Δευτέρα, 01/10/2018
Πόσο η γενέθλια γη, ο τόπος καταγωγής σας, με τον οποίο διατηρείτε άρρηκτες σχέσεις, έχει επηρεάσει την ψυχοδομή και τη συγγραφική σας εξέλιξη;
Κι εγώ πρωτοείδα τη θάλασσα από ψηλά, όπως λέει ο γεννημένος στην Τρίπολη Κ. Γ. Καρυωτάκης. Νομίζω πως ισχύει το ίδιο και με τον κοντοχωριανό μου Θανάση Βαλτινό (μια ράχη μας χωρίζει), ο οποίος άλλωστε στο πρώτο του βιβλίο, στην Κάθοδο των εννιά, τη θάλασσα από ψηλά τη βλέπει, και σε σχέση με αυτήν εξελίσσεται η περιπέτεια των ανταρτών/ηρώων του, στο Ξεροκάμπι, ένα άνυδρο υψίπεδο του Πάρνωνα, που τελειώνει εκεί που αρχίζει να φαίνεται ο Αργολικός κόλπος. Όπως βέβαια και ο συγχωριανός μου Γιάννης Πάνου, αφού η πρώτη σελίδα της Remington αναφέρεται σε μια αρχαία μάχη, Λακεδαιμονίων και Αργείων, που έγινε σε ένα ύψωμα του χωριού μας, απ’ όπου όχι μόνο φαίνεται, κάτω, στο βάθος, η ίδια θάλασσα, αλλά η εικόνα της κυριαρχεί στον ορίζοντα, πιστοποιώντας τη θέση του παρατηρητή πολύ ψηλότερα από αυτήν. Μιλάω προφανώς για την εποπτική ματιά, στην πραγματικότητα και σε όλα τα συμπαρομαρτυρούντα.
Ο Καρυωτάκης νομίζω πως κράτησε μόνο εκείνη την πρώτη, αλλά μάλλον σημαντική, αίσθηση από τη γενέθλια γη, όμως οι δύο πρόγονοί μου πεζογράφοι, επί μακρόν και εις βάθος ασχολήθηκαν στο έργο τους με την Αρκαδία, με τις γεωγραφικές και ιστορικές ιδιοτυπίες της, και ειδικότερα με τα χωριά μας, κρατώντας μια συνεχή, στενή σχέση με τον γενέθλιο τόπο, όπως κάνω κι εγώ. Ας το πως αλλιώς: εκείνη η αψάδα που διαπιστώνεται στο έργο αυτών των συγγραφέων, που τους κάνει ιδιαίτερους, από κάπου προκύπτει.
Να προσθέσω ότι το πρώτο κείμενό μου, στη μακρινή δεκαετία του 1980, αφορά τον Καρυωτάκη, ενώ (αφού μεσολάβησε μια περίοδος επιστροφής στα πάτρια) η ας πούμε επίσημη εμφάνισή μου στον πνευματικό στίβο γίνεται με ένα κείμενο στο περιοδικό Ο Πολίτης, ένα σχόλιο/απάντηση στην Ορθοκωστά του Βαλτινού, με βάση την (περιεχόμενη στο βιβλίο) ιστορία του χωριού μου.
Κάποιοι ίσως βρουν όλη αυτή την περιγραφή εξεζητημένη, όμως τη θεωρώ εξαιρετικά σημαίνουσα. Το έχω υποστηρίξει άλλωστε σ’ ένα αφηγηματικό βιβλίο μου, προσπαθώντας να δώσω μια εποπτική εικόνα της λογοτεχνίας σήμερα, καθώς και της προοπτικής της, και πάντως αφορά το είδος της λογοτεχνίας που κάνουμε οι προαναφερθέντες:
Το νέον έπος ουχί επί νήσου τινός αλλά επί των ορέων εμφωλεύει επτάμυχο, και επί έτη πολλά υπό των κορυφαίων λιθουργών εκλειαίνεται και ομαλίζεται και εκλαμπρύνεται, ώστε πολύθαμβο, ως της ποιήσεως ο γλωσσοτροπισμός, και αχαλίνωτο, ως της ιστορίας η άλογος δύναμη, και διαυγές, ως των ιδεών η ευγενής επιδίωξη, και φυσικό, ως της νεαράς λαχανοπωλητρίας η υπόδροσος χάρη, αναφανεί εις τα πεδία τα ύπτια, και τους ανθρώπους, ως λυσίκακο και παυσίλυπο φάρμακο, ευνοήσει, προσέτι δε ποιήσεως και ιστορίας την αρχαία εκείνη σχάση αναιρέσει και εις νέα συγκλήρωση αυτές οδηγήσει, στην κοίτη του αεί εφεδρεύοντος ρέοντος λόγου.
