Βασίλης Λαδάς, Σινέ Σκάλες, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2024
ISBN:9789605922023
Γράφει η Μίνα Πετροπούλου
“Ανάμεσα σε Καρέ και Βήματα: Η υπαρξιακή τοπογραφία του Σινέ Σκάλες“
Το νέο βιβλίο του Βασίλη Λαδά, “Σινέ Σκάλες”, δεν είναι απλώς μια νουβέλα για την κινηματογραφική τέχνη και την επίδρασή της στη συνείδηση ενός μοναχικού άνδρα. Είναι ένας στοχασμός πάνω στη σχέση μνήμης και πραγματικότητας, ένας λαβύρινθος όπου ο κινηματογράφος, η πόλη και η Ιστορία συμπλέκονται σε ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Ο πρωταγωνιστής, Χαράλαμπος Ντεντόπουλος (ή Χάρι Ντένιτς, όπως είναι γνωστός στο αμερικανικό του διαβατήριο), επιστρέφει στην Πάτρα μετά από δεκαετίες απομάκρυνσης. Η πόλη, γνώριμη και ξένη ταυτόχρονα, μεταμορφώνεται μέσα από τις κινηματογραφικές προβολές που παρακολουθεί στα σκαλοπάτια της. Αυτές οι σκάλες δεν είναι μόνο φυσικές δομές αλλά συμβολικές πύλες ανάμεσα στο τότε και το τώρα, ανάμεσα στις μεγάλες σκηνές του κινηματογραφικού κόσμου και τις μικρές καθημερινές στιγμές που συγκροτούν τη ζωή. Ακριβώς γι’ αυτό, αξίζει να σταθούμε στη λειτουργία τους ως συμβόλων, πέρα από τον αρχιτεκτονικό ή τοπογραφικό τους ρόλο :
“…Με την αδύνατη καρδιά μου θα ήταν ριψοκίνδυνο να ανεβώ τόσα πολλά σκαλοπάτια για αν μεταμορφωθώ σε κάτι που δεν το ξέρω…”
Κι αν οι σκάλες μοιάζουν αρχικά με στοιχεία αστικού τοπίου, ο Λαδάς τις μετατρέπει σε τόπους μετάβασης – από το έξω στο μέσα, από την εμπειρία στη μνήμη. Στο έργο δεν είναι απλώς αρχιτεκτονικά στοιχεία που συνδέουν διαφορετικά υψόμετρα στην πόλη. Είναι μεταίχμια – περάσματα ανάμεσα σε χρόνους, τόπους, συνειδήσεις. Η σωματική τους ανάβαση ή κατάβαση συνοδεύει κάθε φορά μια νοητική και υπαρξιακή μετατόπιση του ήρωα. Μοιάζουν με την κινηματογραφική ταινία που προβάλλεται καρέ καρέ – βήμα προς βήμα – στην οθόνη της μνήμης του. Όπως στο μοντάζ, κάθε αλλαγή επιπέδου δημιουργεί νέο νόημα. Μπορούν επίσης να διαβαστούν με μια μπενγιαμινιανή ματιά, ως αστικές ρωγμές όπου ο περιπατητής συναντά το ασυνείδητο της πόλης και του εαυτού του. Είναι, τελικά, το εσωτερικό σκηνικό της ανάμνησης και της αυτοπαρατήρησης.
Ο Λαδάς στήνει με δεξιοτεχνία ένα αφήγημα όπου η κινηματογραφική γλώσσα και η λογοτεχνική αφήγηση αλληλοδιαπλέκονται. Ο τρόπος που ο ήρωας αποδομεί και ξανασυναρμολογεί την πραγματικότητα μέσα από τις ταινίες που παρακολουθεί θυμίζει το μοντάζ του Αϊζενστάιν: το παρελθόν και το παρόν διασταυρώνονται σε ένα μοντάζ εικόνων, συνειρμών και βιωμάτων. Το φεστιβάλ κινηματογράφου των νεαρών αντιεξουσιαστών λειτουργεί ως ένας ζωντανός πυρήνας αντίστασης απέναντι στη λήθη και την αποξένωση, αναδεικνύοντας τη σημασία του κινηματογράφου όχι μόνο ως τέχνης, αλλά και ως εργαλείου κοινωνικής και πολιτικής αφύπνισης:
“Όπως ήταν φυσικό, στα μέλη της συλλογικότητας είχε προκαλέσει περιέργεια η παρουσία μου στις εκδηλώσεις με μάσκα, που κανείς άλλος δεν φορούσε, τζόκεϊ νυχτιάτικα και γυαλιά – ευτυχώς μόνο στην πρώτη προβολή – ενώ δεν ήμουν γνωστός στον κύκλο τους ως παλιός αγωνιστής, όπως οι άλλοι ηλικιωμένοι που παρακολουθούσαν τις προβολές και ο αναρχικός που μίλησε για τον Λαμπράκη…
…είχε καταλάβει ότι είμαι Έλληνας της διασποράς από την αμερικανική προσφορά και τις αγγλικές λέξεις που αναμειγνύονταν αυθόρμητα με τα ελληνικά στην ομιλία μου…
…Αυτά τα έμαθα στο γλέντι μετά την τέταρτη προβολή όπου γίναμε όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, μια παρέα σαν να γνωριζόμαστε αιώνες…”
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα, νηφάλια και ταυτόχρονα γεμάτη υπόγειες εντάσεις, αναδεικνύει την υπαρξιακή του περιπλάνηση. Δεν είναι απλώς ένας θεατής των ταινιών, αλλά και ένας παρατηρητής της ίδιας του της ζωής, της πόλης που αλλάζει, των ανθρώπων που έρχονται και φεύγουν. Η ειρωνεία που διατρέχει το κείμενο δεν είναι σαρκαστική· είναι βαθιά ανθρώπινη, μια ειρωνεία που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της αδυσώπητης ροής του χρόνου και της αδυναμίας του ατόμου να ξεφύγει από το πεπρωμένο της μνήμης.
Η Πάτρα στο “Σινέ Σκάλες” δεν είναι απλώς ένα σκηνικό, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός. Οι δρόμοι, οι σκάλες, οι κινηματογράφοι, τα παλιά καφενεία και οι νέες κατασκευές δημιουργούν ένα μωσαϊκό όπου το παλιό και το νέο συγκρούονται και αλληλοεπηρεάζονται. Ο ήρωας βλέπει στην πόλη του έναν καθρέφτη των αλλαγών που έχουν επέλθει στον σύγχρονο κόσμο: τη ριζική αναδιάρθρωση των πόλεων υπό την πίεση του καπιταλισμού, την ομοιομορφία που επιβάλλουν οι διεθνείς τάσεις, την αποξένωση που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ζωή.
Η κορύφωση της νουβέλας έρχεται με μια εσωτερική ρήξη του ήρωα. Δεν υπάρχει ηρωική κάθαρση, ούτε μια εξιδανικευμένη επανασύνδεση με το παρελθόν. Υπάρχει μόνο η αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι η μνήμη μπορεί να συνυπάρξει με το παρόν χωρίς να το καταπιέζει. Ο Λαδάς, με έναν ύφος που συνδυάζει λογοτεχνική ακρίβεια και κινηματογραφική ευαισθησία, δημιουργεί ένα έργο που δεν είναι απλώς μια ιστορία για έναν άνδρα και την πόλη του, αλλά μια βαθιά ανθρώπινη ματιά πάνω στην ίδια την έννοια της επιστροφής, της ταυτότητας και της αέναης κίνησης του κόσμου:
“…Φεύγοντας από τις σκάλες και περπατώντας μέχρι το παρκαρισμένο πεζό, έκανα την τελευταία μου πεζοπορία στην πόλη της ελληνικής περιόδου της ζωής μου…”
Το “Σινέ Σκάλες” δύναται να προσεγγιστεί ως ένα υβριδικό κινηματογραφικό essai, όπου η απώλεια, η μνήμη και η ανάγκη ανακατασκευής της ταυτότητας διαμορφώνουν έναν υπαρξιακό καμβά με κύρια εργαλεία τις εικόνες, τον χώρο και τον εσωτερικό μονόλογο. Η σχέση του ήρωα με τον κινηματογράφο δεν εξαντλείται στη θέση του θεατή· είναι μια βαθύτερη διαδικασία εσωτερικής συν-θέασης, όπου, σύμφωνα με τη θεωρία του Deleuze, η αλληλουχία εικόνων – όπως το μοντάζ – λειτουργεί όχι απλώς ως αφήγηση, αλλά ως τρόπος σκέψης. Οι ταινίες που προβάλλονται στον νου και στη μνήμη του ήρωα δεν είναι μόνο αναμνήσεις· είναι χρονικά γεγονότα, διαμορφωμένα από την επιθυμία, την απώλεια και την προσδοκία.
