Scroll Top

Βασίλης Λαδάς “Ο δικός μου Λαδάς” | του Σωτήρη Λυκουργιώτη

Υπεύθυνη στήλης | Μίνα Πετροπούλου

Η στήλη «Διαγωνίως» συστήνεται:

Η στήλη «Διαγωνίως» κάνει αφιερώματα σε ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στόχος η παρουσίαση  δημιουργών που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις πολιτισμικές συνθήκες στη σύγχρονη Ελλάδα και όχι μόνο. Πρόσωπα που αντιστέκονται στο συνηθισμένο και το εύκολο με έργο και πολυποίκιλη προσφορά.

Γράφει ο Σωτήρης Λυκουργιώτης

“Ο δικός μου Λαδάς”

Πριν από 20 χρόνια, στην βιβλιοθήκη του πατέρα μου γνωρίστηκα τυχαία με ένα κομψό βιβλιαράκι του Βασίλη Λαδά. Έφερε τον τίτλο «Ρίον – Αντίρριον». Μέχρι τότε τον συγγραφέα των γνώρισα μόνο εξ όψεως, ως τον πατέρα ενός συμμαθητή μου στο σχολείο, για τον οποίο μού είχε κάνει ζωηρή εντύπωση η πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη του, την οποία είχα παρατηρήσει, όταν είχαμε πάει, μικρά παιδιά, να παίξουμε στο σπίτι τους στο Καστρίτσι.

Ομολογώ πως εκείνο το βιβλίο μού κέντρισε έντονα την περιέργεια. Είχε κάτι που εγώ δεν είχα συναντήσει ποτέ σε οποιοδήποτε έως τότε αφήγημα. Ξεκινούσε με συγκεκριμένο προσδιορισμό της ώρας και της ημέρας. Η πρώτη του φράση ήταν “Κυριακή 17/8/2003, 12 το μεσημέρι.”

Σε τόπο και χρόνο απόλυτα προσδιορισμένο και διαρκώς ενεστώτα μιλούσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Και μιλούσε για πράγματα καθημερινά και πεζά, σαν να έγραφε κάποιο αδιόρατο ρεπορτάζ της καθημερινότητας. Κι όμως αυτός ο καθημερινός, περιγραφικός λόγος, ο απολύτως προσγειωμένος στην πραγματικότητα, συνδιαλέγονταν έξοχα με τα ποιήματα του Καβάφη, τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, την Ιστορία, την αρχαιολογία, το Δίκαιο και την μνήμη.

Την ίδια χρόνια είδα για πρώτη φορά την ταινία “Αγέλαστος Πέτρα” τού Φίλιππου Κουτσάφτη, και κατάλαβα τι ήταν αυτό που με συγκινούσε στην αφήγηση του Λαδά. Δωρικός και προσγειωμένος λόγος, απόλυτα συγκεκριμένος και ταυτόχρονα ονειρικός. Ένα περιηγητής γραφιάς, μια βερτωφική κάμερα – μάτι και ένα βήμα που περπατά υποδειγματικά και στις δυο όψεις της Σολωμικής προτροπής: “με λογισμό και με όνειρο”.

Λίγα χρόνια πριν, ο ίδιος ο συγγραφέας, σε αντίστοιχα υφολογικά μονοπάτια, είχε δημοσιεύσει το “Η πόλη και ο Μύθος”. Μια συλλογή διηγημάτων που πολύ αργότερα βρήκα και διάβασα.

Συνάντησα ξανά τον Βασίλη Λαδά μερικά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του “Ασώματη κεφαλή”. Και εκεί ξανά εκείνος ο ψυχρός καταναγκασμός της ημερομηνίας. Κάθε κεφάλαιο άρχιζε με φράσης όπως: «Σάββατο πρωί, τέλη Μαρτίου 2004». Και εκεί ο ίδιος ο συγγραφέας, ή ακριβέστερα το Alter Ego του, να περιφέρεται στην Πόλη ως περιηγητής της καθημερινότητας, ως αποστασιοποιηθείς πλάνητας, να καταγράφει ως γεωγράφος, σαν να είχε πάρει σοβαρά το Ρόλο του Παυσανία, που μερικούς αιώνες πριν ήρθε και περιηγήθηκε εδώ.