Το συγγραφικό σας έργο είναι πολυποίκιλο και πολλαπλών αναζητήσεων. Πώς εμπνέεσθε κάθε φορά το καινούριο σας δημιούργημα;
Καταγόμενοι οι προαναφερθέντες Αρκάδες από τον Ροΐδη, όχι μόνο έχουμε πολλαπλές αναζητήσεις σε διάφορα πεδία του πραγματικού, και ιδιαίτερα στην ιστορία, αλλά και δεν τα πάμε καλά με την «έμπνευση». Δεν γράφουμε κατά τον «συνήθη τρόπο». Άλλωστε, στην αφηγηματική μου σύνθεση Το εμφύλιο σώμα, ειρωνεύομαι δεόντως τη συνήθη αντίληψη του λογοτέχνη:
…το αεράκι της ψυχής που δροσίζει το τραπέζι τού συγγραφέα μέσα στη λάβρα τού μεσημεριού, όταν καθισμένος στη βεράντα του καλεί την “έμπνευση” να τον συνεπάρει, ώστε η φαντασία του να καλπάσει σε άλλους τόπους κι εποχές, σε πάθη, σε έρωτες και ήθη…
Πώς γράφουμε, όμως; Καταφεύγω πάλι σε ένα παρακείμενο απόσπασμά μου:
Πώς ήταν το γραφείο του Εμμανουήλ Ροΐδη, όταν έγραφε την Πάπισσα Ιωάννα; Σίγουρα θα στέναζε από τις στοίβες των σκωληκόβρωτων τόμων. Διότι η «παρέκκλιση» του Ροΐδη, ειδολογική και εν ταυτώ υφολογική, είχε ως προϋπόθεση το εξής απλό: έγραφε διαβάζοντας. Τι διάβαζε; Τα πάντα, αδιακρίτως. Ως τι έγραφε; Ως ιστοριοδίφης, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, εγκυκλοπαιδιστής, σατιρικός συγγραφέας, στοχαστής, λογοτέχνης, αναγνώστης. Ο Ροΐδης γράφει στα όρια των ειδών.
Πιστεύετε πως ένας δημιουργός οφείλει να έχει συγκεκριμένη ρότα στη συγγραφική του πορεία ή δικαιούται αλλαγές, μετατοπίσεις ή και απορρίψεις;
Ο συγγραφέας οφείλει να έχει συγκεκριμένο αισθητικό πρόταγμα, γιατί αλλιώς δεν νοείται τέχνη του λόγου, και εν γένει τέχνη. Όλα λοιπόν επιτρέπονται, ή απαγορεύονται, όλα δικαιούται να τα κάνει, ή να μην τα κάνει, με κριτήριο το αισθητικό του πρόταγμα, την προσπάθειά του να το συνθέσει. Αν βέβαια δεν διαθέτει κάτι τέτοιο, δεν μιλάμε για τέχνη του λόγου, αλλά για κάποιον αφελή ή φουκαρά ή και απατεώνα.
Μπορεί κάποιος να είναι το ίδιο δημιουργικός με την ποίηση, τη διηγηματογραφία, το μυθιστόρημα;
Η λογοτεχνία την οποία περιέγραψα προηγουμένως γράφεται στα όρια των ειδών, δημιουργώντας αξεπέραστες δυσκολίες στους φιλολόγους. Για παράδειγμα, ενάμιση αιώνα μετά, η Πάπισσα δεν έχει «χαρακτηριστεί» ειδολογικά. Τη μόνη διάκριση που θα έκανα σήμερα είναι αυτή μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας. Όμως, και πάλι, ο Διονύσιος Σολωμός θα χαμογελούσε μέσα από την Γυναίκα της Ζάκυθος… Επίσης, τι κάνουμε με τους στοχασμούς του Σολωμού, για αυτά τα σπαράγματα δοκιμιακού λόγου, που βρίσκονται στα περιθώρια των κειμένων του; Δεν περιλαμβάνονται στη λογοτεχνία του; Άρα, και το δοκίμιο, όταν είναι τέχνη του λόγου και όχι έκθεση ιδεών, δηλαδή όταν μετέχει ουσιαστικά της λογοτεχνικής συνθήκης, είναι επίσης λογοτεχνία. Πολύ συχνά εντάσσω δοκιμιακά μέρη σε αφηγηματικά βιβλία μου, ή αντίστροφα. Το έχει κάνει άλλωστε ο μεγάλος Βάρναλης, ήδη από το 1925, στο βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, όπου μέσα σε ένα τυπικό δοκίμιο (και το δοκίμιο!) ενθέτει ένα ακραιφνές διήγημα.
Χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες γραφής για σας; Εραστής του χαρτιού ή του πληκτρολογίου;
Γράφω, και αποδίδω, μόνο υπό πίεση. Πίεση σε όλες τις μορφές και τις εντάσεις της που μπορεί να φανταστεί κανείς. Δηλαδή, υπό εντελώς αντίστροφους όρους, σε σχέση με τους συγγραφείς της βεράντας και της έμπνευσης, που τους ειρωνεύτηκα πριν. Νομίζω δε πως αυτή είναι η ιδανικότερη συνθήκη και για να διαβάζει κανείς. Μάλιστα ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος έχει πει ότι η ιδανικότερη συνθήκη για να διαβαστεί η ποίηση είναι στην παρανομία…
Παρ’ ότι όμως κι εγώ γράφω διαβάζοντας, θα έλεγα ότι τα περισσότερα κείμενά μου τα έχω γράψει μακριά από τη βιβλιοθήκη μου, δηλαδή στο χωριό μου, όπου πηγαίνω κάθε Σαββατοκύριακο επί 30 χρόνια, και συγκεκριμένα στο περιβόλι μου, σε μια ρεματιά με ερειπωμένους νερόμυλους. Όχι, δεν πρόκειται για την «φύση», αλλά για την ιστορία που συμπυκνώνει εκείνη η ρεματιά, για τα ίχνη σημαντικών ανθρώπων, τα οποία υπάρχουν ακόμα εκεί, και λειτουργούν (όπως υπάρχουν και δικές μου ακριβές αναμνήσεις, που κι αυτές λειτουργούν κανονικά). Ο ένας λοιπόν ήταν αριστερός πριν το 1917, εισήγαγε ας πούμε τον Διαφωτισμό στο χωριό, με πλούσια βιβλιοθήκη και πρωτοποριακές δράσεις, και πέθανε από φυματίωση, τη νόσο των διανοουμένων, στον Μεσοπόλεμο. Ο άλλος, θείος μου, ήταν στέλεχος του ΕΑΜ και εκτελέστηκε στην Κατοχή από τους Γερμανούς. Μάλιστα, εγώ πήρα τη θέση του στο οικογενειακό φαντασιακό και τη συνακόλουθη επετηρίδα. Ο τρίτος, καπετάνιος του ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο «Νικηταράς» (μετά από νικηφόρα, πολύνεκρη μάχη στο χωριό μας, ο Νικηταράς επονομάστηκε «Τουρκοφάγος), σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.
Μόνο που το «γράφω» εκεί, στο περιβόλι μου, σημαίνει ότι επεξεργάζομαι σκέψεις και φράσεις του κειμένου που με απασχολεί, ανασύρω από τη μνήμη κείμενα και σκέψεις που θέλω να εντάξω στο βιβλίο που γράφω, εν ολίγοις προχωρώ τη συγγραφική μου διαδικασία πολλά βήματα μπροστά. Μη φανταστείτε χαρτιά ή υπολογιστή σε ειδυλλιακό περιβάλλον. Σκάβω το χώμα, χτίζω τοίχους, φροντίζω τα δέντρα και τα φυτά, «καλλιεργώ» την πηγή του νερού, κι ό,τι άλλο κάνει ένας αγρότης, και ταυτόχρονα σκέφτομαι, ενώ όλοι μαζί (δηλαδή και οι νεκροί) ακούμε Σοστακόβιτς, από ένα μικρό φορητό ηχοσύστημα, που πάντα κουβαλάω μαζί μου εκεί. Στη συνέχεια βέβαια επιστρέφω στο σπίτι μου στο χωριό και στον υπολογιστή, κάποτε εσπευσμένα, ενώ μερικές φορές, όταν η βιβλιοθήκη που έχω μέσα στον υπολογιστή μου δεν αρκεί, επιστρέφω, επίσης εσπευσμένα, στην Αθήνα…
Αν δεν υπήρχε βέβαια ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, και πάλευα ακόμα με χειρόγραφα, γραφομηχανή και μπλάνκο διορθωτικά, θα είχα γράψει λιγότερα από τα μισά βιβλία μου, και εν γένει κείμενά μου, λόγω χρόνου και κόπου. Κι αν δεν υπήρχε το ίντερνετ, δεν θα είχα διαβάσει εκείνα τα κείμενα που μου επέτρεψαν να γράψω κάποια από τα βιβλία μου. Για παράδειγμα, πριν από αρκετά χρόνια κατέβασα στον υπολογιστή μου ολόκληρη την «Ελληνική Πατρολογία» και τους βυζαντινούς χρονογράφους, σκαναρισμένα από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Πώς αλλιώς θα προέκυπτε η βυζαντινότροπη γλώσσα των τελευταίων βιβλίων μου;
Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία είναι ένα βιβλίο, ασυνήθιστο έως απρόσμενο, που αναφέρεται στην ιστορία της λογοτεχνίας. Πώς έγινε η σύλληψη της ιδέας και πόσος χρόνος χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί; Είστε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα;
Για μένα δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο και απρόσμενο, γιατί με αυτά ακριβώς τα θέματα, και αυτά τα κείμενα, ασχολούμαι επί δεκαετίες, αυτά τα ερωτήματα έχω ως πεζογράφος, και εν ταυτώ ως πνευματικός άνθρωπος. Έτσι, δεν υπήρξε χρόνος ολοκλήρωσης, παρά μόνο χρόνος οργάνωσης αυτής της ενασχόλησης και αυτού του υλικού σε βιβλίο, που ήταν ένα έτος, συνήθως με δεκάωρα, εν μέσω όλων των άλλων επαγγελματικών και κοινωνικών υποχρεώσεων, οι οποίες όμως δεν ήταν άσχετες με τη σύνθεση αυτού του βιβλίου. Αν το παρατηρήσει κανείς, θα δει ότι πάρα πολλά κείμενα είτε έχουν δημοσιευθεί είτε έχουν προκύψει μέσα από το ένθετο «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, το οποίο επιμελούμαι, δηλαδή μέσα από την ευρύτερη πνευματική διαδικασία που λαμβάνει χώρα εκεί επί δεκαέξι χρόνια. Αν το επιχειρούσα κατά μόνας, πρώτον δεν θα μπορούσε να είναι αυτό ακριβώς το βιβλίο, και, δεύτερον, αν έφτιαχνα κάτι αντίστοιχο, θα χρειαζόταν αποκλειστική ενασχόληση επί πολλά έτη.
