκλήρωση της μορφής. Ίσως λοιπόν ο αναγνώστης να μην νοιάζεται για νέες μορφές αφήγησης, παρά για νέες ιστορίες. Αυτό το ερώτημα βασανίζει, υποψιάζομαι, τον συγγραφέα. Η ολοκλήρωση-γέννηση του νέου μύθου. Οι «άλλες», οι κρύφιες δυνατότητες της ιστορίας καραδοκούν στο βάθος της. Η βυθοσκόπηση εκ μέρους του συγγραφέα και η αναζήτησή τους, απ’ όπου και θα αντληθεί ο αθωωμένος πλέον χρόνος, συνιστά την παράσταση, το δράμα του καλλιτέχνη, που κραυγάζει όπως στην σελίδα 40, τέσσερις τουλάχιστον φορές: «Δεν είμαστε παρελθόν!» Και στηρίζεται μόνο στις λέξεις για να το διατρανώσει. Αυτό ακριβώς αναπαρίσταται σ’ όλες τις αφηγήσεις.
Οι λέξεις, τα παυσίπονα της ιστορίας, λιώνουν κι αυτές, μέσα στην περιπέτεια της γλώσσας. Για να βγεις από την αφήγηση, πηγαίνοντας προς την ιστορία, δεν χρειάζονται παρά μερικά μάλλον ασήμαντα ή και τυχαία συμβάντα, που θα σου επιτρέψουν να ξαναδείς όσα γνωρίζεις, τώρα όμως από την οπτική γωνία της ίδιας της ζωής,
τονίζει μια αφηγηματική persona. Μια δοξάζοντας, δηλαδή, την άλλη, απιστώντας στην ίδια την αφήγηση ως αναπαράσταση και λεκτική πραγμάτωση. Κι όλοι μαζί συμφωνώντας οι αφηγητές, ως ένας συγγραφέας, στη μελαγχολική διαπίστωση «ζούμε τη ζωή σου να είμαστε ο καπνός της».
«Είναι ο φόβος που μας κάνει να μιλάμε ασταμάτητα;», διερωτάται στη σελίδα 168, και σ όλο μου φαίνεται το βιβλίο του ο Κώστας Βούλγαρης. Με την ίδια αγωνία συμπορευόμαστε μαζί του, καθώς επιχειρεί, μέσω της γραφής του κοινού βιβλίου των συνομηλίκων, να δικαιώσει τον εαυτό του και τη ζωή του ο συγγραφέας, παραθέτοντας διαρκώς ποικίλες και συχνά αντίρροπες απόψεις. Μιλώντας και διαβρώνοντας επίμονα την εσώτερη σιωπή. Γιατί «η πιο σίγουρη βουβαμάρα δεν είναι να σωπαίνει κανείς, αλλά να μιλάει», επιμένει ο Κίρκεγκωρ. Έτσι όπως ο Χάρπο Μάρξ οφείλει μεγάλο μέρος της ομορφιάς της σιωπής του στο ότι είναι περιτριγυρισμένος από μανιακούς ομιλητές. «Κάνω χειρονομίες ανάμεσα στις μοναξιές» μας θυμίζει ο Απολλιναίρ. Έτσι ξορκίζεται η «παράλογη σιωπή του κόσμου» (Κάφκα).
«Όλοι μιλάμε, μα απευθυνόμαστε στον εαυτό μας. Μόνο ο σκύλος στην αυλή, γαυγίζει, στο σκοτάδι» αντιλέγει ο πρώτος αφηγητής του βιβλίου, φοβερίζοντας πιθανώς το σκοτάδι, ο σκύλος ποιητής.
Η μορφή της αφήγησης, επομένως, το ύφος του κειμένου, κατακερματισμένες εικόνες, σπαράγματα από τον ζέοντα χρόνο του συγγραφέα, φωτογραφίες πολύτιμες οι οποίες ανασυντίθενται εμποτισμένες με την νοσταλγία, ή τον θυμό, με τον πόθο και την αγωνία να φτάσει ο αφηγητής στον νέο λόγο, στο νέο σχήμα, στην καινούρια λέξη την άφθαρτη, συστήνουν το μυθιστόρημα Η περούκα της Σοφίας Νέρη, της μεγάλης πρωταγωνίστριας, την οποία περούκα «ένα χαμίνι άνοιξε με το σουγιά του μικρή τρύπα στο πανί και από τα σανίδια που έχασκαν την έκλεψε».
Αυτό το χαμίνι ψάχνει, πιστεύω, ο αφηγητής, να δει την κατάληξή του, τι έχει απογίνει, αυτό ζηλεύουμε κι εμείς. Χρωστάμε ακόμα χάρες στον κύριο Μαλλιαρόπουλο, τον ευεργέτη,
Όστις, ιδίοις εξόδοις, υπεσχέθη να κατασκευάσει περίλαμπρον θέατρο.
Δημόσια παρουσίαση του βιβλίου, Αθήνα, Θέατρο της οδού Κυκλάδων, 20-3-2006. Αδημοσίευτο κείμενο.