Η Πάτρα, όπως αποτυπώνεται στο βλέμμα του Λαδά, δεν είναι μια πόλη-σκηνικό, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός ψυχογεωγραφικής δράσης. Κάθε σκάλα, κάθε γωνία της πόλης φέρει μέσα της το ίχνος ενός παλιού βλέμματος, ενός ήχου, ενός βιώματος και η διαδρομή του ήρωα μοιάζει περισσότερο με μια διαλογιστική πλάνη, όπου ο χώρος μετατρέπεται σε προέκταση του ψυχικού του τοπίου.
Η ειρωνεία που διατρέχει τον λόγο του, μακριά από οποιοδήποτε αυτοαναφορικό κυνισμό, λειτουργεί ως μηχανισμός υπαρξιακής προστασίας, αλλά και ως μια φιλοσοφική στρατηγική. Σε αντιστοιχία με τη σκέψη του Stanley Cavell, η ειρωνεία δεν είναι απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά ένας τρόπος να την αντικρίσει κανείς χωρίς φίλτρα, απογυμνωμένη από τις αφηγήσεις που τη νομιμοποιούν. Ο ήρωας περιπλανιέται στον τόπο των πρώτων και αλλοτινών βιωμάτων του αλλά και μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, κουβαλώντας το ερώτημα όχι μόνο του πού βρίσκεται, αλλά και του ποιος έχει γίνει.
Το “Σινέ Σκάλες” δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό έργο με κινηματογραφικές αναφορές· είναι ένα στοχαστικό πείραμα που λειτουργεί σαν μια εσωτερική προβολή μνήμης και επιθυμίας πάνω στον καμβά της λογοτεχνίας. Κάθε σελίδα μοιάζει με κινηματογραφικό καρέ – όχι επειδή αναπαριστά την πραγματικότητα, αλλά επειδή την ανασυνθέτει μέσα από τις ρωγμές της εμπειρίας. Οι εικόνες του παρελθόντος, οι φωνές της πόλης, τα φαντάσματα των αγαπημένων και τα τοπία της εσωτερικής περιπλάνησης συνθέτουν ένα οπτικοακουστικό παλίμψηστο, όπου το προσωπικό συναντά το συλλογικό και το οικείο συναντά το απώτερο.
Ο ήρωας του Λαδά είναι, με την έννοια που έδωσε ο Benjamin στον περιπατητή των πόλεων, ένας flâneur της μνήμης· περιπλανιέται όχι μόνο στους δρόμους της Πάτρας, αλλά και στον χρόνο, στον κινηματογράφο, στις διαψευσμένες δυνατότητες του εαυτού. Στην ουσία, παρακολουθεί -σαν από σκόρπια φιλμ – τη ζωή του να ξετυλίγεται μπροστά του. Το βιβλίο γίνεται έτσι ένα υπαρξιακό δοκίμιο σε μορφή νουβέλας· μια πρόταση για το πώς η τέχνη (και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος) μπορεί να επανοηματοδοτήσει τη ζωή, όχι με ηρωισμούς, αλλά με βλέμματα και σιωπές.
Στο τέλος, το έργο δεν προσφέρει λύσεις, ούτε ψευδαισθητική κάθαρση. Προσφέρει όμως κάτι βαθύτερο: την αναγνώριση ότι, όσο ο άνθρωπος θυμάται και παρατηρεί, μπορεί ακόμη να είναι παρών μέσα στο ρεύμα του χρόνου. Κι εκεί, σε αυτή τη γωνιά όπου τέμνονται η μνήμη με την εικόνα, η μοναξιά με την πόλη, η φαντασία με την Ιστορία, γεννιέται η ουσία της λογοτεχνίας: όχι ως αφήγηση, αλλά ως μαρτυρία ύπαρξης.
Βιβλιογραφία
•Βασίλης Λαδάς, Σινέ Σκάλες, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2024
• Gilles Deleuze, Cinema 1: The Movement-Image (1983) και Cinema 2: The Time-Image (1985), University of Minnesota Press
• Andrei Tarkovsky, Sculpting in Time (1986), University of Texas Press (Σμιλεύοντας το χρόνο – μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζας, Εκδόσεις Νεφέλη, 1987)
• Stanley Cavell, The World Viewed: Reflections on the Ontology of Film (1971), Harvard University Press
• Walter Benjamin, The Arcades Project (τελική σύνθεση μεταθανάτια, 1982 – πρωτότυπα γραμμένα 1927–1940), Harvard University Press
• Guy Debord, Introduction to a Critique of Urban Geography (1955), Situationist International Texts
• Chris Marker, La Jetée (1962), ταινία μικρού μήκους
Φωτογραφία: Μικρός με αδελφή του Σοφία, 1948, στην Πάτρα, οδός Μαιζώνος