Όπως και για κάθε βιβλίο κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα κρίνεται από την υποδοχή του, δηλαδή από τα κείμενα και τη συζήτηση που θα προκαλέσει, θα αξιωθεί αν θέλετε, και επί του προκειμένου γράφτηκαν κείμενα τόσο σημαντικά, και προέκυψε μια συζήτηση μοναδική, που ξεπέρασαν κάθε προσδοκία μου. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα αποτυπώθηκαν σε ένα κυλιόμενο αφιέρωμα στις «Αναγνώσεις», και τώρα περιλαμβάνονται στον τόμο Η μεταμυθοπλασία, ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού.
Αλλά αυτή η διαδικασία δεν σταματά. Μάλιστα, εδώ μπορεί να δει κανείς και τον τρόπο γραφής μου: στην (αφηγηματική σύνθεση) Το εμφύλιο σώμα. Πολυφωνική μεταμυθοπλασία ενσωματώνω κείμενα κάθε είδους και κάθε ειδολογικής κατηγορίας. Από αυτά επιλέγω κάποια και τα εντάσσω στο (αφηγηματικό δοκίμιο) Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, όχι μόνο ως δείγματα ματαμυθοπλαστικής γραφής αλλά και ως στοιχεία ιστορικά ή ως επιχειρήματα, απαραίτητα σε αυτή τη δοκιμιακή σύνθεση. Τα κείμενα της συζήτησης που έγινε για αυτό το βιβλίο συναποτελούν τον συλλογικό (δοκιμιακό) τόμο Η μεταμυθοπλασία, ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού. Από εκεί, παίρνω αποσπάσματα και σπαράγματα και τα εντάσσω στο βιβλίο που γράφω τώρα, το οποίο θα φέρει τον τίτλο Η αλήθεια και ο άλυπος θάνατος, και τον αμφίρροπο προσδιορισμό «Τεκμήρια και μυθουργίες», το οποίο βιβλίο θα περιληφθεί στη δεύτερη αφηγηματική μου σύνθεση Στην αγκαλιά της Μπετίνας· πολυφωνική μεταμυθοπλασία. Και αυτή βέβαια είναι μόνο μία από τις ακολουθίες κειμενικών σπαραγμάτων που εκβάλλουν στα συγκεκριμένα βιβλία. Λαβύρινθος; Βεβαίως· το έχει εξηγήσει, με τρόπο ανεπανάληπτο, ο Μπόρχες.
Το βιβλίο σας Αυθάδεια λαγνεύουσα· ερωτικές ιστορίες και φαντασίες είναι ένα από τα πιο ερωτικά κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας, με βυζαντινότροπη γραφή, μολονότι έχει εκδοθεί το 2016. Είναι επίσης εμφανής η επίδραση της ψυχαναλυτικής λακανικής σχολής. Τι σας ενέπνευσε για αυτό το βιβλίο; Περιμένατε την απήχηση που είχε στο αναγνωστικό κοινό;
Βεβαίως η αναγνωστική απήχηση που είχε το βιβλίο ήταν ευχάριστη, αν και όχι έκπληξη για μένα. Και λόγω της δουλειάς μου, έχω την αίσθηση σε πόσους μπορεί να φθάσει ένα βιβλίο. Αν τελικά φθάσει ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Τι με «ενέπνευσε», δηλαδή τι με κινητοποίησε; Θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος έρωτας, ή μια ερωτικά οργιαστική συνθήκη. Θα μπορούσε όμως να είναι και μια μεγάλη ερωτική στέρηση. Δεν υπεκφεύγω, αλλά μπαίνω στην ουσία του βιβλίου.
Όπως είπατε, μέσα στη γλώσσα του βιβλίου συναντώνται από τη μια η βυζαντινή γλώσσα και από την άλλη οι λακανικές ψυχαναλυτικές επεξεργασίες. Δηλαδή, μια εποχή απόλυτης ερωτικής στέρησης, και η εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Κείμενα στα οποία δεν χωρούσε ούτε ο παραμικρός ερωτικός υπαινιγμός, και κείμενα που αναφέρονται, χωρίς καμιά συστολή, στο ερωτικό ζήτημα.
