Γιώργος Σπυράκης, “Από τα παράθυρα δε γύρισε κανείς“, Εκδόσεις Ιωλκός
Η ιστορία του βιβλίου «Από τα παράθυρα δε γύρισε κανείς» (εκδόσεις Ιωλκός, 2025) ξεκίνησε τη στιγμή που άκουσα εκείνη τη φωνή να μου λέει: «Εγώ πονάω ακόμα, κι ας μ’ έχουν διαβάσει ήδη». Ήταν η μικρή από το διήγημα, με το βλέμμα χαμηλωμένο, το παράθυρο μισάνοιχτο πίσω της. «Θες να γράψω ξανά;» ρώτησα. «Όχι. Θέλω να με ακούσεις». Και τότε εμφανίστηκε κι ο μαέστρος, ακόμα με την ποδιά του. «Μην τους μαζεύεις όλους. Άφησέ μας στις σελίδες», μου είπε. «Από τη στιγμή που μας έδωσες φωνή, δεν είμαστε δικοί σου». Τον κοίταξα. «Δεν είστε δικοί μου; Μα είστε από εμένα». «Όχι. Εσύ είσαι από εμάς», πετάχτηκε η κυρία Έλσεν με τα ψώνια τα χέρια και το αγριογούρουνο να την ακολουθεί.
Και τότε κατάλαβα. Δεν ήμουν εγώ που τους έπλασα. Εκείνοι με έσυραν να γράψω. Να παρατηρώ λεπτομέρειες, σκιές, μνήμες. Να θυμάμαι γεύσεις από περγαμόντο που ποτέ δεν άνοιξε και θορύβους από λεωφορεία που δεν σταμάτησαν ποτέ στην ώρα τους, στη στάση τους.
Ο ήρωας με τον καφέ, πιο σιωπηλός, με πλησίασε. «Θυμάσαι πότε πρωτοέγραψες για μένα;» Τον κοίταξα. «Σε ένα σημειωματάριο στην Κούβα», είπα. «Ανάμεσα σε δυο σιωπές και στους ήχους μιας ολόκληρης ζωής».
Και τότε μπήκαν όλοι. Οι πορσελάνες, τα μπαλόνια, οι σκιές, το κορίτσι που δεν μίλησε ποτέ. Έγιναν χορός. Ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, ο καθένας με το δικό του σκοτάδι, με την ελπίδα που δεν είπαν, δεν τόλμησαν.
«Γιατί μας έδωσες αυτόν τον τίτλο;» ρώτησε κάποιος.
«Γιατί δεν ήθελα να σας κλείσω. Ήθελα να αφήσω το παράθυρο ανοιχτό, μήπως και κάποιος γυρίσει. Έστω και μέσα απ’ την ανάγνωση».
«Από τα παράθυρα δε γύρισε κανείς, αλλά…» δίστασε η σιωπή.
«Από τις λέξεις, κάποιοι ίσως σώθηκαν», συνέχισα και έκλεισα τις σελίδες.
Γιώργος Σπυράκης