Λίγα χρόνια μετά ξαναβρήκα τον συγγραφέα ως φυσικό πρόσωπο. Ήταν η περίοδος του αγώνα για την υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών που είχαν βρει έσχατο καταφύγιο στον Καταυλισμό της Πόλης. Εκεί βίωσα πρώτη φορά τον Συγγραφέα επί τω έργω. Ως σύγχρονο πολεμικό ανταποκριτή, ως μάχιμο στρατευμένο δημοσιογράφο που αγωνιζόταν, σε πείσμα των καιρών, για την υπεράσπιση του κόσμου του ονείρου, έναντι εκείνου της παλιανθρωπιάς. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα εκ του σύνεγγυς τον τρόπο που δουλεύει. Ρώταγε, έπαιρνε συνεντεύξεις, έκανε βόλτες και βίωνε τους τόπους, τα πρόσωπα, την ίδια ώρα που χωνόταν μέσα στα αρχεία των εφημερίδων και τις δικογραφίες. Ήταν ΠΑΡΟΝ χωρίς να φαίνεται ο ίδιος.

Η ικανότητά του να γράφει την πραγματικότητα ως μύθο και την μυθοπλασία ως πραγματικότητα εξελίχθηκε και στην επόμενη νουβέλα του, τα «Παιχνίδια κρίκετ». Εκεί, απ’ ότι έμαθα εκ των υστέρων, σύχναζε με τις ώρες σε ένα λαϊκό καφενείο της περιοχής Ζαβλανίου, για να αποτυπώσει πειστικά τα κυριακάτικα παιχνίδια μεταξύ των μεταναστών, τις έριδες και τους υπόγειους κοινωνικούς πολέμους που τα αγωνίσματα καταλάγιαζαν.

Η μοναδική αφηγηματική τεχνική του Λαδά εξελίχθηκε και στα επόμενα Μυθιστορήματα του, την “Αφρικάνικη Σκόνη” και τους “Ποδηλάτες”. Ο ίδιος, εν τόπω και χρόνω απολύτως προσδιορισμένος περιηγητής, οι ίδιος κρυμμένος στην γωνίας παρατηρητής, ως ίδιος ρυθμικός τόνος που συνδυάζει την πραγματικότητα και τον μύθο, τη συνείδηση με τα αβυθομέτρητα πηγάδια του ασυνειδήτου.

Στα βιβλία που ακολούθησαν, με τίτλους στην “Ηλικία του Αβραάμ” και “Το πλοίο το Κ.Π. Καβάφη”, η αφηγηματική μανιέρα του Λαδά εισβάλει και στο δοκίμιο. Η λατρεία του για τον κινηματογράφο και για τον Καβάφη δεν τον οδήγησαν στο να γράψει ξερά, ακαδημαϊκά κείμενα, που κανέναν δεν συγκινούν, αλλά να συνδυάσει ξανά το μύθο με την κριτική, το προσωπικό βίωμα με την θεωρητικό ανα-στοχασμό, ακροβατώντας και εδώ σε ένα υβριδικό, πολύ γοητευτικό, είδος γραφής.

Τα πεζογραφήματα του Συγγραφέα μοιάζουν με δοκιμές πάνω στο ίδιο βιβλίο. Το έργο του είναι ενσυνείδητα ανοικτό και ημιτελές, μοιάζει σαν να αποδοκιμάζει κάθε επιτήδευση και κάθε φαμφάρα που δεν γειώνεται απόλυτα με την πραγματικότητα. Παρατηρητής της αστικής παρακμής, προτιμά να εντοπίζει και να αναδεικνύει την δύσκολη ομορφιά της φθοράς και των καθημερινών αντιφάσεων παρά τα “μεγάλα”, τα “υψηλά και τα τέλεια”. Προτιμά να μιλά για το τέλος των εποχών, για την φθορά του σώματος και την ασημαντότητα της πόλης, από το βαυκαλίζεται με θορυβώδεις παιάνες στο τίποτα.

Ως δημιουργός ενός διαρκούς, ημιτελούς και συνεχώς εξελισσόμενου Συνολικού Έργου Τέχνης, ενός έργου που δεν διαχωρίζεται (ούτε σπιθαμή) από την ζωή του, δεν θα μπορούσε παρά να μας δώσει και στο βιβλίο που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, μια συνολική επανεξέταση των βασικών του μοτίβων.

Και εδώ λοιπόν. Ο χρόνος καρφώνεται (όπως και η λέξη που θέλει ο ποιητής) από την πρώτη αράδα: “Πρωί, 5 Ιουλίου 2022”. Για να συνεχίσει “έφτασα στην Ελλάδα”.