Όμως, σε εκείνες τις ακραίες συνθήκες ερωτικής στέρησης και ακραίας παρανομοποίησης του ερωτικού λόγου, αυτός βρήκε διέξοδο στα πατερικά κείμενα, με τη μορφή του υψηλόφρονος λυρισμού, και άλλοθι π.χ. την εξύμνηση της Παναγίας, κι έτσι η γλώσσα των βυζαντινών κειμένων συμπυκνώνει μια τεράστια, λανθάνουσα ερωτική ένταση. Αντίστοιχα, τα λακανικά κείμενα που χρησιμοποιώ, ενώ πραγματεύονται το ερωτικό ζήτημα χωρίς περιστροφές, μιλάνε κυρίως για ερωτικές εμπλοκές και αναστολές, επιχειρώντας να ξετυλίξουν ένα μπερδεμένο και δυσνόητο κουβάρι εννοιών, καταστάσεων, σχέσεων, ένα κουβάρι σαν αυτό που, νοηματικά, αποτελούν τα ίδια τα λακανικά κείμενα.
Οι βυζαντινές λέξεις, λοιπόν, συναντούν τον λόγο της ψυχανάλυσης, εκβάλλοντας το λανθάνον ερωτικό φορτίο τους, και εν ταυτώ οι ψυχαναλυτικές έννοιες συναντούν αυτή τη «βυζαντινότροπη» γλώσσα, σχεδόν προσκρούουν πάνω της, μεταγράφοντας την ερωτική θεματολογία τους σε ένα τελείως ανοίκειο γι’ αυτές περιβάλλον. Κάθε μία από τις δύο αυτές περιοχές προσκρούει πάνω στην άλλη με το δικό της γλωσσικό φορτίο, με τις δικές της λέξεις, με τη δική της προοπτική, κι έτσι τελικά προκύπτει μια ακόμα πλουσιότερη και ενδιαφέρουσα νομίζω πολυφωνία, όχι μόνο γλωσσική, αλλά πολιτισμική και ιστορική.
Ως αποτέλεσμα αυτής της αμοιβαίας πρόσκρουσης προκύπτει ένας ερωτικός λόγος, που κυριαρχεί στο βιβλίο, όμως είναι λόγος ανοίκειος, όχι προσιτός στον καθένα, λόγος δηλαδή ταυτόχρονα στερητικός. Αλλά έτσι προκύπτει, θέλω να πιστεύω, και η διαύγαση εννοιών και αντιλήψεων, διαύγαση που μπορεί να συμβεί μόνο μέσα στον λόγο της τέχνης. Αν λοιπόν κάτι «λέει» το βιβλίο, αν θέλετε κι εγώ, σε σχέση με τον έρωτα, είναι πως συμπυκνώνει και παράγει ταυτόχρονα ένταση και στέρηση, σκέψη και συναίσθημα, είναι διαδικασία έρευνας αλλά και μεταμόρφωσης, δηλαδή χειραφέτησης. Συγγραφικά, ναι, χειραφετήθηκα, γράφοντας ένα ανοιχτά ερωτικό, ανοίκειο κείμενο, περνώντας ωραία, οργιαστικά, γράφοντάς το, γιατί ο συγγραφέας τελικά το κείμενό του ερωτεύεται… Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι επρόκειτο όντως για έναν μεγάλο έρωτα, τον δεύτερο μετά τα Άλογα της Αρκαδίας.
Με αφορμή πάλι την Αυθάδεια λαγνεύουσα και το ξεχωριστό εξώφυλλο («Ξανθιά οδαλίσκη» – λεπτομέρεια 1752, Φρανσουά Μπουσέ), θα υποστήριζα ότι λειτουργεί ως γητευτικό μέσο προσοχής εν αρχή, και γλυκιάς εισαγωγής στο περιεχόμενο του βιβλίου εν συνεχεία. Θα θέλατε να μας περιγράψετε ποια η δική σας σχέση με το σχεδιασμό των εξωφύλλων των βιβλίων σας και ποια η σπουδαιότητα της συμβολής τους στην ολοκλήρωση ενός έργου;
Στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, πολλά πράγματα επηρεάζονται από το τυχαίο. Παρ’ ότι εγώ επιλέγω, και στήνω πρόχειρα τα εξώφυλλα των βιβλίων μου, και μάλιστα όταν η διαδικασία συγγραφής τους βρίσκεται εν εξελίξει, ή ακόμα και στην αρχή της, στο συγκεκριμένο βιβλίο συνέβη κάτι απρόσμενο.
Είχα επιλέξει λοιπόν έναν πίνακα του Charles William Mitchell, που εικονίζει την τελευταία φιλόσοφο της αρχαιότητας, την Υπατία, γυμνή, μέσα σε έναν χριστιανικό ναό, να ακουμπά προκλητικά πάνω στην Αγία τράπεζα, ενώ ένα μανουάλι είναι ριγμένο στο δάπεδο (η φιλόσοφος ετελεύτησε τον βίο της λιντζαριζόμενη από όχλο χριστιανών). Η Υπατία άλλωστε υπάρχει και με το όνομά της στο βιβλίο, στον τίτλο ενός κεφαλαίου, το οποίο κεφάλαιο είναι ένα επιστολικό κείμενο ενός ερωτευμένου μαθητή της που απευθύνεται σε αυτήν, όπως υπάρχουν ενδοαφηγηματικά στα βιβλία μου σχεδόν όλες οι εικόνες και τα πρόσωπα των εξωφύλλων μου.
Έγραφα λοιπόν την Αυθάδεια λαγνεύουσα έχοντας βάλει αυτό το εξώφυλλο στην πρώτη σελίδα του ηλεκτρονικού αρχείου, αλλά όταν ήρθε η ώρα της έκδοσης και το στήσαμε στον «Κέδρο», πήρα μια πρόχειρη εκτύπωση και πήγα σε παρακείμενο στέκι λογοτεχνών και λογίων, όπου τους το έδειξα, τόσο για να δω πώς λειτουργούν τα χρώματα, οι αναλογίες, κ.λπ, όσο και για να προετοιμαστώ για το «πικ» που θα έκανε ο τίτλος και το εξώφυλλο του βιβλίου. Εκεί, η φίλη καθηγήτρια φιλοσοφίας και συγγραφέας, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, με πληροφόρησε ότι προ ολίγων ημερών είχε κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο, κάποιου επαρχιακού ιατροφιλόσοφου, με τον εν λόγω πίνακα της Υπατίας στο εξώφυλλο.
Έψαξα λοιπόν, κυρίως στο ίντερνετ, επί μέρες και νύχτες ολόκληρες, να βρω έναν άλλο πίνακα που να ανταποκρίνεται στον τίτλο του βιβλίου, Αυθάδεια λαγνεύουσα. Διαπίστωσα, και το συζήτησα αργότερα με φίλους εικαστικούς, πως η μοντερνιστική αλλά και η μεταμοντέρνα ζωγραφική έχουν βέβαια πολλά γυναικεία ή και αντρικά γυμνά, όμως δεν έχουν πουθενά λαγνεία, και μάλιστα αυθαδιάζουσα. Με εξαίρεση μια σοβιετική ζωγράφο, την Serebriakova, τα έργα της οποίας όμως έχουν πνευματικά δικαιώματα, και δεν ήθελα να επιβαρύνω τον εκδότη μου με επιπλέον κόστος.
Προσέφυγα τότε στην προμοντερνιστική ζωγραφική, η οποία, ακριβώς επειδή γίνεται σε μια άλλη μεταβατική στιγμή, όταν η Ευρώπη βγαίνει από τον Μεσαίωνα και προαναγγέλλεται η νεωτερική εποχή, έχει σε αρκετούς πίνακές της, αποενοχοποιημένη, αδιαμεσολάβητη, την λαγνεία, και μάλιστα αυθαδιάζουσα.
Η συγγραφή ολοκληρώνει ως άνθρωπο τον συγγραφέα ή είναι η αγχολυτική του άμυνα στην καθημερινότητα;
Τα βιβλία μου τα γράφω σε βαθιά κατάθλιψη, την οποία τη ζω και την απολαμβάνω· δεν διαχειρίζομαι, υποστηρικτικά, το άγχος της καθημερινότητας. Δεν «ολοκληρώνομαι» σαν άνθρωπος (μου είναι ξένη αυτή η αντίληψη) αλλά, απλώς, πραγματώνομαι.
Οφείλει ο συγγραφέας να απεκδύεται την πολιτική του ιδεολογία, όταν γράφει; Είναι κάτι εφικτό;
Με αυτούς τους όρους, ό,τι και να απαντήσω θα είναι δήλωση προθέσεων ή διαχείριση της εικόνας μου ως συγγραφέα (αυτό μας μάρανε!). Προτιμώ να σας περιγράψω ένα επεισόδιο της συγγραφικής μου διαδρομής.
Προσφάτως κυκλοφόρησα ένα βιβλίο εκτός εμπορίου, που αποτελεί μέρος της επόμενης αφηγηματικής μου σύνθεσης, Στην αγκαλιά της Μπετίνας· πολυφωνική μεταμυθοπλασία (όπου περιλαμβάνεται και η Αυθάδεια λαγνεύουσα). Αυτό το εκτός εμπορίου βιβλίο αφορά (με τρόπο φυσικά ανοίκειο, π.χ. με γλώσσα βυζαντινότροπη…) το ιστορικό παρόν, δηλαδή το παρόν της κρίσης, και φέρει τον τίτλο Στον καιρό της ανέχειας· ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες. Έχει μάλιστα ως μότο ένα απόσπασμα του Βάρναλη, από την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», ενώ στην κατακλείδα του συζητά για τον Βάρναλη:
Εν όσω γραφόταν αυτό το βιβλίο, κάθε τόσο σκεφτόμουν τον Κώστα Βάρναλη. Έζησε ολόκληρη τη δεκαετία του 1940, τον πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο, έζησε τον ηρωισμό, την πείνα, τον θάνατο, έζησε την εξουσία γυμνή και την ελπίδα γυμνή, αλλά δεν έγραψε ούτε ένα αντιστασιακό ποίημα, κατά τον συρμό της εποχής, ούτε ένα εμψυχωτικό εμβατήριο, ούτε καν μια ελεγεία της ήττας.
Είχε ταυτίσει το βασίλειο της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς με τον άλλο κόσμο∙ έτσι, μέσα σε αυτή την τρομερή δεκαετία, αρκέστηκε σε όσα καρναβαλικά, για τους εξουσιαστές, και όσα απομυθοποιητικά, για τον λαό, είχε ήδη γράψει, με μια ανεπανάληπτη ιστορική διαύγεια.
Όπως τεκμαίρεται από τα κείμενά του, χειριζόταν με άνεση όλες τις εκδοχές της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, όμως στην ποίησή του προτίμησε μια προκλητική, γκροτέσκα δημοτική· τόσο ανοίκεια, όσο και αυτά τα ανήκουστα που μας λένε τα ποιήματά του. Να, για παράδειγμα, πώς μιλάει ο «Τρελός» του: Είχα γυναίκα, είχα και ζα, είχα μια Βάσω με βυζά, μα προκοπή δεν είχα…
Ως άνθρωπος, ο Βάρναλης γεύτηκε την ανέχεια, τις στερήσεις, τις διώξεις, τις διακρίσεις, την αγραμματοσύνη των αριστερών φίλων του, και αρκέστηκε στις μικρές, καθημερινές χαρές της ζωής, στην παρέα και τη συζήτηση του καφενείου, στο καλό κρασί, στο ποθητό κορμί. Είπα λοιπόν να του στείλω χαιρετισμούς από τα καθ’ ημάς, υποβάλλοντας τον πιο βαθύ σεβασμό μου, δηλώνοντας την απέραντη αγάπη μου. Έτσι, έφτιαξα ένα μικρό διήγημα, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Το διήγημα, με το οποίο κλείνει το συγκεκριμένο βιβλίο μου, επιγράφεται «Ο οργασμός της Μπετίνας». Το όνομα Μπετίνα βέβαια αναφέρεται στην αλληλογράφο του Γκαίτε, αλλά και σε ένα δεόντως «διονυσιακό» ποίημα του Βάρναλη όπου την περιέλαβε, το οποίο ποίημα συνομιλεί με ένα άλλο ποίημα, υπόρρητα διονυσιακό, του Καβάφη, ενώ και τα δύο αναφέρονται σε μια εξέγερση σε ένα αιγυπτιακό χωριό, κατά των τότε αποικιοκρατών, κ.λπ κ.λπ. Κανονικά πράγματα, δηλαδή, όπως στον λαβύρινθο…[1]
Τελικά, νομίζω πως απάντησα…
[1] Η συνέντευξη εδόθη την 1-10-2018. Ήδη, κάποια σπαράγματά της έχουν περιληφθεί στο πεζογραφικό βιβλίο Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα, το οποίο αυτονομήθηκε/ υποκατέστησε το αναγγελθέν Στην αγκαλιά της Μπετίνας. Πολυφωνική μεταμυθοπλασία, που βέβαια δεν θα εκδοθεί, δίνοντας στη θέση του στην αναγγελθείσα αφηγηματική σύνθεση, Προμηθέα. Πολυφωνική μεταμυθοπλασία. Λαβύρινθος…
Ο τρόπος γραφής σας δύναται να θεωρηθεί αντισυμβατικός ή ως ένα είδος μετα-γραφής, μιας γραφής δηλαδή που προηγείται της εποχής και αντιστρατεύεται το συνηθισμένο. Ποια ερμηνεία θεωρείτε ότι προσεγγίζει ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο μας κάνετε κοινωνούς των σκέψεών σας;
Δεν κάνω «πειραματική» λογοτεχνία. Αυτή ήταν μία από τις ελευθερίες που ζήτησε, και έλαβε, ο μοντερνισμός, όταν ακόμα πίστευε, και έπειθε, πως θα διαρκούσε αιώνια, αυτοεκσυγχρονιζόμενος. (Εφιαλτική βεβαιότητα και προοπτική).
Ναι, αυτό που κάνω, όπως και οι προαναφερθέντες Αρκάδες πεζογράφοι, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μετα-γραφή. Γιατί, σχεδόν πάντα, «κάτω» από κάθε κείμενό μας υπάρχει ένα άλλο κείμενο –τουλάχιστον ένα–, γραπτό ή και προφορικό, και «πάνω» σε αυτό γράφεται, φτιάχνεται, το δικό μας.
Θεωρητικά αυτό έχει περιγραφεί με τον «Θάνατο του συγγραφέα», από τον Ρολάν Μπαρτ, ή ως μεταμυθοπλασία, από αγγλοσάξονες πανεπιστημιακούς, στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού. Όσον αφορά τη νεοελληνική εκδοχή όλου αυτού του ρεύματος, αυτής της διαδικασίας (που έχει βέβαια μια μακρά ιστορικότητα, ήδη από τον Χριστό πάσχοντα του 4ου αιώνα μ.Χ., ένα έργο σχεδόν σύγχρονο της Υπατίας), θεωρώ πως τα εν λόγω εργαλεία, όσο χρήσιμα και απολύτως απαραίτητα κι αν είναι, δεν αρκούν. Έχω προτείνει τον όρο πολυφωνική μεταμυθοπλασία, γιατί περιλαμβάνει και την πρώτη μεγάλη τομή/υπέρβαση του ευρωπαϊκού, και παγκόσμιου βέβαια μυθιστορήματος, δηλαδή την πολυφωνικότητα του Ντοστογιέφσκι. Όπως έχει δείξει ο Μπαχτίν:
Όλα τα στοιχεία της μυθιστορηματικής δομής στον Ντοστογιέφσκι παρουσιάζουν έντονη ιδιομορφία και ορίζονται από μια νέα καλλιτεχνική αποστολή, που μόνον ο ίδιος μπόρεσε να θέσει και να φέρει εις πέρας σε τέτοιο πλάτος και βάθος. Η αποστολή αυτή συνίσταται στην οικοδόμηση ενός πολυφωνικού κόσμου, μέσω της κατάλυσης των κατεστημένων μορφών του ευρωπαϊκού μονολογικού (ομοφωνικού) μυθιστορήματος […] Ο Ντοστογιέφσκι συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα, προκαλώντας αποφασιστικά τον βασικό κανόνα στην ιστορία της τέχνης […] κατασκευάζοντας από ανομοιογενή, ανισομερή και βαθιά ξένα μεταξύ τους στοιχεία, ένα ενοποιημένο και ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό οικοδόμημα. Να γιατί το Βιβλίο του Ιώβ, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, τα Ευαγγέλια, ο λόγος του Συμεών του Νέου Θεολόγου, όλα όσα εμπλουτίζουν τις σελίδες των μυθιστορημάτων του και δίνουν τόνο στο ένα ή στο άλλο κεφάλαιο, συνδυάζονται με ιδιόμορφο τρόπο με την εφημερίδα, το ανέκδοτο, την παρωδία, τη σκηνή στο δρόμο, το γκροτέσκο ή και την επιφυλλίδα ακόμα.
Αν η άλλη μεγάλη στιγμή/τομή είναι ο Μπόρχες, στη μέση, ως σύνθεσή τους, και ως σύνδεσή τους, στέκει ο Ροΐδης με την Πάπισσά του. Γι’ αυτό προτείνω τον όρο πολυφωνική μεταμυθοπλασία. Ναι, αυτός ο τρόπος γραφής προηγείται της εποχής του, αλλά ποια είναι η εποχή του; Είναι ο 4ος αιώνας, όταν δηλαδή περνάμε οριστικά από την κλασική στη χριστιανική εποχή; Είναι η σημερινή εποχή, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, περνάμε σε μια εποχή μετά τη νεωτερικότητα; Και πώς μπορεί το αισθητικό, δηλαδή ευρύτερο, ιστορικό και φιλοσοφικό, πρόταγμα αυτής της λογοτεχνίας να κοινωνηθεί στους αναγνώστες; Προβλέπω ότι θα κυριαρχήσει ως τρόπος γραφής, αλλά και κοινωνικής αντίληψης για την τέχνη;
Ο μεγάλος Μιχαήλ Μπαχτίν, που χωρίς το έργο του δεν νοούνται ούτε ο γαλλικός μεταδομισμός ούτε οι αγγλοσαξονικές μεταθεωριούλες (αν και σπανίως τον μνημονεύουν), το έχει θέσει ως ερώτημα, ήδη από το 1928, στο θεμελιώδες βιβλίο του Η ποιητική του Ντοστογιέφσκι. Παραθέτω από ένα δοκιμιακό βιβλίο μου:
όπως παρατηρεί ο Μιχαήλ Μπαχτίν, κανένα καινούριο μυθιστορηματικό είδος δεν καταργεί ή δεν αντικαθιστά τα προηγούμενα. Εν προκειμένω, η σύγχρονη πολυφωνική μεταμυθοπλασία δεν καταργεί τις μονολογικές, μυθοπλαστικές φόρμες. Αυτές θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αφού κάποιες ανθρώπινες καταστάσεις [π.χ. οι μονοθεϊστικές θρησκείες, η ανάγκη ενός πολιτικού αρχηγού κ.λπ] συνάδουν με μια μονολογική (και μυθοπλαστική) καλλιτεχνική αντίληψη.
Η αποδοχή αυτής της λογοτεχνίας λοιπόν προϋποθέτει μια ανάλογη κοινωνική αντίληψη, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την κοινωνική χειραφέτηση (από εδώ προκύπτει και το πολιτικό πρόσημο της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας – και μάλιστα ανεξαρτήτως της τρέχουσας πολιτικής ένταξης των συγγραφέων της).
Θα ήθελα να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη με τις θερμές μου ευχαριστίες, και ελάχιστο αντίδωρο έναν διάλογο από ένα πολύ σημαντικό μυθιστόρημα μεταμυθοπλασίας, την Υπόθεση Τουλάγιεφ του Βικτόρ Σερζ:
–Ζούμε στη ζούγκλα της μεταβατικής περιόδου;
–Το να ζεις σ’ αυτή τη ζούγκλα είναι τέχνη επικίνδυνη
Φωτογραφία: Πίνοντας τσίπουρα στο περιβόλι του, με τον σκηνοθέτη Κώστα Φαρμασώνη