Στο βιβλίο, ο θεμελιώδης αφηγηματικός μύθος της δυτικής λογοτεχνίας, συνδυάζεται με την λατρεία για τον κινηματογράφο. Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη μεταμφιεσμένος! Θέλει να δει, να ακούσει και να μάθει, αποστασιοποιημένος από τα πάθη. Θέλει να συναντήσει, να συγκινηθεί, να γνωριστεί σαν να βρίσκεται σε ξένο τόπο. Και είναι σε ξένο το τόπο. Ο Σεφέρης, κάπου γράφει, πως όταν ξεκινώ για να πάω κάπου είμαι ήδη αλλού. Αυτό το “αλλού” είναι που δίνει την απαραίτητη απόσταση για να αφηγηθεί.

Ο Μετανάστης της Ασώματης Κεφαλής τώρα επιστρέφει στον κεντρικό πολεοδομικό ιστό. Μπερδεύεται με μια παρέα πολιτικοποιημένων νεαρών σινεφίλ που φτιάχνουν μια αυτοσχέδια κινηματογραφική λέσχη (όπως, πριν 40 χρόνια, και η δική του παρέα) στις σκάλες της πόλης, σε αυτό το μεταιχμιακό τόπο, που στην γενέθλια πόλη του ορίζει το Πάνω και το Κάτω, το παρελθόν και το μέλλον, σε ένα διαρκές κλιμακωτό παρόν που διαρκώς επιβάλλεται.

21η Ιουλίου πρωί, 22 Ιουλίου απόγευμα, η σκάλα της Οδησσού και η συλλογικότητα της Ουτοπίας, μοιάζουν σαν κτερίσματα, σαν ίχνη μιας χαμένης συλλογικότητας που κάποτε, μέσα από τον κινηματογράφο, έχτισε τον κόσμο των μεγάλων προσδοκιών.

Τις μέρες που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας επιστέφει, ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει πια. Ο μύθος της αντεστραμμένης επανάστασης που θέλει κάθε μεγάλη αναταραχή να οδηγεί στην καταπίεση, καθοδηγεί την πάνδημη αποδοχή μιας πραγματικότητα έξω από κάθε ελπίδα. Η παγκοσμιότητα του σινεμά, που κάποτε, σαν άλλη ριζοσπαστική κοινωνική ανθρωπολογία, ζητούσε με το βλέμμα του να σπάσει τα σύνορα, φέρνοντας κοντά πολλούς διαφορετικούς κόσμους, σήμερα δίνει την θέση του στην εθνοτική αναδίπλωση, στην πολεμική φρενίτιδα, στην ψυχροπολεμική παράνοια.

Ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας, ο περιπλανώμενος Παυσανίας, ο ταξιδιώτης Καβάφης, όλες οι λογοτεχνικές μετεμψυχώσεις του Βασίλη Λαδά, γράφουν, όπως ο Μπωντλέρ στο Παρίσι, για τον κόσμο της λάσπης. Τσαλαβουτούν στα βρομόνερα της Ιστορίας μπας και συναντήσουν τα λίγα άνθη που ακόμα απομένουν ζωηρά, πριν την κατακλυσμιαία επέλαση της Βαρβαρότητας.

Ο Οδυσσέας του Λαδά δεν θα παραμείνει στην Ιθάκη. Θα επιλέξει να μην εμφανιστεί ποτέ, θα επιλέξει να ζήσει εκεί που πέθανε το τελευταίο όνειρο, ο τελευταίος έρωτας. Θα επιλέξει να καταδυθεί στις μητρικές αναμνήσεις των κρασιών, στις ωκεάνιες εικόνες που οδηγούν από το Πένθος στην Μελαγχολία, θα θάψει τον νεκρό του σκύλο και θα υιοθετήσει ένα κουτάβι, θα τον ονομάσει «Μάχνο» όπως ο αναρχικός πολέμαρχος της Ουκρανίας, θα αναρωτηθεί «αν έζησε πραγματικά ή ήταν πάντα πάνω σε ένα σύννεφο».

Φωτογραφία: Γράφοντας…Φαντάρος στην Κομοτηνή, 1970

Βιογραφικό Βασίλης Λαδάς

Βιογραφικό Σωτήρης Λυκουργιώτης

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου